Τι αλλάζει με τη συμμαχία των BRICS και τη διεύρυνσή της στις διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές ισορροπίες του πλανήτη
Πάνος Κοσμάς, Γιάννης Κιμπουρόπουλος, Μπάμπης Μιχάλης
Οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που αποκαθηλώνουν την παγκοσμιοποίηση οδηγούν σε νέες «επεισοδιακές» καταστάσεις στις σχέσεις μεταξύ των ισχυρών του κόσμου. Το δολάριο παραμένει μέχρι στιγμής κυρίαρχο νόμισμα στην παγκόσμια οικονομία, όμως μειώνεται -έστω και με αργούς ρυθμούς- το ειδικό βάρος του στις διεθνείς συναλλαγές. Πού οδηγεί η επιθυμία πολλών χωρών να χειραφετηθούν από το γεωπολιτικό bullying των ΗΠΑ και της Δύσης.
Υστερα από την κρίση του 2008, στη συνέχεια με την άνοδο του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, το 2020-2021 με την κρίση του κορονοϊού και –πολύ περισσότερο και καταλυτικά– από τα τέλη Φεβρουαρίου 2022 με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, εγκαθιδρύθηκαν οι έννοιες «αποπαγκοσμιοποίηση», «αποδολαριοποίηση» και «πολυπολικός κόσμος» για να περιγράψουν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις διεθνείς οικονομικές και (γεω)πολιτικές σχέσεις. Και δεν υπάρχει άρθρο ή αναφορά στα διεθνή μίντια που να αφορά τη σημασία της συμμαχίας των BRICS στο οποίο αυτοί οι τρεις όροι να μην κυριαρχούν. Το εύλογο ερώτημα είναι, λοιπόν, τι θέλουν να πουν και σε ποια πραγματικότητα αναφέρονται;
Αποπαγκοσμιοποίηση
Στις 17 του περασμένου Απριλίου η Κριστίν Λαγκάρντ εκφώνησε μια σημαντική ομιλία στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη. Μεταξύ άλλων, διεκτραγώδησε τις δυσμενείς συνέπειες της αποπαγκοσμιοποίησης με τα παρακάτω λόγια:
«Αλλά αυτή η περίοδος σχετικής σταθερότητας [η παγκοσμιοποίηση] μπορεί τώρα να δώσει τη θέση της σε μια περίοδο διαρκούς αστάθειας, με αποτέλεσμα χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερο κόστος και πιο αβέβαιες εμπορικές συνεργασίες. Αντί για πιο ελαστική παγκόσμια προσφορά, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενων κλυδωνισμών προσφοράς».
Και γιατί απειλούμαστε από αυτές τις καταστροφές;
«Η παγκόσμια οικονομία διέρχεται μια περίοδο μετασχηματιστικών αλλαγών. Μετά την πανδημία, τον αδικαιολόγητο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, την ενεργειακή κρίση, την ξαφνική επιτάχυνση του πληθωρισμού, καθώς και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, οι τεκτονικές πλάκες της γεωπολιτικής μετατοπίζονται γρηγορότερα».
Αναμφίβολα, λοιπόν, κι όχι μόνο επειδή το παραδέχεται η κ. Λαγκάρντ, η αποπαγκοσμιοποίηση οφείλεται στη γρήγορη μετατόπιση –και την πολύ εντονότερη τριβή– των τεκτονικών πλακών της γεωπολιτικής.
Μόνο που οι προβλέψεις εδώ δεν είναι ενθαρρυντικές – κάθε άλλο μάλιστα. Η παγκοσμιοποίηση είναι παρελθόν διότι οι συσχετισμοί δύναμης που την εγκατέστησαν είναι οριστικά και αμετάκλητα παρελθόν, οι δε αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που την αποκαθηλώνουν έχουν ακόμη πιο «επεισοδιακό» μέλλον.
