Μαυρογιώργος Γιώργος* Αγγελακοπούλου Φωτεινή, Ιωάννου Α.Μαρία**
Συνεχίζουμε τη σειρά των αναλύσεων που έχουμε κάνει αναφορικά με τα μικρά και μεγάλα «μυστικά» της γοητείας του PISA, εστιάζοντας στη θέση που επιφυλάσσει για τις γνώσεις στο υποχρεωτικό σχολείο. Ο βασικός μας ισχυρισμός είναι ότι η σύλληψη του δοκιμίου του PISA (τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο) εμπεριέχει την υποβάθμιση της θέσης των γνώσεων στο υποχρεωτικό σχολείο και αυτό συνδέεται με τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής αγοράς. Πρόκειται για ισχυρισμό που είχε προκαλέσει (2008) την υπεράσπιση του PISA, με την επιστράτευση του «Θρήνου των Καρυάτιδων», από τον καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο, πρόεδρο της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων στην Κύπρο. Για αυτό το θέμα παραπέμπουμε στη σειρά προηγούμενων κειμένων μας.
Όπως έχουμε υποστηρίξει, στα δοκίμια του PISA τα
δεδομένα ή οι πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες διατίθενται
στους μαθητές ώστε να επιδείξουν «κομβικές» δεξιότητες «ορθής» χρήσης. Οι
μαθητές, δηλαδή, αντιμετωπίζονται ως χρήστες έτοιμων» πληροφοριών. Καλούνται να
κάνουν «έξυπνες» επιλογές «έξυπνων» προκατασκευασμένων απαντήσεων για να
ανταποκριθούν σε «έξυπνες» ερωτήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, καλούνται να
συναρμολογούν υπαινιγμούς για να συνθέτουν σύντομες απαντήσεις. Είναι
προφανές ότι έχει αποκλειστεί η αποστήθιση, αν και δεν είναι ο
κύριος στόχος. Ή, για να το πούμε αλλιώς, η απομάκρυνση από πρακτικές
αποστήθισης συνοδεύεται από υποβάθμιση των γνώσεων, υπέρ των λεγόμενων
«κομβικών» δεξιοτήτων, λες και απομνημόνευση και γνώση πάνε μαζί!
Η υποβάθμιση των γνώσεων μας θυμίζει το διάλογο του Πλάτωνος «Μένων». Σε αυτόν,
ο Σωκράτης προσπαθεί να πείσει ότι η γνώση είναι ανάμνηση και καλεί έναν
δούλο για να δείξει ότι ο «διπλασιασμός του τετραγώνου» δεν είναι υπόθεση
γνώσεων! Ο Σωκράτης, όπως γράφει ο Χρ. Φράγκος, δεν κάνει ερωτήσεις για να
ζητήσει κάποια γνώση από το δούλο αλλά για να ζητήσει συλλογισμό. Δεν
ενδιαφέρεται τόσο για τις γνώσεις αλλά για τη χρήση των γνώσεων. Κάθε φορά που
ο μαθητής δίνει λανθασμένες απαντήσεις του προσφέρει πρόσθετες και
συμπληρωματικές πληροφορίες. Δεν έχουμε πρόθεση να αποδώσουμε στο δοκίμιο PISA
τα χαρακτηριστικά μιας μαιευτικής διδακτικής προσέγγισης στην απόκτηση των
γνώσεων. Ο Σωκράτης δίδασκε. Το PISA αξιολογεί. Το αναφέρουμε για να
υπογραμμίσουμε ότι η έμμονη προβολή της άποψης ότι έχουν προτεραιότητα οι
ικανότητες και δεξιότητες στη χρήση των γνώσεων σε πραγματικές καταστάσεις ζωής
δεν μας δίνει απάντηση στο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να αποσυνδέουμε την
ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων από τη διαδικασία απόκτησης των γνώσεων; Αν
για τον Πλάτωνα η απάντηση βρίσκεται στην ανάμνηση, για το PISA, μάλλον,
βρίσκεται στις ανάγκες της αγοράς.
Ευρωπαϊκή Ένωση και PISΑ:στον ίδιο αστερισμό
Διαβάζοντας κανείς σχετικά κείμενα διαβούλευσης
και ανακοινώσεις της ΕΕ (π. χ Επιτροπής της 3ης Ιουλίου 2008
«Βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα: ατζέντα για την ευρωπαϊκή
συνεργασία στο σχολικό τομέα» και τη «σύσταση» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, «σχετικά με τις βασικές ικανότητες
της δια βίου μάθησης»), έρχεται αντιμέτωπος με τις ρητές αναφορές στις
απαιτήσεις της αγοράς. Υποστηρίζεται π.χ. ότι «οι νέοι χρειάζονται ένα ευρύτερο
παρά ποτέ φάσµα ικανοτήτων προκειμένου να αναπτύξουν το δυναµικό τους.
