του Άρη Χατζηστεφάνου
«Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις όχι με την πίστη ότι οι χώρες BRICS θα φέρουν την παγκόσμια λύτρωση ούτε με τον κυνισμό που απορρίπτει τις κινήσεις τους σαν μια επανάληψη παλαιών συνταγών» έγραφε προ ημερών ο Ινδός αναλυτής Βιτζάι Πρασάντ και συνέχιζε σημειώνοντας ότι «η ιστορία δεν κινείται με την καθαρότητα αλλά με τις αντιφάσεις του κόσμου».
Δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς καλύτερα τις δυο ακραίες τάσεις που χαρακτήριζαν τις διεθνείς αναλύσεις λίγα 24ωρα πριν ξεκινήσει στο Γιοχάνεσμπουργκ η Σύνοδος Κορυφής των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική). Από τη μια πλευρά τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης της Δύσης αναπαρήγαγαν ad nauseam τις δηλώσεις του οικονομολόγου Τζιμ Ο”Νιλ ο οποίος χαρακτήριζε «γελοία» την ιδέα δημιουργίας ενός νομίσματος των BRICS, που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος. Οι δηλώσεις του Ο¨Νιλ αποκτούσαν «ειδικό βάρος» καθώς ήταν ο άνθρωπος που έδωσε το όνομα BRIC στην προσπάθεια σύμπλευσης των ισχυρότερων οικονομιών το παγκόσμιου Νότου – κυρίως όμως γιατί υπήρξε ανώτατο στέλεχος της Goldman Sachs.
Την ίδια ώρα στην πλευρά των αναλυτών που αντιστρατεύονται την οικονομική κυριαρχία της Ουάσιγκτον στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα έπνεαν άνεμοι ασυγκράτητου ενθουσιασμού. Πολλού προέβλεπαν το τέλος του «αιώνα του δολαρίου», που ξεκίνησε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την οικονομική αρχιτεκτονική του Μπρέτον Γούντς και συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας έστω και με ισχυρά σκαμπανεβάσματα (όπως την κρίση της δεκαετίας του ’70 αλλά και του 2007-08).
Δυστυχώς ή ευτυχώς και οι δυο απόψεις αποτελούν ευσεβείς πόθους όσων τις υποστηρίζουν – είτε δηλαδή αντιμετωπίζουν τις χώρες BRICS σαν μια φούσκα έτοιμη να σκάσει είτε σαν την δύναμη που θα φέρει την απόλυτη ανατροπή στις παγκόσμιες οικονομικές ισορροπίες.
Ομολογουμένως ο χρόνος στον οποίο πραγματοποιείται η Σύνοδος Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ είναι αρκετά ευνοϊκός σε πολιτικό επίπεδο για την ενδυνάμωση και την διεύρυνση μιας συμμαχίας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον «βασιλιά δολάριο». Αρκετοί από τους φιλοαμερικανούς ηγέτες που είχαν βάλει φρένο στα σχέδια των BRICS, όπως ο Ζαιρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία και o Ναρέντα Μόντι στην Ινδία είτε αποχώρησαν από την εξουσία ή έβαλαν νερό στο κρασί των σχέσεων τους με την Ουάσιγκτον. Οι συνεχείς κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ ανάγκασαν πολλές πετρελαιοπαραγωγές χώρες να αναζητούν εναγωνίως εναλλακτικά μέσα συναλλαγών που θα τους απελευθέρωναν από το δολάριο (από τη Βενεζουέλα και το Ιράν, μέχρι προσφάτως και την Σαουδική Αραβία). Η Ρωσία και η Κίνα που βρίσκονται στο στόχαστρο της αμερικανικής επιθετικότητας επιταχύνουν και ενισχύουν αυτές τις τάσεις με συγκεκριμένα και πρακτικά βήματα όπως η προσπάθεια δημιουργίας νέων συστημάτων διατραπεζικών συναλλαγών και οι διμερείς εμπορικές συμφωνίες σε τοπικά νομίσματα. Τέλος η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όχι μόνο δεν δημιούργησε ένα αρραγές διεθνές μέτωπο εναντίον της Μόσχας, όπως ανέμεναν ορισμένοι, αλλά αντίθετα ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του παγκόσμιου βορά και του παγκόσμιου νότου.