Και ξέρουμε από το παρελθόν πώς μεταφράζεται αυτό: ένταση του οικονομικού ανταγωνισμού με εργαλείο τον αυξανόμενο προστατευτισμό – ενίοτε και απροσχημάτιστη απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του αντιπάλου, όπως η δέσμευση των ρωσικών κρατικών διαθεσίμων από τις δυτικές τράπεζες. Αίφνης, ούτε το εμπόριο είναι «ελεύθερο» (λόγω δασμών) ούτε οι επενδύσεις (λόγω απαγόρευσης εξαγοράς επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας – ιδίως στον τεχνολογικό τομέα) ούτε οι εφοδιαστικές αλυσίδες κοινές και προσβάσιμες σε όλους. Οι συνέπειες; Ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου μειώνεται, οι ρυθμοί ανάπτυξης πιέζονται προς τα κάτω, τα προβλήματα προσφοράς γίνονται «επαναλαμβανόμενα» και οι πληθωριστικές πιέσεις αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά.
Αποδολαριοποίηση
Αναμφίβολα δεν είναι ακόμη «κατάσταση», είναι όμως τάση – έστω και ασθενική. Η κ. Λαγκάρντ είχε να πει κάτι και για αυτό – και είναι απολύτως σωστό:
«Ο μοναδικός πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη χρήση του διεθνούς νομίσματος είναι η ισχύς των θεμελιωδών μεγεθών».
Η Ιστορία όμως διδάσκει κάτι ακόμη πιο σημαντικό: ένα κυρίαρχο διεθνές νόμισμα δεν μπορεί να εγκατασταθεί αν δεν υποστηρίζεται από την ηγεμονία μιας εγκατεστημένης γεωπολιτικής κυριαρχίας. Με λίγα λόγια, για να εκθρονιστεί το δολάριο από τη θέση του παγκόσμιου νομίσματος, θα πρέπει να ανατραπεί η δυτική γεωπολιτική κυριαρχία – κι αυτά τα πράγματα δυστυχώς δεν συντελούνται «αναίμακτα», μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.
Προς το παρόν, πάντως, ο θρόνος του δολαρίου δεν τρίζει, παρ’ όλο που το ειδικό βάρος του στις διεθνείς συναλλαγές έχει μειωθεί. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο των αποθεματικών που διατηρούν οι κεντρικές τράπεζες σε δολάρια ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες από το 2000 μέχρι σήμερα, από 71% το 1999 σε 59% το 2021.
Σε επίπεδο πραγματικών συναλλαγών, όμως, το δολάριο (και το ευρώ, που εκπροσωπεί το ίδιο γεωπολιτικό-οικονομικό μπλοκ) έχει αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα: περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου εμπορίου τιμολογείται σε δολάρια και αυτό το μερίδιο δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Στις συναλλαγματικές συναλλαγές η κυριαρχία του είναι ακόμη πιο αδιαμφισβήτητη: συμμετέχει σχεδόν στο 90% των παγκόσμιων συναλλαγών.
Περίπου τα μισά από όλα τα διασυνοριακά δάνεια, οι διεθνείς χρεωστικοί τίτλοι και τα εμπορικά τιμολόγια εκφράζονται σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ περίπου το 40% των μηνυμάτων SWIFT και το 60% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων είναι σε δολάρια. Το κινεζικό γουάν συνεχίζει να σημειώνει σταδιακά κέρδη και το μερίδιο του ρενμίνμπι στον παγκόσμιο τζίρο συναλλάγματος έχει αυξηθεί από λιγότερο από 1% πριν από 20 χρόνια σε περισσότερο από 7% τώρα. Ωστόσο, το κινεζικό νόμισμα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόνο το 3% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων (από 1% το 2017).
Η ίδια η Κίνα έχει μεν μειώσει το μερίδιο των αποθεματικών της σε δολάρια (από 79% σε 58% μεταξύ 2005 και 2014), αλλά την τελευταία δεκαετία παρέμεινε σταθερό σε αυτά τα υψηλά επίπεδα. Διατηρεί πάντα τη δυνατότητα να πουλήσει τα αποθέματα αυτά στις αγορές βυθίζοντας την αξία του δολαρίου, αλλά αυτό είναι μια πράξη που αντιστοιχεί σε πολεμικού τύπου αντιπαράθεση απευθείας με τις ΗΠΑ και θα είχε δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και για την Κίνα.
