Η πραγματικότητα πέρα από τους μύθους του ΥΠΑΙΘ
του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Ξεκινούν πιλοτικά από φέτος τον Μάιο και σε εθνικό επίπεδο οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα (ελληνική «PISA») για μαθητές της ΣΤ’ τάξης δημοτικού και Γ’ τάξης του Γυμνασίου στη Γλώσσα-κατανόηση κειμένου και στα Μαθηματικά. Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, οι εξετάσεις θα διεξαχθούν εντός Μαΐου σε εθνικό επίπεδο, με αντιπροσωπευτικό δείγμα έως 6.000 μαθητών και μαθητριών Δημοτικού και έως 6.000 Γυμνασίου, σε έως 600 σχολικές μονάδες όλων των τύπων, όλης της επικράτειας. Η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως δήλωσε: «Η χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής στη βάση συγκεκριμένων, ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, αποτελεί προτεραιότητά μας. Η περιοδική αποτύπωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων είναι προαπαιτούμενο για τον εντοπισμό εκπαιδευτικών αναγκών, για την κατανόηση τυχόν προβλημάτων και, συνακόλουθα, την επίλυσή τους, με στόχο τη συνολική βελτίωση της εκπαίδευσης της χώρας μας. Βήμα-βήμα αναβαθμίζουμε το εκπαιδευτικό σύστημα βάσει μετρήσιμων στοιχείων, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά μας.»
Από τον ΟΟΣΑ «συνολική βελτίωση της εκπαίδευσης της χώρας μας»;
Πρόκειται για έναν διαγωνισμό του ΟΟΣΑ, που υπηρετεί τις αρχές του και την γνωστή «εργαλειοθήκη» του, που επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Την εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ στην Εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία πέντε χρόνια: οι συγχωνεύσεις σχολείων, η αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη αξιολόγηση, η μισθολογική καθήλωση , οι απολύσεις, είναι δικής του έμπνευσης. Όλα τα δικαιώματα που χάσαμε, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο κι όλοι οι εργαζόμενοι, περιέχονταν στις οδηγίες του ΟΟΣΑ και των συμβούλων του. Αξίζει να σημειωθεί πως για να συμμετέχει η χώρα μας σ’ αυτόν τον διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 400.000€ σε τρία χρόνια. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τα διάφορα σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA, με σκοπό τη διασπορά της καλής του φήμης και την ενίσχυση της τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση. Η Ελλάδα κατέβαλε το 2014 το 1% του προϋπολογισμού του ΟΟΣΑ, δηλαδή 3.570.000€. Πριν λίγες μέρες ο ΟΟΣΑ ήταν πάλι εδώ για να «βοηθήσει».
Ο ν. 4823/2021 για διαγνωστικές εξετάσεις στη ΣΤ Δημοτικού και τη Γ΄ Γυμνασίου με τυποποιημένη αξιολόγηση
Από τη φετινή σχολική χρονιά, σύμφωνα με το νέο νόμο 4823/2021 θα έχουμε διαγνωστικές εξετάσεις στη ΣΤ Δημοτικού και τη Γ΄ Γυμνασίου με τυποποιημένη αξιολόγηση. Παράλληλα στο νέο ν. 4823/2021 προβλέπεται ότι κάθε σχολικό έτος θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών.
Απέναντι στο φαινόμενο της μηχανικής αποστήθισης, που καλλιεργήθηκε από το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων και στο οποίο ελέγχονταν αποκλειστικά η συγκράτηση πληροφοριών και η απομνημονευτική ικανότητα των μαθητών, το ΥΠΑΙΘ υψώνει ως αντίπαλη πρόταση την υιοθέτηση των λεγόμενων αντικειμενικών τεστ γνώσεων, του τύπου «σωστό – λάθος», «πολλαπλή επιλογή», «συμπλήρωση κενού», κ.ά., με τη φιλοδοξία να αποτελέσουν αυτά το όχημα της ουσιαστικής επαφής με τη γνώση και της προώθησης της κριτικής ικανότητας των μαθητών.
Η αλήθεια για τους στόχους της τυποποιημένης αξιολόγησης
Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Πριν από κάμποσα χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Έκθεση με τίτλο «Οι τυποποιημένες αξιολογήσεις των μαθητών στην Ευρώπη: σκοποί, οργάνωση και χρήση των αποτελεσμάτων» σημειώνεται ότι «οι εθνικοί διαγωνισμοί έχουν πολλούς στόχους: σήμερα, χρησιμεύουν συχνότερα είτε για να πιστοποιούν το επίπεδο των μαθητών, είτε για να επιτρέπουν τον έλεγχο των σχολικών μονάδων ή του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του».
Ουσιαστικά η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετούν τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν έμφαση:
α. στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους,
β. στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων,
γ. στην ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.
Στα μοντέλα της «σκληρής λογοδοσίας» τα αποτελέσματα έχουν σοβαρές συνέπειες για τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές (χρηματοδότηση σχολείου, αξιολόγηση εκπαιδευτικού, επανάληψη τάξης για μαθητές).
