[Την εβδομάδα από τις 8 ως τις 15 Μαρτίου 1917 οι πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάτες και στρατιώτες της Πετρούπολης (Αγία Πετρούπολη ως το 1914, αργότερα Λένινγκραντ ως την κατάρρευση του καθεστώτος) κατόρθωσαν να ανατρέψουν τον τσάρο. Το Σοβιέτ (εκλεγμένο συμβούλιο εργατών) της Πετρούπολης γρήγορα παρέδωσε την εξουσία σε μια προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής, από τον Ιούλιο και μετά, τον μετριοπαθή σοσιαλιστή Αλέξανδρο Κερένσκι. Ο Λένιν είχε φθάσει στην Πετρούπολη από τον Απρίλιο, οι μπολσεβίκοι του όμως ήταν μειοψηφία στο Σοβιέτ και ο ίδιος δεν είχε τρόπο να κερδίσει την υποστήριξη που επιθυμούσε για τις απόψεις του. Ο Λένιν πίστευε ότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν ήταν παρά η συνέχεια μιας καταπιεστικής κρατικής μηχανής που εξακολουθούσε να εξαναγκάζει τους συμπολίτες του να συμμετέχουν σε έναν ανήθικο και ασύμφορο πόλεμο, καθ’ ότι «εχθρός δεν ήταν ο εργάτης στο αντίπαλο στρατόπεδο αλλά ο καπιταλιστής στην πατρίδα». Ήταν τότε που επινόησε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», στα εκλεγμένα συμβούλια εργατών που εξέφραζαν τις ανάγκες του λαού. Παρά τις κατηγορίες της κυβέρνησης Κερένσκι ότι ήταν«πράκτορας των Γερμανών», ο Λένιν οργάνωσε συστηματικά την ανατροπή της. Στις 7 και 8 Νοεμβρίου 1917, οι μπολσεβίκοι ανέτρεψαν την κυβέρνηση των αριστερών σοσιαλεπαναστατών του Κερένσκι. Οι μπολσεβίκοι ήταν πια πλειοψηφία στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ και ο Λένιν εξελέγη πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού. Ο λόγος που εκφώνησε ο Λένιν στις 15 Ιουλίου 1918 ενώπιον της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, με αφορμή το αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης σχετικά με τη φρούρηση της πρεσβείας της στη Μόσχα, του έδωσε την ευκαιρία να καυτηριάσει την πολιτική των αριστερών σοσιαλεπαναστατών καθώς η διαμάχη οδηγούσε το νέο κράτος ταχύτατα στον εμφύλιο πόλεμο.]
Κόκκινη Πλατεία

Σύντροφοι, η Σοβιετική Δημοκρατία μας δεν μπορεί να διαμαρτύρεται για οιαδήποτε έλλειψη πολιτικών κρίσεων και αιφνίδιων πολιτικών αλλαγών. Άσχετο πόσο απλές, πόσο στοιχειώδεις είναι όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (και δεν μπορούν, φυσικά, να νιώθουν άνετα πλάι-πλάι με τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία), σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία την παρούσα στιγμή διερχόμαστε, με τον πόλεμο να συνεχίζεται ακόμη στην προηγούμενή του κλίμακα, οι καταφανώς κυρίαρχες δυνάμεις, ο συνεταιρισμός των δύο ιμπεριαλιστικών ομάδων, εξακολουθεί να προκαλεί πολιτική κρίση και τα παρόμοια. Αναφορικά με ένα τέτοιο γεγονός, το οποίο είτε προσομοιάζει είτε είναι μια πραγματική πολιτική κρίση, έχω να σας κάνω μια ανακοίνωση.

Χθες, 14 Ιουλίου, στις 11 μ.μ., ο Επίτροπος του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις δέχθηκε επίσκεψη από το γερμανό απεσταλμένο, δρα Ρίτσιερ, ο οποίος τον πληροφόρησε για το περιεχόμενο ενός τηλεγραφήματος που είχε μόλις λάβει από το Βερολίνο, στο οποίο η γερμανική κυβέρνηση του έδινε την εντολή να ζητήσει από τη ρωσική κυβέρνηση να επιτρέψει σε ένα τάγμα ένστολων γερμανών στρατιωτών να εισέλθει στη Μόσχα με σκοπό τη φρούρηση της γερμανικής πρεσβείας και να επιτρέψει στους στρατιώτες αυτούς να προωθηθούν αμέσως στη Μόσχα.