Το δολάριο και το ευρώ κυριαρχούν επίσης στις χρηματαγορές. Η κεφαλαιοποίηση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του κινεζικού και της Μόσχας. Ως εναλλακτική νομισματική δυνατότητα προβάλλεται η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS, που ιδρύθηκε το 2015, με έδρα τη Σαγκάη, όπου επικεφαλής διορίστηκε η πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ. Ωστόσο, η ιδέα ότι μπορεί να ανταγωνιστεί και να υποκαταστήσει το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα μοιάζει ακόμη πολύ μακρινός στόχος.
Οτι ο «νομισματικός συσχετισμός δύναμης» του μπλοκ των BRICS είναι ακόμη πολύ ασθενικός, τις υποχρεώνει σε μια τακτική που έχει περιγραφεί ως «μίλα αριστερά, περπάτα δεξιά», με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόφαση των BRICS η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα να «παγώσει» το ρωσικό της χαρτοφυλάκιο στις αρχές Μαρτίου για να μην απολέσει την πιστοληπτική της αξιολόγηση ΑΑ+ από τους δυτικούς οίκους αξιολόγησης – παρ’ όλο που η Ρωσία κατέχει το 20% των μετοχών της τράπεζας…
Ωστόσο, τα θεμελιώδη μεγέθη των BRICS είναι πλέον σημαντικά και αυτό ασκεί ήδη στρατηγική πίεση στο δολάριο. Ομως στο ορατό διάστημα δεν μπορεί να αναμένεται κάτι περισσότερο από διμερείς ή πολυμερείς εμπορικές συναλλαγές σε νομίσματα όπως το κινεζικό γουάν, η ινδική ρουπία ή το ρούβλι – κι αυτό, κατεξοχήν για ενεργειακά προϊόντα.
Πολυπολικός κόσμος
Οι εξελίξεις οδηγούν σε έναν κόσμο διαιρεμένο σε δύο συμπαγή διεθνή μπλοκ ή σε έναν πολυπολικό κόσμο; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι σαφής διότι ισχύουν και τα δύο – και αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι τα ανταγωνιζόμενα μπλοκ δεν είναι συμπαγή, με το δυτικό μπλοκ να εμφανίζεται πάντως πιο συμπαγές.
Η όποια αποδολαριοποίηση έχει ήδη συντελεστεί στις διεθνείς συναλλαγές ενισχύει το κινεζικό ρενμίνμπι γρηγορότερα από άλλα νομίσματα, αλλά διαχέεται επίσης και σε νομίσματα που αναφέρονται στο δυτικό οικονομικό μπλοκ. Η συντελεσμένη αποδολαριοποίηση περισσότερο παραπέμπει στην πολυπολικότητα παρά σε συμπαγή ανταγωνιζόμενα μπλοκ. Ο λόγος είναι απλός: τόσο στο δυτικό μπλοκ όσο και στις BRICS υπάρχουν πολλές «ταχύτητες», «υποσυστήματα» συμμαχιών και ανταγωνισμοί. Από τη μια, η Ινδία και η Σ. Αραβία δεν μπορούν ούτε θέλουν να κόψουν τους δεσμούς τους με τις ΗΠΑ, ενώ και η Βραζιλία συνομιλεί και με τη Δύση. Από την άλλη, στο «τρίγωνο» ΗΠΑ – Ε.Ε. – Μ. Βρετανία σοβούν κάθε είδους ανταγωνισμοί.
Η αντίσταση στο bullying
Σχηματίζεται μια αντίστροφη συμμετρία: η ισχυρότερη ενοποιητική βάση των BRICS είναι η επιθυμία «χειραφέτησης» από το γεωπολιτικό bullying των ΗΠΑ και της Δύσης με όπλο το δολάριο, τον έλεγχο των παγκόσμιων ροών χρήματος και την ισχύ των ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας, δηλαδή με την απειλή νομισματικών καταστροφών. Και είναι ακριβώς σε αυτή τη βασική ανάγκη που έχουν τον πιο αδύναμο συσχετισμό δύναμης.
