Σκηνοθεσία: Τέρρυ Γκίλιαμ

Πρωταγωνιστούν: Άνταμ Ντράιβερ, Τζόναθαν Πράις, Τζοάνα Ριμπέιρο

Πολυαναμενόμενη όσο λίγες η τελευταία ταινία του Τέρυ Γκίλιαμ είναι καρπός μιας προσπάθειας τριάντα περίπου χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο γλυκύτατος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός, πρώην μέλος των θρυλικών Μόντυ Πάιθονς, έπρεπε να αγωνιστεί ενάντια σε πλημμύρες, δισκοπάθειες, καρκίνους, τα φορτωμένα προγράμματα των πρωταγωνιστών του, την ελλιπή ή ανύπαρκτη χρηματοδότηση. Οι αναποδιές που διαδέχονταν η μία την άλλη ενέπνευσαν δυο σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ, τον Κηθ Φάλτον και τον Λουί Πέπε, να σκηνοθετήσουν το 2002 το ‘Χαμένοι στην Μάντσα’, την επική και απέλπιδα προσπάθεια του Γκίλιαμ να γυρίσει την ταινία, εκείνη την εποχή με πρωταγωνιστή τον Τζόνυ Ντεπ.

Τα χρόνια πέρασαν, οι πρωταγωνιστές άλλαξαν και την άνοιξη του 2018 ανακοινώθηκε πως ο Δον Κιχωτης του Γκιλιαμ θα πάρει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα στις Καννες. Τα προβλήματα όμως δεν έλεγαν να τελειώσουν. Η Amazon άσκησε ασφαλιστικά μέτρα όσον αφορά τη διανομή της ταινίας στις Η.Π.Α. και μέχρι τέλους προσπάθησε να εμποδίσει την προβολή της. Τα δικονομικά αυτά ζητήματα ένα ήσσονος σημασίας καρδιακό επεισόδιο στον Γκίλιαμ, που κατάφερε να το ξεπεράσει και να παραστεί στην τελετή λήξης στη γαλλική Ριβιέρα, όταν προβλήθηκε επιτέλους η ταινία του.

Εύκολο να φανταστεί κανείς την ψυχολογία κριτικών και κοινού, τις προσδοκίες που γεννάει η προσμονή. Δεν ξέρω ποια ήταν η γνώμη του κοινού μετά – η ταινία δεν αποθεώθηκε, αυτό είναι σίγουρο – αλλά οι κριτικοί όπου της γης από το επόμενο κιόλας λεπτό έπιασαν τους κασμάδες κι άρχισαν να θάβουν την ταινία και τον σκηνοθέτη της. Με τέτοια ζέση και τέτοια σύμπνοια, που άρχισα να απορώ.

Η υπόθεση της ταινίας είναι απλή όσο και πολύπλοκη. Ο Τόμπυ, ένας φτασμένος διαφημιστής, καλείται από ένα ρώσο μεγιστάνα να γυρίσει ένα διαφημιστικό για βότκα κάπου στην καστιλιανή Μάντσα. Κοιτάζοντας το χάρτη ένα πρωί ανακαλύπτει πως πολύ κοντά στο πλατό βρίσκεται το χωριό που είχε πάει πριν δέκα χρόνια, φιλόδοξος σκηνοθέτης στο ξεκίνημα του, να γυρίσει μια ερασιτεχνική ταινία για τον Δον Κιχώτη.

Ανεβαίνει σε μια μηχανή και πηγαίνει να επισκεφτεί το χωριό για να διαπιστώσει πως από τότε που έφυγε πολλά έχουν αλλάξει. Ο χοντρούλης που έπαιζε τον Πάντσο έχει πεθάνει από κύρωση του ήπατος, η κόρη του ταβερνιάρη έφυγε για να γίνει ηθοποιός στη Μαδρίτη και κατέληξε πόρνη και ο Χαβιέρ, ο γεράκος που έπαιζε τον Δον Κιχώτη, το’χει πιστέψει πως είναι ο περιπλανώμενος Ιππότης της Ελεεινής Μορφής που θα υπερασπιστεί τα τελευταία δίκαια της Ιπποσύνης και είναι σίγουρος πως ο Τόμπυ είναι ο χαμένος πιστός του Σάντσο.

Μετά από μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων ο Τόμπυ θα βρεθεί να περιπλανιέται πάνω σ’ένα γαϊδούρι δίπλα στον Χαβιέρ – Δον Κιχώτη στα άγονα και επιβλητικά τοπία της Καστίλλης, αντιμέτωπος με καταστάσεις που, ενώ μοιάζουν να αγγίζουν το παράλογο, είναι βαθιά ριζωμένες στην αδυσώπητη πραγματικότητα που αρνείται να δεχθεί η τρέλα του Χαβιέρ.