Επιπρόσθετα στο μήνυμα διατυπωνόταν ότι η γερμανική κυβέρνηση απείχε πολύ από το να αποσκοπεί σε οιανδήποτε μορφή κατάληψης. Ο Επίτροπος του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, σε συμφωνία με τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, απάντησε ότι οι απλοί άνθρωποι της Ρωσίας επιθυμούν την ειρήνη, ότι η ρωσική κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να προσφέρει στη γερμανική πρεσβεία, το προξενείο και στις υπηρεσίες μια πέρα για πέρα επαρκή και υπεύθυνη φρουρά απαρτιζόμενη από τα δικά της στρατεύματα, αλλά ότι δεν δύναται κάτω από οιεσδήποτε περιστάσεις να επιτρέψει σε μια ξένη στρατιωτική μονάδα να εισέλθει στη Μόσχα· ελπίζει ακράδαντα ότι η γερμανική κυβέρνηση, εμπνευσμένη από την ίδια επιθυμία για ειρήνη, δεν θα εμμείνει στο αίτημά της.

Ουσιαστικά το αίτημα προς τη ρωσική κυβέρνηση βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τη δήλωση που έκανε ο Αυτοκρατορικός Καγκελάριος στο Ράιχσταγκ, ότι η θλιβερή δολοφονία του κόμη Μίρμπαχ δεν θα οδηγούσε σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αντικρούει επίσης την ευχή που γνωρίζουμε ότι έχει διατυπωθεί από κορυφαίους εμπορικούς και βιομηχανικούς κύκλους για τη δημιουργία και προώθηση στενών οικονομικών σχέσεων επ’ ωφελεία και των δύο χωρών. Αντιφάσκει με τις διαπραγματεύσεις που προχωρούσαν επιτυχώς. Πολυάριθμες εκθέσεις που έγιναν σε εκπροσώπους μας στο Βερολίνο αναφορικά με την πολιτική κατάσταση και τη στάση απέναντι στη Ρωσία μαρτυρούν επίσης το γεγονός αυτό. Έχουμε ακόμη κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι θα βρεθεί μια ευνοϊκή λύση σε αυτό το απροσδόκητο συμβάν, όποτε όμως εμφανίζεται ένταση στις διεθνείς μας σχέσεις θεωρούμε απαραίτητο να γνωστοποιούμε δημοσίως τα γεγονότα και να ξεκαθαρίζουμε τα ζητήματα.

Για τον λόγο αυτό θεωρώ καθήκον μου να προβώ στην ακόλουθη κυβερνητική δήλωση: «Η κυβέρνηση της Σοβιετικής Δημοκρατίας είχε πλήρη επίγνωση, όταν σύναψε το Σύμφωνο ειρήνης του Μπρεστ, του δυσβάσταχτου καθήκοντος που θα ήταν αναγκασμένοι να αναλάβουν οι εργάτες και οι χωρικοί της Ρωσίας ένεκα της διεθνούς κατάστασης που είχε αναπτυχθεί. Η βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας στο Δ’ Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν απόλυτα ξεκάθαρη· οι εργατικές τάξεις απαίτησαν ειρήνη επειδή χρειάζονταν μια παύση προκειμένου να είναι σε θέση να εργασθούν, να οργανώσουν τη σοσιαλιστική οικονομία, να ανακτήσουν και να εντείνουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες είχαν υπονομευθεί από έναν μαρτυρικό πόλεμο. Υπακούοντας στη βούληση του Συνεδρίου η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει κατά γράμμα τους σκληρούς όρους του Συμφώνου ειρήνης του Μπρεστ και τελευταία οι διαπραγματεύσεις μας με τη γερμανική κυβέρνηση, που αφορούν το ακριβές ποσό των αποζημιώσεων που πρέπει εμείς να καταβάλουμε και τη μορφή της αποζημίωσης την οποία αποφασίσαμε να αποπληρώσουμε το συντομότερο δυνατό, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο.