Πολλοί νέοι θα εργαστούν σε θέσεις εργασίας που δεν υπάρχουν ακόµη. Πολλοί θα
χρειαστούν προηγμένες γλωσσικές, διαπολιτισμικές και επιχειρηματικές
ικανότητες. Η τεχνολογία θα εξακολουθήσει να αλλάζει τον κόσµο µε τρόπους που
δεν µπορούµε να φανταστούµε(…) Η τάση των σχολικών προγραμμάτων σπουδών είναι
να παρέχεται στους µαθητές βοήθεια για την απόκτηση γνώσεων καθώς και των
δεξιοτήτων και των µοντέλων συµπεριφοράς που είναι αναγκαία για να εφαρµόσουν
τις γνώσεις αυτές σε καθηµερινές περιστάσεις(…) Το Συµβούλιο έχει τονίσει την
ανάγκη εφοδιασµού των ατόµων µε «νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας(…)
και ικανότητες υψίστου επιπέδου, ακόµη και αριστείας, προκειµένου να διατηρηθεί
και να ενισχυθεί η δυνατότητα καινοτοµίας και χρήσης της έρευνας, η οποία
απαιτείται για µεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη και απασχόληση».
Γίνεται φανερό ότι έχουμε σαφή προσανατολισμό προς τις ανάγκες της αγοράς
εργασίας που απαιτούν, κατά προτεραιότητα, επιχειρηματικές ικανότητες και
δεξιότητες αριστείας, σε περιβάλλον ανταγωνιστικότητας. Η απόκτηση
γνώσεων υποχωρεί και αντικαθίσταται με τις δεξιότητες χρήσης και
εφαρμογής τους σε «καθημερινές περιστάσεις». Είναι σαφές ότι ακούμε με
πολύ μεγάλη ευκρίνεια την ηχώ των παραδοχών που υποβαστάζουν το όλο εγχείρημα
του PISA. Οι διατυπώσεις όλων αυτών των προδιαγραφών αποτυπώνονται με αποκαλυπτικό
τρόπο στις συζητήσεις και στις διαδικασίες διαμόρφωσης των σχολικών
προγραμμάτων.
Το «θαύμα» της Φινλανδίας και σχολικά προγράμματα
Οι τρέχουσες διαδικασίες διαμόρφωσης σχολικών προγραμμάτων γίνονται στο πλαίσιο
της ατζέντας που παρατηρούνται σε επίπεδο ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής
πολιτικής. Αυτή υποστηρίζεται από την εναρμονισμένη πολιτική του ΟΟΣΑ/
PISA. Έτσι, ένας τριπλός υπερεθνικός σχηματισμός (ΕΕ,ΟΟΣΑ και
PISA), σε αγαστή συνεργασία, ασκεί έναν ιδιότυπο ολοκληρωτικό «επιθεωρητισμό»
στα ίδια τα σχολικά προγράμματα και στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, με
τρόπο που να ευνοεί τη διείσδυση των κριτηρίων της αγοράς στην ίδια την
εκπαίδευση.
Αναφέρεται ότι στην Ελλάδα, αυτοί που είχαν, κατά καιρούς, τις
αρμοδιότητες «εθνικού διαχειριστή» στο PISA, είχαν και την ευθύνη διαμόρφωσης
των νέων σχολικών προγραμμάτων. Αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μια
διαδικασία όπου οι λεγόμενοι «εθνικοί διαχειριστές» έχουν αυτοανακηρυχθεί
εντολοδόχοι, εργολάβοι και τοποτηρητές των πολιτικών του PISA. Τους «εθνικούς
διαχειριστές» δεν τους απασχολεί η σκοπιμότητα συμμετοχής ούτε τους ενδιαφέρει,
έστω, μια κριτικά προσανατολισμένη συμμετοχή. Η προτεραιότητά τους είναι πώς θα
εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις ώστε να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές συμμόρφωσης
στις αρχές του PISA για να έχουν οι μαθητές υψηλότερες επιδόσεις.
Είναι όλοι και όλες τους συνεπαρμένοι από το «θαύμα» της Φινλανδίας.