Ανατρέπουν ωστόσο πιο γρήγορα τον συσχετισμό δύναμης σε επίπεδο θεμελιωδών μεγεθών (ΑΕΠ, ρυθμοί ανάπτυξης, μέγεθος εσωτερικής αγοράς, παραγωγή ενέργειας, τροφίμων και πολύτιμων λίθων). Από την άλλη, το δυτικό μπλοκ έχει σαφή προβλήματα στο ζήτημα των θεμελιωδών μεγεθών, όπου ο κατάλογος των προβλημάτων είναι ατελείωτος: χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, χαμηλή παραγωγικότητα, πολύ υψηλό χρέος, σοβαρά δημογραφικά προβλήματα, αλλά σημαντική νομισματική υπεροπλία και έλεγχο των παγκόσμιων ροών χρήματος.
Δεν υπάρχει αλγόριθμος για να υπολογίσουμε την εξέλιξη του οικονομικού συσχετισμού δύναμης για τρεις βασικούς λόγους: α) Διότι μεσομακροπρόθεσμα τον αποφασιστικό λόγο θα έχει ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ο οποίος θα δώσει και την τελική λύση, β) διότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με ασφάλεια, ίσως ούτε καν κατά προσέγγιση, την επίδραση που θα έχει σε κάθε μπλοκ ξεχωριστά η «πολυκρίση» που έχει αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα ο τρομερός συνδυασμός ενεργειακής κρίσης και κλιματικής αλλαγής, γ) διότι κάποια στιγμή, στην εξέλιξη των πραγμάτων, ο παράγοντας της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης θα παίξει τον δικό του σημαντικό ρόλο.
Το σίγουρο είναι ότι είμαστε στην ιστορική μετάβαση από τη μεταπολεμική δυτική ιμπεριαλιστική ηγεμονία και την παγκοσμιοποίηση σε έναν περισσότερο πολυπολικό κόσμο, σε συνθήκες «πολυκρίσης», αυξανόμενων ανταγωνισμών και της ιστορικής απειλής της κλιματικής κρίσης.
Πέντε γεωπολιτικά αποτυπώματα μιας ολοκλήρωσης που μόλις ξεκινά
Μια ματιά στον παγκόσμιο χάρτη, όπως πιθανά θα διαμορφωθεί, αν η διεύρυνση των BRICS που αριθμούν ήδη 10 (ή 11) μέλη ενισχυθεί με άλλες 14 χώρες που έχουν ήδη καταθέσει αιτήσεις εισδοχής στον συνασπισμό και 13 που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, αποκαλύπτει μια νέα πολιτική γεωγραφία του κόσμου, στον οποίο η κραταιά Δύση και οι χώρες που κατά συνθήκη τη συνθέτουν καθίσταται μειοψηφική δύναμη. Εδαφικά, πληθυσμιακά, οικονομικά, πολιτισμικά, ενδεχομένως και στρατιωτικά.
Ηδη, με τα νέα μέλη (Αργεντινή, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ιράν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία, εφόσον η ηγεσία της λάβει και την οριστική απόφαση) η πληθυσμιακή δύναμη του συνασπισμού αυξάνεται κατά 390 εκατ. άτομα ενώ, εφόσον η διεύρυνσή του συνεχιστεί και με τις άλλες υποψήφιες χώρες, θα ξεπερνά κατά πολύ το μισό του πληθυσμού της, αλλά και το 50% της επιφάνειας της Γης. Θα απέχει ωστόσο αρκετά από το να παράγει το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Βεβαίως, το να υποθέσει κανείς ότι αυτός ο υπό διαμόρφωση οικονομικός, κυρίως, συνασπισμός μπορεί να εξελιχθεί σε βάθος δεκαετιών και σε πολιτικό ή στρατιωτικό συνασπισμό ικανό να αντισταθμίσει την ισχύ της ευρωατλαντικής συμμαχίας ανάγεται ακόμη σε επιστημονική φαντασία. Οι διαφορές ισχύος, στρατηγικής, συμμαχιών, μοντέλων διακυβέρνησης, κοινωνικής σύνθεσης, πολιτισμικής ταυτότητας ανάμεσα στις χώρες που συνθέτουν τη νέα συμμαχία είναι τεράστιες για να περιμένει κανείς ότι ο νέος γεωπολιτικός πόλος θα εξελιχθεί στο ορατό μέλλον σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι και δηλώνει σήμερα: ένας συνασπισμός για να ξεπεραστεί η παντοδυναμία του δολαρίου και η ευρωατλαντική ηγεμονία στο παγκόσμιο εμπόριο.