Την ώρα όμως που η σοβιετική κυβέρνηση πραγματώνει με τον πιο σχολαστικό τρόπο τους όρους του Συμφώνου ειρήνης του Μπρεστ και στηρίζει τη βούληση των εργατών και των χωρικών για ειρήνη, δεν έχει ποτέ παραβλέψει το γεγονός ότι υπάρχουν όρια πέρα από τα οποία ακόμη και τα πιο ειρηνόφιλα πλήθη των εργατών θα εξαναγκαστούν να ξεσηκωθούν, και θα ξεσηκωθούν, σαν ένας άνθρωπος, να υπερασπιστούν τη χώρα τους με τα όπλα στα χέρια. Η παράλογη και εγκληματική απερισκεψία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών μάς έφερε στο χείλος του πολέμου. Οι σχέσεις μας με τη γερμανική κυβέρνηση βρίσκονταν, παρά τη θέλησή μας, στα πρόθυρα της έντασης. Αναγνωρίζουμε τη νομιμότητα της επιθυμίας της γερμανικής κυβέρνησης να ενισχύσει τη φρούρηση της πρεσβείας της και έχουμε συμβάλει πολύ προκειμένου να ικανοποιήσουμε την επιθυμία αυτή. Όταν όμως πληροφορηθήκαμε για την επιθυμία της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία δεν έχει ακόμη διατυπωθεί ως κατηγορηματική απαίτηση, ότι θα έπρεπε να επιτρέψουμε σε ένα τάγμα οπλισμένων γερμανών στρατιωτών να προσεγγίσουν τη Μόσχα, απαντήσαμε -και επαναλαμβάνουμε τώρα αυτή την απάντηση ενώπιον του ανώτατου οργάνου της σοβιετικής κυβέρνησης των εργατών και χωρικών, ενώπιον της Πανρωσικής Κεντρικής Επιτροπής- ότι δεν θα μπορούσαμε κατά κανέναν τρόπο και σε καμία περίπτωση να ικανοποιήσουμε ένα τέτοιο αίτημα, επειδή αυτό θα αποτελούσε αντικειμενικά την απαρχή της κατοχής της Ρωσίας από ξένα στρατεύματα.

Σε αυτή την ενέργεια θα ήμασταν υποχρεωμένοι να αντιδράσουμε όπως έχουμε αντιδράσει στην ανταρσία των Τσεχοσλοβάκων και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών στον Βορρά, ήτοι με εκτεταμένη κινητοποίηση, με επιστράτευση όλων των ενήλικων εργατών και χωρικών για ένοπλη αντίσταση και με την καταστροφή, στην περίπτωση μιας προσωρινά επιβεβλημένης απόσυρσης, απολύτως κάθε δρόμου και σιδηροδρομικής γραμμής ανεξαιρέτως και επίσης των καταστημάτων, ειδικότερα των καταστημάτων τροφίμων, ούτως ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ο πόλεμος τότε θα ήταν για εμάς μια μοιραία αλλά απόλυτη και άνευ όρων αναγκαιότητα και αυτός θα ήταν ένας επαναστατικός πόλεμος που θα διεξαγόταν από τους εργάτες και τους χωρικούς της Ρωσίας πλάι -πλάι με τη σοβιετική κυβέρνηση μέχρι ύστατης πνοής. Όπως η εξωτερική της πολιτική, η εσωτερική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης, με απαρέγκλιτη προσκόλληση στις αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου των Σοβιέτ, παραμένει αμετάβλητη. Η εγκληματική απερισκεψία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε πρωτοπαλίκαρα των λευκοφρουρών, των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, τώρα που τα σύννεφα συγκεντρώνονται και ο κίνδυνος πολέμου αυξάνεται, θα είναι ακόμη πιο εγκληματική στα μάτια του λαού και θα υποστηρίξουμε πλήρως και ολόψυχα και θα φέρουμε εις πέρας την ανηλεή τιμωρία των προδοτών που έχουν αμετάκλητα καταδικασθεί με τη βούληση του 5ου Συνεδρίου των Σοβιέτ.

Αν ο πόλεμος, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, καταστεί γεγονός, δεν θα είμαστε σε θέση να διατηρήσουμε ούτε ελάχιστο ίχνος εμπιστοσύνης στη συμμορία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών προδοτών, οι οποίοι είναι ικανοί να ανατρέψουν τη βούληση των Σοβιέτ, καταφεύγοντας στη στρατιωτική προδοσία και τα παρόμοια. Θα αντλήσουμε νέα δύναμη για πόλεμο από την ανηλεή καταστολή τόσο των παράφορα απερίσκεπτων (αριστερών σοσιαλεπαναστατών) όσο και των ταξικά ενσυνείδητων (γαιοκτημόνων, καπιταλιστών και κουλάκων) υπέρμαχων της αντεπανάστασης. Προς τους εργάτες και χωρικούς ολόκληρης της Ρωσίας, αυτή είναι η έκκλησή μας: «Τριπλή επαγρύπνηση, επιφυλακτικότητα και αντοχή, σύντροφοι! Όλοι πρέπει να βρίσκονται στα πόστα τους! Όλοι πρέπει να δώσουν τη ζωή τους αν χρειαστεί, προκειμένου να υπερασπιστούν τη σοβιετική δύναμη,να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, όσων έχουν πέσει θύματα εκμετάλλευσης, των φτωχών, να υπερασπιστούν τον σοσιαλισμό!»

15 Ιούλη 1918

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το