Η ευθύνη της ποιότητας της εκπαίδευσης μεταφέρεται σχεδόν ολοσχερώς στις πλάτες του εκπαιδευτικού, συγκαλύπτοντας τις ευθύνες κυβέρνησης, κράτους ενώ σταδιακά οι εκπαιδευτικοί ωθούνται να διδάσκουν τα ίδια σε όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από το αν είναι μειονότητες, αν προέρχονται από μειονεκτικό οικονομικό περιβάλλον κλπ. Παράλληλα η επιλογή σχολείου ως δικαίωμα των γονιών αναγκάζει τα σχολεία που μειονεκτούν να βελτιώνονται και αν δεν μπορούν, είναι καταδικασμένα να χάνονται από το εκπαιδευτικό τοπίο.
Σε όλες τις περιπτώσεις το περιεχόμενο της διδασκαλίας των μαθημάτων αντικαταστάθηκε από τη διδασκαλία «πώς να πετύχεις στο τεστ»
Το «τι» το «πώς» και το «γιατί» της τυποποιημένης αξιολόγησης
Μέσα στην τάξη, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα σπρωχτούν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να ενστερνιστούν τις προκατασκευασμένες απαντήσεις στο πλαίσιο μιας λογικής που υποτάσσει τη διδασκαλία και την επικοινωνία μέσα στην τάξη στο νέο «θεό»: στο μέτρημα με «αντικειμενικό και έγκυρο τρόπο» του τελικού αποτελέσματος μιας τυποποιημένης και μηχανιστικής μαθησιακής διαδικασίας που θα λαμβάνει χώρα με τον ίδιο τρόπο από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.
Τι ελέγχεται, όμως, με αυτά τα τεστ που παρουσιάζονται σαν τη λυδία λίθο της αξιολόγησης των μαθητών;
Θραύσματα γνώσεων και επιλεκτικής μνήμης που δεν είναι παρά μια από τις μορφές που παίρνει η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών που δρομολογείται στα ίδια ίχνη της αποστήθισης που υποτίθεται ότι έρχεται να αναιρέσει. Έχει σημειωθεί, με σαφήνεια, ότι τα τεστ αυτά ευνοούν περισσότερο τους «συλλέκτες επιλογών» από εκείνους που έχουν μια επί της ουσίας σχέση με τη σχολική γνώση, τους επιφανειακά έξυπνους, από αυτούς που είναι βαθιά δημιουργικοί.
Γιατί τι άλλο απαιτεί η σημείωση των επιλογών του μαθητή σε μια διακεκομμένη γραμμή ή στις ερωτήσεις «σωστό – λάθος» από το να δείξει – αναγνωρίσει απλώς λειτουργία που απαιτεί τη μικρότερη προσπάθεια του νου, εξαιρουμένης αυτής του να παραμένουμε ξύπνιοι;
Στο όνομα της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης, περιορίζεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλονται κατά κύριο λόγο φορμαλιστικές τεχνικές αξιολόγησης του διδακτικού έργου.
Ο διαγωνισμός PISA επιβραβεύει «δεξιότητες» σε επιλεγμένα-αποσπασματικά πεδία. Εισάγει και εδραιώνει αποκλειστικά την επιφανειακή αντίληψη για τη γνώση: χρήσιμη είναι μόνον η γνώση που έχει άμεσο όφελος – κέρδος σε βάρος της γενικής μόρφωσης.
Εκπαιδευτικοί: Γιατί μπλοκάρουμε τον διαγωνισμό PISA
Εκπαιδευτικά σωματεία έχουν πάρει αποφάσεις να μπλοκάρουν τη διεξαγωγή του διεθνούς διαγωνισμού PISA 2022.
Μεταξύ άλλων επισημαίνουν: “Με βάση τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα δικαιολογούνται τόσο οι αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που ήδη έχουν δρομολογηθεί όσο και η «ανάγκη» για περισσότερη και πιο «αποτελεσματική» αξιολόγηση, μέτρηση, και προσαρμογή στις αναδιαρθρώσεις. Η Ελλάδα θεωρείται ουραγός στις επιδόσεις και άρα μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι τα αποτελέσματα τόσου του διεθνούς όσο και του ελληνικού, μαζί με την αυτονομία και την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών θα αξιοποιηθούν ως εργαλεία δυσφήμισης του έργου του εκπαιδευτικού και του Δημόσιου σχολείου, για το τσάκισμα του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.”
Ακόμα τονίζουν: “Κορυφαίοι χορηγοί του διαγωνισμού είναι η WB (Παγκόσμια Τράπεζα), ιδρύματα βιομηχανιών π.χ. Βosch καθώς και ΜΚΟ. Ο ετήσιος προϋπολογισμός PISΑ ανέρχεται σε 80 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζεται το ετήσιο κόστος συμμετοχής των 80 χωρών! “
* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
e-prologos.gr