Ο ευρωατλαντικός άξονας έχει μερικά μοναδικά χαρακτηριστικά ομοιογένειας και συνοχής, που μάλιστα επιβλήθηκαν με εκπληκτική ταχύτητα μετά και τη μεγάλη διεύρυνσή του με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ. Η λεγόμενη «νέα Ευρώπη», κατά τον αμερικανικό νεολογισμό, ενσωματώθηκε ταχύτητα και αποτέλεσε μια αλυσίδα πρόθυμων «κρίκων» στη σταδιακή πολιτική και στρατιωτική απομόνωση της Ρωσίας, έστω και με αρκετές αντιφάσεις και διαφοροποιήσεις. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό το μοντέλο μπορεί με κάποιο τρόπο να επαναληφθεί με τους BRICS, δηλαδή να εξελιχθεί ο συνασπισμός τους σε μια πολιτική και στρατιωτική ολοκλήρωση.
Ωστόσο, το άλμα διεύρυνσης της σχετικά νέας συμμαχίας (μόλις το 2010 συγκροτήθηκε ο αρχικός πυρήνας της), αφενός αποτελεί την πρώτη ισχυρή αμφισβήτηση του μονοπολικού κόσμου που διαμορφώθηκε από το 1989 και μετά, αφετέρου παράγει ήδη διόλου αμελητέα γεωπολιτικά αποτελέσματα. Το πρώτο και σοβαρότερο είναι ότι διαλύει την ψευδαίσθηση διεθνούς απομόνωσης της Ρωσίας μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, που μεθόδευσαν ΗΠΑ και Ε.Ε. κυρίως μέσω των κυρώσεων.
Η Ρωσία έχει πολλούς, ισχυρούς και πρόθυμους συμμάχους που, φυσικά για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να υποστηρίξουν ή να ανεχτούν τον διαμελισμό της Ουκρανίας. Το δεύτερο είναι ότι η παρουσία της Σαουδικής Αραβίας στους BRICS κλονίζει, αν δεν διαρρηγνύει οριστικά, τη συμφωνία σχεδόν 8 δεκαετιών με τις ΗΠΑ για την αμοιβαία στρατιωτική και ενεργειακή ασφάλεια των δύο πλευρών.
Το αυταρχικό βασίλειο έχει επιδείξει εξαιρετική συνέπεια ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο στο να κάνει πλάτες στη Ρωσία, ώστε μέσω του πετρελαϊκού εκβιασμού να αντισταθμιστούν οι δυτικές κυρώσεις και το οικονομικό πλήγμα που δέχεται η Μόσχα από την ενεργειακή απεξάρτηση. Ένα τρίτο ήδη ορατό γεωπολιτικό αποτέλεσμα είναι ότι η παρουσία στους BRICS των τριών ισχυρότερων χωρών της Μέσης Ανατολής (Σ. Αραβία, Αίγυπτος, Ιράν) τις καθιστά ρυθμιστές της σταθερότητας στην περιοχή και περιθωριοποιεί τον ρόλο των ΗΠΑ.
Ενα τέταρτο αποτέλεσμα είναι πως η συμμετοχή στη συμμαχία των δύο μεγαλύτερων χωρών της Λατινικής Αμερικής, με προοπτική ένταξης ακόμη τριών, μειώνει δραστικά την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή. Κι ένα πέμπτο, ίσως το σημαντικότερο στα καθ’ ημάς, γεωπολιτικό αποτέλεσμα, είναι η ακόμη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση της Ε.Ε. στις διεθνείς διεργασίες. Η ηγεσία της Ε.Ε. όσο πιο φλύαρη και υπερδραστήρια εμφανίζεται στην ουκρανική κρίση τόσο πιο αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο αποδεικνύεται, υποβαθμίζοντας εαυτήν σε ευπαθές παρακολούθημα της αμερικανικής στρατηγικής.
