“Hunger” (66 ημέρες), του Στηβ Μακ Κουήν
Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (2008)
Το 1981, η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την μέχρι θανάτου απεργία πείνας του αγωνιστή του IRA Μπόμπυ Σαντς, τον οποίο ακολουθούν ένας προς έναν οκτώ σύντροφοι του, όλοι κρατούμενοι στις υψίστης ασφάλειας βρετανικές φυλακές Μέηζ.
Οι Ιρλανδοί διεκδικούν την αναγνώριση – κι αντίστοιχη μεταχείριση τους ως πολιτικών κρατουμένων, δικαίωμα που η κυβέρνηση Θάτσερ τους αρνείται λυσσαλέα.
Ο Βρετανός εικαστικός και σκηνοθέτης Στηβ Μακ Κουήν στην πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική του απόπειρα παρακολουθεί και καταγράφει το χρονικό – μαρτυρία με την κάμερά του σε απόσταση αναπνοής.
Προτελευταίος σταθμός του μικρού αφιερώματος της στήλης στο βρετανικό πολιτικό σινεμά, το “Hunger” του Στηβ Μακ Κουήν.
Tο “Hunger” είναι από τις ταινίες εκείνες όπου η απόσταση ανάμεσα στα επί της οθόνης δρώμενα και το κάθισμα της αίθουσας εκμηδενίζεται, εξαναγκάζοντας σχεδόν τον θεατή να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες που έχει απέναντί του. Είτε πρόκειται για τους Ιρλανδούς κρατούμενους που αντιστέκονται μέχρις εσχάτων στην ταπείνωση, είτε για τον Άγγλο φύλακα που πασχίζει μάταια να σβήσει από πάνω του τα σημάδια του βασανισμού, είτε για τη μητέρα που στέκεται ορθή, την ώρα που ο γιος της πεθαίνει τυφλός κι αποστεωμένος.
Ο Μακ Κουήν καταφέρνει να αποδώσει το μέγεθος των ηρώων του χωρίς το παραμικρό ολίσθημα στο μελό ή την διεκτραγώδηση, όντας συμμέτοχος στη δοκιμασία τους μέχρι τέλους. Από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό αυτό που βγαίνει απ’ το πανί είναι ζωντανός παλμός, το αίμα και τα εκκρίματα κυλάνε στο πάτωμα της κινηματογραφικής αίθουσας, ο ήχος των κλομπ πάνω στα γυμνά σώματα είναι εκκωφαντικός. Κι επειδή το ίσιο βλέμμα του Βρετανού σκηνοθέτη δεν αφήνει περιθώρια για συμπόνια εκ του μακρόθεν, η αξιοπρέπεια των Ιρλανδών ακόμα και τη στιγμή της ολοκληρωτικής τους κατάρρευσης φτάνει ως τον θεατή ακέραιη, δίχως την παραμικρή ρωγμή.
Κατάθεση – γροθιά ως προς το τι σημαίνει ρεαλισμός στον κινηματογράφο υπό την μπαγκέτα ενός συνειδητοποιημένου και στοχοπροσηλωμένου δημιουργού, το “Hunger” δεν είναι κατά κύριο λόγο μια ταινία για τον Μπόμπι Σαντς και τον IRA της εποχής, τις Θατσερικές μεθόδους καταστολής ή τη δεδομένη ιστορική φάση. Είναι πάνω απ’ όλα η πιο ειλικρινής και σπαραχτική κινηματογραφική προσέγγιση εδώ και χρόνια της ουσίας – και του αντίτιμου που συνεπάγεται το ηθικό χρέος που ορίζει από επιλογή μια ζωή, και που συμπυκνώνεται στην 20λεπτη σκηνή ανθολογίας της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Σαντς και τον καθολικό ιερέα.
Στις αποσκευές των απεργών-μαχητών του IRA δεν υπάρχει ίχνος μεταφυσικής, η πίστη τους στον αγώνα τους κι η επακόλουθη στράτευση είναι προϊόν επίγνωσης όλων των παραμέτρων της υπόθεσής τους, όπως και της φύσης και του μεγέθους του εχθρού. Στον Σαντς και τους συντρόφους του δεν αποδίνονται ηρωικές προθέσεις αλλά συνείδηση – και χαρακτήρας από ατσάλι, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Βάρναλη: «Ο χαρακτήρας πλάθεται στο μεγάλο εργοστάσιο του καθημερινού χρέους».
Ας δούμε όμως τι είχε να πει ο ίδιος ο Μακ Κουήν για την ταινία και τις προθέσεις του.
«Ήμουν έντεκα χρονών, όταν συνέβη κάτι καταλυτικό. Είδα ένα απόγευμα στην τηλεόραση έναν άντρα (τον Μπόμπι Σαντς), κι’ ένα νούμερο, […] που αποτύπωνε τον αριθμό των ημερών της απεργίας πείνας του. […] Μ’ απασχόλησε αρκετά στη συνέχεια, πως το να μην τρώει κανείς, μπορεί να κάνει τη φωνή του δυνατότερη. […] Αυτό το επεισόδιο σφράγισε και το τέλος της παιδικής μου ηλικίας. Άρχισα να βλέπω τις ρωγμές στους τοίχους γύρω μου. […] Πολλά χρόνια αργότερα, αποφάσισα να κάνω αυτήν την ταινία. […] Κάναμε αρκετή έρευνα, πήγαμε στο Μπέλφαστ και στις φυλακές Μέηζ, […] μιλήσαμε με πρώην κρατούμενους που είχαν αναμειχθεί στην απεργία πείνας και μ’ έναν πρώην αξιωματικό των φυλακών. […] Θεωρώ σημαντικό να λέγεται όλη η αλήθεια, για τον πρόσθετο λόγο ότι όταν οι ηθοποιοί αντιλαμβάνονται ότι ξέρεις για τι πράγμα μιλάς, θέλουν να πάνε παραπέρα, να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτεροι. Κι αυτός είναι και ο τρόπος που μ’ αρέσει να σκηνοθετώ, να έχω αυτήν την ειλικρινή συνομιλία και να σπρώχνω τα πράγματα παραπέρα. […] Για μένα αυτή η ταινία δεν είναι για την δεξιά και την αριστερά. Θέλω να προκαλέσει αντιπαραθέσεις. […] Θέλω οι άνθρωποι ν’ αναμειχθούν, ν’ ανταποκριθούν και ν’ αντιδράσουν».
Χρυσή κάμερα στο φεστιβάλ Κανών (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη), βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ του Βερολίνου για τον συγκλονιστικό Μίκαελ Φασμπέντερ (Μπόμπι Σαντς).
Μια ταινία δύσκολη στη θέασή της αλλά αναμφίβολα μια μεγάλη, μια σημαντική ταινία.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr