Εξάλλου και διόλου τυχαία δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δυο πολυεθνικές επιχείρησαν να συγχωνευθούν. Γυρνώντας πενήντα χρόνια πίσω, οι εταιρίες Monsanto και Bayer αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να διαχωριστούν, ώστε να αποφευχθεί η παραβίαση των βασικών αντιμονοπωλιακών κανονισμών. Δικαστήρια των ΗΠΑ τότε δήλωναν ότι οι δύο «χημικοί γίγαντες» όταν λειτουργούν εμποδίζουν τον ανταγωνισμό στην αγορά.
Ωστόσο η συγχώνευση αυτή αντιμετωπίζει ή μάλλον προσπαθεί ακόμη να προσπεράσει τους κανονισμούς και τη νομοθεσία που αφορούν τον αντιμονοπωλιακό έλεγχο για να μπορέσει να ολοκληρωθεί, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Βέβαια, έχει ήδη περάσει το πρώτο τεστ της τον Ιανουάριο, όταν πήρε τις ευλογίες του εκλεγέντος Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προέβη σε αποκλειστική συνάντηση με τους διευθύνοντες συμβούλους των δύο εταιρειών, απόδειξη για την πραγματική δύναμη της βιομηχανίας των τροφίμων.
Η Wall Street Journal δημοσίευσε πρόσφατα απόλυτα απογοητευτικά στοιχεία για το παρόν και το μέλλον του αμερικάνου αγρότη. Στο σύνολό τους οι αγρότες σήμερα αριθμούν λιγότερο από 2 εκατομμύρια, ο χαμηλότερος αριθμός από το 1800. Η θλιβερή πραγματικότητα για τους αγρότες είναι ότι, ενώ η συγχώνευση αφορά δισεκατομμύρια δολάρια, η εκμετάλλευσή τους αλλά και το εισόδημά τους κατρακυλούν όλο και πιο βαθιά. Αυτά όσο αφορούν τους αριθμούς, γιατί πίσω από αυτούς, στις ζωές μας, στην υγεία μας τα πράγματα είναι ακόμη πιο τραγικά.
Εκτός από τον έλεγχο της αγοράς, τόσο η Bayer όσο και η Monsanto, έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με έναν μακρύ κατάλογο απαράδεκτων δραστηριοτήτων που ξεπερνούν ακόμη κι αυτές των τοξικών φυτοφαρμάκων και γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Μάλιστα, οι αποκαλύψεις για την «μαύρη» ιστορία τους, επηρέασαν τη δημόσια εικόνα τους και τη φήμη τους, αναγκάζοντας τες να προσπαθήσουν να την βελτιώσουν, αντιπαραθέτοντας «φιλανθρωπικές» και «φιλολαΐκές» δράσεις τους.
Ό,τι όμως κι αν παρουσιάσουν είναι πολύ δύσκολο να αντιπαρέλθουν των εγκλημάτων τους, που θεωρούνται από τα πιο σκληρά εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Bayer: Ναζί και ηρωίνη, μια ιστορία ντροπής
Η Bayer, είναι μια γερμανική εταιρεία με ειδίκευση στα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Ήταν θυγατρική από το 1925 της εταιρείας που ξεχώρισε στο φασιστικό καθεστώς της Γερμανίας, IG Farben, κατασκευάστρια του χημικού «Zyclon Β» που χρησιμοποίησαν οι Ναζί στους θαλάμους αερίων. Αποδεδειγμένα υπό τη διεύθυνση του Fritz Τer Meer, η IG Farben ήταν αυτή που παρασκεύαζε το θανατηφόρο αέριο που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί στους θαλάμους αερίων.
Ήταν το μεγαλύτερο καρτέλ του κόσμου εκείνη την εποχή και η μεγαλύτερη εταιρεία στην Ευρώπη. Η IG Farben ήταν αναμφισβήτητα συντηρητική και αντιτίθεντο στις πιο φιλελεύθερες πολιτικές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μεγάλες δωρεές από την IG Farben δόθηκαν στους Ναζί.
Η ηγεσία της Bayer / IG Farben εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα από το 1937, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενορχήστρωση της ναζιστικής θηριωδίας. Μάλιστα ακολουθούσε τα ναζιστικά στρατεύματα και αναλάμβανε σημαντικά τμήματα της βιομηχανίας χημικών, άνθρακα και πετρελαίου στα κατεχόμενα έθνη. Όλα αυτά τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του Joseph Borkin, το έγκλημα και η τιμωρία του IG Farben. Εξάλλου στις δίκες εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη, το καρτέλ IG Farben ήταν κι αυτό κατηγορούμενο.
Κι ενώ πολλοί καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου στη Νυρεμβέργη, κανένα από τα στελέχη της IG Farben δεν εξέτισε ποινή μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών και όλοι ήταν σε θέση να συνεχίσουν την εταιρική τους σταδιοδρομία.
Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στα εργαστήρια της IG Farben πραγματοποιήθηκαν έρευνες, παρασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν διάφορα αέρια χημικού πολέμου, όπως το νευροτοξικό«αέριο μουστάρδας».
Οι εφευρέσεις αερίων χημικού πολέμου συνεχίστηκαν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα. Όπως το Sarin, το αέριο που χρησιμοποιήθηκε στο Τόκιο σε επίθεση στο μετρό το 1995 και σκότωσε 12 ανθρώπους, και πιο πρόσφατα, κατά της Συρίας σκοτώνοντας μεμιάς 1.200 σουνίτες αντάρτες.
Η μεγάλη επίσης επιτυχία της Bayer ήταν η ανακάλυψη και η παρασκευή της ηρωίνης, που την λάνσαρε ως αντιβηχικό φάρμακο και ως μη εθιστικό υποκατάστατο της μορφίνης και πωλούνταν ελεύθερα από το 1898 ως το 1910.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η Bayer ανεξαρτητοποιήθηκε και πάλι και σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα, και καθιερώθηκε σε πολύ λίγα χρόνια ως μία από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του κόσμου. Περιορίστηκε στην παραγωγή και την εμπορία των προϊόντων της στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αγγλία και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. ‘Ομως, για να κρύψει το παρελθόν της και να συνεχίσει την εταιρική ηγεμονία της στις ΗΠΑ, η Bayer ενορχήστρωσε μια συγχώνευση με την Monsanto το 1954, που οδήγησε στην Mobay Corporation.
Το 1964, όμως, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ «είδε» τις επιθετικές πρακτικές της Mobay Corporation και κατέθεσε αγωγή εναντίον της, για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας των ΗΠΑ, ζητώντας να «σπάσει». Το 1967, ένας ομοσπονδιακός δικαστής αποφάνθηκε υπέρ και διέταξε τη Monsanto να «επιστρέψει» το 50 τοις εκατό της Mobay στη Bayer.
Επίσης, η θυγατρική της Bayer, Cropscience, αναπτύσσει σήμερα τεχνολογίες για τη μετάλλαξη του καλαμποκιού αλλά και φυτοφάρμακα. Εν ολίγοις ψεκάζουμε με τα φυτοφάρμακά τις μεταλλαγμένες τροφές που φτάνουν στο πιάτο μας και έπειτα, όταν αρρωσταίνουμε, παίρνουμε το χημικό χάπι της για να αντέξουμε.
Όσο κι αν η Bayer προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε το παρελθόν της, «διαφημίζοντας» την εφεύρεση της ασπιρίνης το1898, το σκοτεινό παρελθόν της την κατατρέχει.
Monsanto: Agent Orange, καρκινογόνα φυτοφάρμακα και ζιζανιοκτόνα, μεταλλαγμένα
Η Monsanto ιδρύθηκε το 1901 από τον John Francis Queeny, έναν έμπειρο φαρμακοβιομήχανο. Στην αρχή, η εταιρεία ασχολήθηκε με την παραγωγή διατροφικών πρόσθετων όπως τα συνθετικά γλυκαντικά, το 1920 επεκτάθηκε στην παραγωγή βασικών βιομηχανικών χημικών ενώ το 1960 και 1970, παρήγαγε το Agent Orange, ένα από τα φυτοκτόνα που χρησιμοποιήθηκαν από το στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, για την απογύμνωση των δασών του Βιετνάμ και την εξάλειψη του κομμουνιστικού κινδύνου. Εκτιμάται από το Βιετνάμ πως η χημική αυτή ουσία σκότωσε ή ακρωτηρίασε 400.000 ανθρώπους και είναι υπεύθυνη για 500.000 παιδιά γεννημένα με δυσμορφίες. Το 1983 η Monsanto ξεκινάει τη γενετική τροποποίηση των σπόρων και πέντε χρόνια μετά έγιναν τα πρώτα πειράματα με ολόκληρες γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Έκτοτε η Monsanto μετατρέπεται σε έναν πραγματικό γίγαντα, αφού εξαγοράζει δεκάδες μεγάλες εταιρείες και σταδιακά αναδεικνύεται στη μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου στο εμπόριο σπόρων. Σήμερα ελέγχει μέχρι και το 26% της παγκόσμιας αγοράς.
Στην ιστορία της έχει αναπτύξει προϊόντα υψηλής τοξικότητας που έχουν αποτελέσει αιτία μόνιμων βλαβών στο περιβάλλον και ασθενειών ή θανάτων για χιλιάδες ανθρώπους, όπως το PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), ένας από τους δώδεκα επίμονους οργανικούς ρύπους που επηρεάζουν τη γονιμότητα των ανθρώπων και των ζώων, το 2,4,5 Τ (2,4,5-τριχλωροφαινοξυοξικό οξύ), ένα συστατικό-που περιέχει διοξίνη- του αποφυλλωτικού Agent Orange, το Lasso, ένα ζιζανιοκτόνο που είναι τώρα απαγορευμένο στην Ευρώπη, το RoundUp, το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο τοξικό ζιζανιοκτόνο στον κόσμο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τους γενετικά τροποποιημένους σπόρους σε μονοκαλλιέργειες μεγάλης κλίμακας, κυρίως για την παραγωγή σόγιας καλαμποκιού, για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα και ενοχοποιείται για συμμετοχή στην ανάπτυξη καρκίνων.
«Η εταιρεία κατέχει ένα ακόμη ρεκόρ: των περισσότερων δικαστικών αγωγών και μηνύσεων που έχουν ασκηθεί ποτέ σε βιομηχανία. Για αιτίες που αφορούν απόκρυψη και αλλοίωση στοιχείων για τα προϊόντα της, ψευδείς πληροφορίες, για μόλυνση ολόκληρων περιοχών ακόμη και πόλεων, όπως και για δωροδοκίες σε κυβερνητικούς αξιωματούχους για να παραβλέψουν τους νόμους και τους κανονισμούς. Κι όμως η Monsanto αναπτύσσεται διαρκώς και τα κέρδη της αυξάνονται. Ο κόσμος σύμφωνα με τη Monsanto, είναι ένας κόσμος απρόσωπος, χωρίς ηθική, χωρίς κανόνες, ένας κόσμος όπου μετράει μόνο το κέρδος» αναφέρει η Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, Μαρί-Μονίκ Ρομπέν, και τα τεκμήρια υπάρχουν στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ της «Ο κόσμος σύμφωνα με τη Monsanto».
Τα μισά σχεδόν των καλλιεργήσιμων εδαφών που χρησιμοποιούν σπόρους της Monsantο βρίσκονται στις ΗΠΑ και ακολουθεί η Αργεντινή, η Βραζιλία, ο Καναδάς, η Παραγουάη, η Κίνα, η Νότια Αφρική, και η Ινδία. Με εξαίρεση την Ισπανία και την Ρουμανία η Ευρώπη είχε μείνει στο απυρόβλητο.
Η μεταλλαγμένη σόγια εγκρίθηκε για καλλιέργεια στην Αργεντινή το 1996. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν 14 εκατομμύρια εκτάρια γης αλλά μέχρι το 2008 έφτασαν τα 42 εκατομμύρια. Σταδιακά όμως, άρχισαν να φαίνονται οι παρενέργειες. Πλέον στις εκτάσεις αυτές και στις γύρω από αυτές δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί απολύτως τίποτα άλλο, με αποτέλεσμα, τη ραγδαία πτώση της παραγωγής άλλων παραδοσιακών μη μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων όπως το ρύζι, τα όσπρια, οι πατάτες κ.λπ. Μέχρι το 2004 πάνω από 150.000 αγρότες εγκατέλειψαν τη γη τους και μετανάστευσαν στις πόλεις ενώ μέχρι το 2009 η περιοχή Chaco, όπου καλλιεργούταν η μεταλλαγμένη σόγια θύμιζε έρημο. Το 2013, η Monsanto προσπαθεί να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές της Αργεντινής όπως η Cordoba αλλά οι περιβαλλοντικές οργανώσεις αντιδρούν έντονα. Παρόλο που πολιτικοί, αξιωματούχοι και δικαστές την υποστηρίζουν, η αντίδραση ήταν τόσο μεγάλη που εξανάγκασαν την κυβέρνηση να σταματήσει, έστω προσωρινά, τα σχέδια της Monsanto.
Στην Ινδία οι αγρότες μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στα όλο και αυξανόμενα έξοδα της αγροτικής παραγωγής τους, μιας και είναι υποχρεωμένοι αφενός να αγοράζουν συνεχώς τους σπόρους τους και τα χημικά που απαραίτητα τους συνοδεύουν, αφετέρου να πωλούν το προϊόν τους σύμφωνα με τις τιμές που ορίζει το χρηματιστήριο τροφίμων που βρίσκεται στο Σικάγο, οδηγούνται στην αυτοκτονία. Τα τελευταία 15 χρόνια 200.000 αγρότες έχουν αυτοκτονήσει. Γιατί , όπως καταγγέλλει η Ινδή ακτιβίστρια Βαντάνα Σίβα στον Γιώργο Αυγερόπουλο στο ντοκιμαντέρ του «Πεθαίνοντας στην Αφθονία»: «Η πείνα, που έχει γίνει μόνιμη και παγκόσμια, είναι ολοκληρωτικά δημιουργία του παγκόσμιου επισιτιστικού συστήματος, το οποίο δεν έχει δημιουργηθεί για να θρέφει τους λαούς του κόσμου, αλλά για να μεγιστοποιεί τα κέρδη της Μονσάντο, για το εμπόριο, για να πουλάνε παρασιτοκτόνα, φυτοκτόνα, λιπάσματα…».
Πηγή: tvxs.gr
e-prologos.gr