Οι BRICS ξεπερνούν τους G-7
Με την προσθήκη νέων χωρών, το μπλοκ που έχουν συγκροτήσει η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική φτάνει στο 36,38% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έναντι 30,39% των G-7 . Στις ανισότητες και στην έλλειψη ομοιογένειας ανάμεσα στα μέλη των BRICS ποντάρει η Δύση για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της
H διεύρυνση των BRICS με έξι νέες χώρες αναβαθμίζει ντε φάκτο τον ρόλο του συγκεκριμένου μπλοκ στην παγκόσμια οικονομική σκηνή καθώς υπόσχεται τη δημιουργία ενός νέου και πιο συμπαγούς πόλου που έχει περισσότερες πιθανότητες απ’ ό,τι στο παρελθόν να αμφισβητήσει τη σημερινή ηγεμονία των ΗΠΑ και των υπόλοιπων ισχυρών, αναπτυγμένων οικονομιών της G7 στην υφήλιο.
Οι ηγέτες των BRICS στην πρόσφατη σύνοδο του Γιοχάνεσμπουργκ. Από αριστερά οι πρόεδροι της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα, της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, της Νότιας Αφρικής Σίριλ Ραμαφόζα, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ. | Alet Pretorius/Pool Photo via AP
Στον νέο όμιλο θα μετέχουν πλέον οι τρεις πετρελαϊκοί κολοσσοί της Μέσης Ανατολής, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια από τις ταχύτερες οικονομίες της Αφρικής, η Αιθιοπία, και η πολύπαθη αλλά πάντα πλούσια σε φυσικούς πόρους Αργεντινή. Τα σημερινά μέλη του μπλοκ (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) αντιπροσωπεύουν περίπου το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ τους ανέρχεται αθροιστικά σε λίγο πάνω από τα 27 τρισ. δολάρια. Η διευρυμένη ομάδα θα αντιπροσωπεύει το 46,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το συνολικό της ΑΕΠ αγγίζει τα 30,8 τρισ. δολάρια, αντιστοιχώντας στο 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ποσοστό μικρό αν συνεκτιμηθεί ότι περίπου ο μισός πληθυσμός της Γης ζει σε αυτές τις χώρες και συγκριθεί με το ΑΕΠ των ΗΠΑ που άγγιξε πέρυσι τα 24 τρισ. δολάρια. Αν μετρηθεί ωστόσο με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, PPP (μέτρο το οποίο δείχνει τι μπορεί να αγοράσει το ΑΕΠ εγχώρια σε αγαθά και υπηρεσίες), το μερίδιο της διευρυμένης ομάδας των BRICS στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξάνεται στο 36,38% ξεπερνώντας κατά πολύ το αντίστοιχο μερίδιο των πιο ισχυρών, αναπτυγμένων οικονομιών της G7 (30,39%), μεταξύ αυτών και των ΗΠΑ.
Σημείο καμπής
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί, σύμφωνα με κάποιους παρατηρητές, σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή. Οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες της G7, τονίζουν, δεν μπορούν πλέον να αγνοούν τις ανάγκες των BRICS. Πόσο μάλλον όταν αυτές ελέγχουν πια το 45% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, διαθέτουν σημαντικούς τομείς σιδηρομεταλλεύματος, άνθρακα, βωξίτη και δεκάδων ακόμη πρώτων υλών, ενώ διαδραματίζουν τον βασικότερο ρόλο στην παγκόσμια αγροτική παραγωγή και προσφορά τροφίμων.