Ο Δον Κιχώτης είναι – το ξέρουμε όλοι αυτό – κάτι πολύ παραπάνω από ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα εποχής. Ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής είναι η εμβληματική φιγούρα του περάσματος στους Νέους Χρόνους, η επισφράγιση της προόδου που ποδοπατάει το παρελθόν, την παράδοση, τον μύθο, τις αξίες, και στη θέση τους βάζει το χρήμα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Τέρρυ Γκίλιαμ, με το ανατρεπτικό χιούμορ, την καλπάζουσα φαντασία και την καυστική κοινωνική κριτική που τον χαρακτηρίζουν, επέλεξε τον συγκεκριμένο ήρωα για να γυρίσει αυτό που πιστεύω πως σύντομα θα αναγνωριστεί ως το κορυφαίο έργο της ζωής του. Λίγο δημιουργική ανάπλαση, λίγο αυτοβιογραφία, μια γεμάτη προσοχή και τρυφερότητα προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου και έξοχη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Είτε τον 16ο είτε τον 20ο αιώνα, ο Δον Κιχώτης παλεύει στην Μάντσα ενάντια στους ίδιους ανεμόμυλους.

Οι δυο πρωταγωνιστές του, αυτοί με τους οποίους κατάφερε τελικά να το γυρίσει, είναι αξιομνημόνευτοι. Ο Άνταμ Ντραιβ συνεχίζει την πολύ καλή του καριέρα των τελευταίων χρόνων – αν και θα μ’ άρεσε πολύ να δω τον Τζόνυ Ντεπ στο ρόλο – όσο για τον Τζόναθαν Πράις, ήταν ακριβώς εκείνο το πρόσωπο που έφτιαχνα με το μυαλό μου όταν διάβαζα το βιβλίο του Θερβάντες μικρή. Οι στιγμές του στοχασμού, της έντασης, τα γελάκια, εκείνη η αδιόρατη λάμψη στα μάτια ήταν τόσο, μα τόσο δονκιχωτική. Ο ρόλος έβγαινε από μέσα του, δικαιώνοντας την επιλογή του Γκίλιαμ κι ας μην ήταν η πρώτη.

Ο Γκίλιαμ κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων για το χαοτικό του γύρισμα. Ε, ποια ταινία του δεν είναι χαοτική; Το Μπραζίλ, το Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας; Το μπέρδεμα της πραγματικότητας και της φαντασίας, τα πολυφορτωμένα σκηνικά και η νευρική κίνηση της κάμερας ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν του. Ίσως αυτή τη φορά το παράκανε λίγο. Στο τέλος ειδικά, όπου παρασύρεται σε ένα τρελό, φελινικό εικαστικό όργιο, η κάμερα τρέχει τόσο γρήγορα που η οθόνη γίνεται σε στιγμές φλου. Ας του το δώσουμε όμως, οι αναποδιές και το άγχος δεν είναι καλοί σύμβουλοι.

‘Είναι μια καταπληκτική ιστορία, τα έχει όλα μέσα, πώς κάποιος μπορεί να μην γυρίσει μια ταινία για τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα;’ Τα είπε και πάλι όλα ο Τέρυ, και στη συνέντευξη στις Κάννες και στην ταινία του. ‘ Έχουν τόσα κοινά ο Τέρυ με τον Δον Κιχώτη’, λένε οι συνεργάτες του. Λίγο η τρέλα, λίγο η συνειδητοποίηση της ματαιότητας, του οτι στο τέλος δεν είναι ο ρομαντικός ιππότης αλλά ένας ξεκούτης γέρος που φλυαρεί.

Μην τη χάσετε! Θα χαθείτε για δυόμιση ώρες μέσα σε ένα παραμύθι απ’αυτά που μόνο ο Γκίλιαμ ξέρει να φτιάχνει – στο μαγικό του ρεαλισμό, όπως ο ίδιος συνηθίζει να λέει. Θα γελάσετε και θα δακρύσετε. Το τέλος θα σας εκπλήξει ευχάριστα.

Κι όσοι βιάζεστε να καταδικάσετε εν χορώ, διαβάστε το βιβλίο. Κι αν το έχετε διαβάσει, διαβάστε το ξανά και ξανά. Είναι όλα εκεί μέσα. Στο βιβλίο. Και στην ταινία.

Ρεγγίνα Ζερβού

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το