Ορισμένα από αυτά τα στοιχεία, όμως, που σήμερα φέρνουν κοντά τις χώρες BRICS αποτελούν και την αχίλλειο πτέρνα του εγχειρήματος. Το γεγονός ότι οι προηγούμενες προσπάθειες «πάγωσαν» μόλις απομακρύνθηκε από την εξουσία το δίδυμο του Λούλα ντα Σίλβα και της Ντίλμα Ρουσέφ στη Βραζιλία δείχνει πόσο ευάλωτο είναι το οικοδόμημα σε εσωτερικές πολιτικές ανατροπές. Παράλληλα αποδεικνύει ότι οι οικονομικές ελίτ σε αρκετές από αυτές τις χώρες είναι διχασμένες για το αν θα πρέπει να προχωρήσουν σε ολομέτωπη σύγκρουση με την αμερικανική κυριαρχία.
Η προσπάθεια των BRICS πρέπει επίσης να ξεπεράσει την στρατηγικής σημασίας αντιπαράθεση μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας η οποία θα απειλεί να τινάξει ανά πάσα στιγμή στον αέρα κάθε σχετική πρωτοβουλία. Και το τελευταίο αλλά όχι ήσσονος σημασίας στοιχείο είναι ότι η αμερικανική οικονομία και κατ’ επέκταση το δολάριο δεν βρίσκονται σε φάση υπαρξιακής κρίσης που θα βοηθούσε την ανατροπή τους (μάλλον οι ΗΠΑ συνέρχονται ταχύτερα από άλλες οικονομίες μετά την περίοδο της πανδημίας). Αντίθετα η Κίνα, όπως σημείωνε πρόσφατα και ο Πολ Κρούγκμαν, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση που θυμίζει έντονα την περίοδο πριν από την κατάρρευση της Leehman Brothers στις ΗΠΑ. Όσο για τη Ρωσία, όποια και αν είναι η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, θα χρειαστεί χρόνια για να ξεπεράσει τις στρεβλώσεις που αυτός προκαλεί στην οικονομία της.
Η περίοδος μετά την πανδημία ανέδειξε τον σταδιακό κατατεμαχισμό του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος σε τοπικά κέντρα ισχύος που ευνοεί την αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμη και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας πριν από μερικούς μήνες στη Νέα Υόρκη προειδοποιούσε ότι «ορισμένες χώρες θα αναζητήσουν εναλλακτικά νομίσματα για το διεθνές εμπόριο, όπως το κινέζικο Ρενμίνμπι και την Ινδική Ρουπία» και συμπλήρωνε ότι «επιταχύνεται η συγκέντρωση χρυσού ως εναλλακτικού αποθεματικού των τραπεζών από χώρες με στενότερους γεωπολιτικούς δεσμούς με την Κίνα και τη Ρωσία». Αν και η Λαγκάρντ επεσήμαινε ότι δεν αναμένει δραματικές αλλαγές για το ρόλο του δολαρίου το επόμενο διάστημα, η ομιλία της αποτέλεσε το πιο ηχηρό καμπανάκι που έχει ακουστεί από τόσο υψηλόβαθμό οικονομικό παράγοντα εδώ και δεκαετίες.
Οι χώρες BRICS έχουν λοιπόν την ανάγκη και τη θέληση να αμφισβητήσουν την παντοκρατορία του δολαρίου και αυτό από μόνο του μπορεί να αποτελέσει καταλύτη σημαντικών εξελίξεων. Όσοι προβλέπουν όμως την ταχεία αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας μετά τη σύνοδο του Γιοχάνεσμπουργκ καλά θα κάνουν να κρατάνε μικρά (νομισματικά) καλάθια.
e-prologos.gr