Θα μπορούσαμε, παραφράζοντας, να ισχυριστούμε ότι το «θαύμα» της Φινλανδίας»
έχει γίνει το «όπιο» που βοηθάει την προπαγάνδιση του PISA. Το μυστικό του,
βέβαια, σύμφωνα με Φινλανδή πανεπιστημιακό Μαθηματικό, βρίσκεται στο ότι
«τα φινλανδικά σχολικά εγχειρίδια περιέχουν πολλά προβλήματα της μορφής των
θεμάτων του PISA»!Τόσο απλό! Στην Ελλάδα, «το σύνολο, σχεδόν, των διδασκομένων
μαθηματικών στο Γυμνάσιο δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου μέσω του PISA». Έτσι,
κάπως, ευνοούνται οι επιλογές να ευθυγραμμιστούν τα σχολικά προγράμματα
στην Ελλάδα προς τις προδιαγραφές PISA, για να είμαστε ανταγωνιστικοί
στις επιδόσεις! Είναι σημαντικό να καταγράψουμε τους όρους και τις
συνθήκες υποδοχής του PISA στην Κύπρο. Η συζήτηση για την κρίση
στην Ελλάδα φαίνεται ότι ενισχύει τάσεις για απομάκρυνση από ομοιότροπες
επιλογές εκπαιδευτικής πολιτικής. Η Ελλάδα αναφέρεται, πλέον, ως παράδειγμα
προς αποφυγή. Στο συγκεκριμένο θέμα, βέβαια, οι επιλογές δεν είναι πολύ
διαφορετικές, λόγω του υπερεθνικού «επιθεωρητισμού» της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του
PISA. Το θέμα αυτό θα το αναλύσουμε σε επόμενο κείμενό μας. Ας δούμε τώρα
πού εντοπίζουμε, το «χέρι» της αγοράς;
Το PISA υποβαθμίζει τις γνώσεις σε πληροφορίες
Υποστηρίζουμε ότι, παρά τη διαφήμιση που γίνεται με
αναφορά στο ιδεολογικό παραπλανητικό νεφέλωμα της «Κοινωνίας της Γνώσης», το
PISA εκθρονίζει τις γνώσεις από το υποχρεωτικό σχολείο. Ρητά δηλώνεται ότι «η
εξέταση επικεντρώνεται στην ικανότητα των νέων να χρησιμοποιούν τις
γνώσεις και τις δεξιότητες για να αντιμετωπίζουν πραγματικές καταστάσεις
της ζωής». Αυτό το ορίζουν ως εκδοχή «αλφαβητισμού », με τη διευκρίνιση ότι δεν
περιορίζεται στην κριτική ανάγνωση και γραφή αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των
γνωστικών διαδικασιών που συνδέονται με όλα τα επιστημονικά πεδία και τις
άλλες εκφάνσεις της ζωής. Εδώ, μάλλον, έχει τις αφετηρίες της μια ιδιότυπη
μορφή καταιγίδας που παρατηρείται στη σχετική βιβλιογραφία, στη συζήτηση των
σχολικών προγραμμάτων και στις επιμορφώσεις, με την ατέλειωτη και
βασανιστική σειρά νεολογισμών και «αλφαβητισμών» (σχολικού, κοινωνικού,
καταναλωτικού, τεχνολογικού, κειμενικού, κριτικού, κ.α.). Ίσως, η επινόηση του
«αλφαβητισμού» προσφέρεται για να καλυφθεί το κενό που δημιουργεί η εκθρόνιση
της προτεραιότητας των σχολικών γνώσεων.
Έχει, από αυτή την άποψη, πολύ ενδιαφέρον ο ισχυρισμός που ανέπτυξε στο Εθνικό
Συμβούλιο Παιδείας(2009) ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών
Προγραμμάτων της Κύπρου, καθηγητής Γιώργος Τσιάκαλος. Όπως διαβάζουμε στα
πρακτικά, «τα σχολεία που προσανατολίζονται στην «Κοινωνία της Γνώσης” είναι
υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό πρότυπο της «αποταμίευσης»
πληροφοριών στο μυαλό των μαθητώντ/ριών» γιατί «πρέπει να βρεθεί χρόνος για να
καλλιεργηθούν οι «ικανότητες-κλειδιά”» . Αυτός ο στόχος είναι εφικτός γιατί
παρέχεται «η τεχνική δυνατότητα από την πρόσφατη ανάπτυξη των τεχνολογιών
πληροφορίας. Στην εποχή μας είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες, οι
οποίες σε μέγεθος υπερβαίνουν κατά πολύ το σύνολο της ύλης που παρέχεται στα
εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου. Συνεπώς, η απόκτηση της ικανότητας να
χειρίζεται κανείς τις τεχνολογίες πληροφορίας παρέχει στο εκπαιδευτικό σύστημα
τη δυνατότητα να απαλλαγεί από όλη εκείνη τη σχολική ύλη, η οποία δεν συμβάλλει
στην καλλιέργεια των «ικανοτήτων-κλειδιών» ενώ, ταυτόχρονα, μπορεί να αποκτηθεί
εύκολα και γρήγορα με την κατάλληλη τεχνολογία». Έτσι, ουσιαστικά, έχει
συγκροτηθεί μια συνδυασμένη άποψη για «απαλλαγή από όλη εκείνη τη σχολική ύλη»,
την αποταμίευση των πληροφοριών στις βάσεις δεδομένων του διαδικτύου και την
εύκολη «ανάκληση» κι ανάκτησή τους για χρήση. Η συρρίκνωση δηλαδή των
γνώσεων στο σχολείο ευνοείται τεχνικά με τη γενικευμένη εφαρμογή των
Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας, που συνδέονται πολλαπλώς με την
εισαγωγή κριτηρίων της αγοράς στην εκπαίδευση.