Καθώς η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί και οι γεωπολιτικές ισορροπίες διαδραματίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο στις οικονομικές σχέσεις και στους δεσμούς μεταξύ των χωρών της υφηλίου, η διεύρυνση και η ακόμα μεγαλύτερη οικονομική βάση και συνοχή που υπόσχεται αυτή, δίνουν στον σκληρό πυρήνα των BRICS την ευκαιρία μιας πιο ισχυρής φωνής απέναντι στην παντοδυναμία της G7 σε καυτά ζητήματα του παγκόσμιου οικονομικού γίγνεσθαι, εκτός του διεθνούς εμπορίου.
Μεταξύ αυτών και στην κλιματική αλλαγή και τη συνδεόμενη με αυτήν ενεργειακή μετάβαση, τις νέες τεχνολογίες, τον έλεγχο των διεθνών χρηματοπιστωτικών συστημάτων και ροών κεφαλαίου, των επενδύσεων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Από την πλευρά τους οι νεοεισερχόμενοι -νυν και μελλοντικοί- στην ομάδα ευελπιστούν ότι η συμμετοχή τους, οι ενδεχόμενοι ευνοϊκότεροι όροι εμπορίου και επενδύσεων εντός αυτής, η ενίσχυση του διμερούς εμπορίου θα μειώσουν την εξάρτησή τους από τις χώρες της Δύσης και τους δυναστικούς κανόνες που αυτές τους επιβάλλουν κυρίως μέσω της υπερχρέωσης.
Υπάρχει ωστόσο και η άλλη πλευρά που θεωρεί ότι επί του παρόντος όλα αυτά είναι πολύ ωραία αλλά πολύ νωρίς για να είναι αληθινά. Το εγχείρημα των BRICS, υπογραμμίζουν, δεν ξεκινά από μια ισότιμη οικονομική βάση. Η Κίνα (που αντιπροσωπεύει το 17,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ) είναι κυρίαρχη και την ακολουθεί αρκετά μακριά στη δεύτερη θέση η Ινδία (7%). Οι υπόλοιπες χώρες όμως, η Ρωσία, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, αποτελούν όλες μαζί μόλις το 6,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Με την προσθήκη των έξι νέων μελών το συνολικό μερίδιό τους θα προσεγγίσει αθροιστικά μόνο το 9%. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια κοινή οικονομική δύναμη συμπαγή και έτοιμη να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ και την G7.
Έλλειψη ομοιογένειας
Οι BRICS δεν έχουν επίσης καμιά ομοιογένεια σε πληθυσμό, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, γεωγραφική θέση και εμπορική σύνθεση, ενώ οι εκάστοτε κυβερνήσεις κάποιων εξ αυτών βρίσκονται συχνά-πυκνά σε διαμάχη (π.χ. Κίνα-Ινδία). Σε αντίθεση με την ομάδα G7 που υιοθετεί όλο και πιο ομοιογενείς οικονομικούς στόχους, οι BRICS έχουν μεταξύ τους διαφορές στη δημιουργία του πλούτου τους και των εισοδημάτων, ενώ πέραν της προσπάθειας απεξάρτησής τους από το δολάριο δεν έχουν παρουσιάσει προς τα έξω κάποιους ενιαίους οικονομικούς στόχους.
Τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα της Δύσης σε όρους πιστώσεων, επενδύσεων και ευρύτερα χρηματοοικονομικών ροών, ενώ ο μοναδικός πολυμερής θεσμός που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στους αντίστοιχους της Δύσης (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, είναι μικρός και αδύναμος ακόμη.
Η υιοθέτηση περαιτέρω κοινών στόχων, ο καλύτερος συντονισμός τους, η λείανση των πολιτικών τους συμφερόντων, η σύγκλιση των προτύπων παραγωγής και των νομισμάτων τους θα πάρουν καιρό και θα απαιτήσουν μεγάλη προσπάθεια με αρκετά εμπόδια. Προβάλλει όμως ως η μοναδική ευκαιρία αντίστασης τόσο των χωρών του πυρήνα όσο και του υπόλοιπου αναπτυσσόμενου κόσμου απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων που προωθούν οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες ισχυρές οικονομίες της Δύσης στη μετά την πανδημία εποχή.
πηγή: efsyn.gr
e-prologos.gr