Η συνάρθρωση της συζήτησης για την «κοινωνία της
γνώσης» και την «κοινωνία της πληροφορίας» έρχεται να ισχυροποιήσει την
προώθηση της άποψης ότι η γνώση μπορεί να μεταφραστεί σε πληροφορία για
εύκολη ή «έξυπνη» χρήση. Η πληροφορία, δηλαδή, προβάλλεται ως γνώση
και η πληροφόρηση αποσυνδέεται από τη θεωρία, με αποτέλεσμα να καθίσταται
μάλλον πηγή σύγχυσης παρά προϋπόθεση ενημέρωσης και κατανόησης. Μάλλον,
προτείνεται μια συνεκτική «εγκυκλοπαίδεια» κατακερματισμένων πληροφοριών
στιγμιαίας χρήσης, σε ένα πλαίσιο εύκολης πληροφόρησης. Με άλλα λόγια,
πριμοδοτείται ένα είδος άρνησης απέναντι στη γνωστική «βάσανο» κατάκτησης της
γνώσης.
Η γνώση καθώς υποβαθμίζεται σε πληροφορία υφίσταται σημαντικές
αλλοιώσεις. Αυτές οι αλλοιώσεις με τη μορφή εικόνων και κατακερματισμένων
πληροφοριών παρεμβαίνουν ανάμεσα στους μαθητές- χρήστες και την κοινωνική
πραγματικότητα και προβάλλουν μια μηχανιστική εκδοχή της. Αυτό δημιουργεί
συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη καταναλωτικών μορφών συμπεριφοράς μπροστά στη
γνώση. Το PISA,δηλαδή, προωθεί αντιλήψεις διδασκαλίας και αξιολόγησης που
κατακερματίζουν την ενότητα των γνώσεων και των ικανοτήτων και κατ
επέκταση τη διαδικασία μάθησης, αποσυνδέοντας τη διαδικασία προσέγγισης στις
γνώσεις από τις ικανότητες και τις δεξιότητες που
απαιτούνται. Προκαλεί το διχασμό των υποκειμένων. Οι μαθητές δηλαδή
καλούνται να αναπτύσσουν ικανότητες και δεξιότητες με το να ασκούνται
μηχανιστικά με αποσπασματικές και κατακερματισμένες πληροφορίες που τους
δίνονται. Με αυτόν τον τρόπο αποσύρεται, από το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο
το πρόταγμα της καλλιέργειας ολοκληρωμένων πολιτών που να διαθέτουν θεμελιώδεις
και ουσιαστικές γνώσεις και γενική παιδεία. Είναι προφανές ότι αυτό, κατά
προτεραιότητα, αφορά στις κοινωνικές κατηγορίες μαθητών που δε θα συνεχίσουν
τις σπουδές στο λύκειο ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό, από μόνο του,
απαξιώνει και υποβιβάζει το υποχρεωτικό σχολείο.
Το PISA εγκαθιδρύει τα κριτήρια της αγοράς στο υποχρεωτικό σχολείο
‘Έχουμε υποστηρίξει ότι το PISA, πέραν των άλλων, ως υπερεθνικός «επιθεωρητής» ασκεί έλεγχο στο περιεχόμενο του υποχρεωτικού σχολείου. Από πολλούς υποστηρίζεται ότι η εκπαίδευση βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της σχέσης της με την αγορά εργασίας. Λόγω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, έχουν διαψευστεί οι υποσχέσεις ενός καπιταλιστικού παράδεισου της ανάπτυξης και της ευημερίας που προϋπέθετε και ευνοούσε τη συνεχή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου. Σε μια εποχή που έχει συντελεστεί η αποσύνδεση των τίτλων σπουδών από τη δομή της ανεξέλεγκτης αγοράς εργασίας, διαγράφονται τάσεις «πόλωσης προσόντων».
Σε μια τέτοια εξέλιξη προβλέπεται αύξηση θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις με τυπικά προσόντα». Το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο είναι η δεξαμενή από όπου, κυρίως, θα αντλούνται οι μελλοντικοί εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης που αν και ανειδίκευτοι χρειάζεται να έχουν πολλές δεξιότητες. Οι θέσεις εργασίας για «ανειδίκευτους» εργαζόμενους, όπως υποστηρίζεται, έχουν την ιδιαιτερότητα ότι απαιτούν πολλές κοινωνικές, επικοινωνιακές δεξιότητες και πρωτοβουλίες. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε την αναβάθμιση των δεξιοτήτων σε βάρος των γνώσεων. Οι γνώσεις είναι απαραίτητες μόνο σε όσους-λίγους θα συνεχίσουν σε ανώτερες και εξειδικευμένες σπουδές. Μπορούμε να ισχυριστούμε, δηλαδή, ότι με το PISA έχουμε μια απόπειρα ελέγχου του περιεχομένου του υποχρεωτικού σχολείου ώστε οι μαθητές που δε θα συνεχίσουν ανώτερες σπουδές να διαθέτουν τις αναμενόμενες δεξιότητες
Πέρα από αυτό, η συντελούμενη υποβάθμιση των γνώσεων συνδέεται, και με την απαίτηση της αγοράς για ευελιξία και εύκολη προσαρμογή των εργαζομένων σε νέα δεδομένα. Ο ΟΟΣΑ δεν το αποκρύπτει : «Οι εργοδότες θεωρούν τις δεξιότητες παράγοντες-κλειδιά για δυναμισμό και ευελιξία. Ένα εργατικό δυναμικό που διαθέτει τέτοιες δεξιότητες είναι σε θέση να προσαρμόζεται διαρκώς στη ζήτηση και σε μέσα παραγωγής που εξελίσσονται συνεχώς ». Μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και ρευστότητας, οι λεγόμενες «κομβικές» δεξιότητες θεωρούνται κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς, σε συνδυασμό με τις προτεινόμενες «στάσεις» και «συμπεριφορές», προσφέρονται για διαχείριση της απογοήτευσης, της ματαίωσης και των ψευδαισθήσεων. Είναι καίριας σημασίας οι νέοι να αποδέχονται τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις ή την αναγκαιότητα της ανεργίας και της εφεδρείας. Ο ΟΟΣΑ, και πάλι, κατηγορηματικά θα μας πει ότι «δεν θα μπορέσουν όλοι να σταδιοδρομήσουν στον δυναμικό τομέα της «νέας οικονομίας» -μάλιστα, οι περισσότεροι δεν θα τα καταφέρουν- και, έτσι, τα σχολικά προγράμματα δεν μπορούν να σχεδιαστούν με βάση την υπόθεση ότι όλοι πρόκειται να φθάσουν μακριά»!
Το PISA πρωτοστατεί στην προώθηση πολιτικών εκπαίδευσης που να έχουν άμεση αντιστοιχία προς τις εξελίξεις που σημειώνονται στην καπιταλιστική αγορά. Πάει χέρι-χέρι με τις πολιτικές της ΕΕ. Ο κατάλογος των «βασικών δεξιοτήτων και συμπεριφορών και στάσεων» και των «δεικτών ποιότητας» έχει γίνει «Ευαγγέλιο» και «τσελεμεντές» εκπαίδευσης για μια «επιτυχημένη ζωή» στην παγκόσμια αγορά.
Το δοκίμιο PISA κατασκευάζει τις καταστάσεις ζωής
Πέρα από τα παραπάνω, υποστηρίζεται ότι η αξιολόγηση του PISA επικεντρώνεται σε «πραγματικές καταστάσεις ζωής». Είναι φανερό ότι πρόκειται για απλές περιγραφές επιλεγμένων καταστάσεων ζωής. Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να ισχυρίζεται κανείς ότι τα θέματα αναφέρονται, με τον ίδιο τρόπο, σε «πραγματικές καταστάσεις ζωής» των μαθητών, ανεξάρτητα από τις υλικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις; Και, πάντως, η όποια χρήση και εφαρμογή γνώσεων και πληροφοριών είναι «ασκήσεις επί χάρτου». Σε πραγματικές καταστάσεις δίνει κανείς εξετάσεις για απόκτηση π.χ. διπλώματος οδήγησης! Δεν υπαινισσόμαστε μια τέτοια εξέταση. Επισημαίνουμε , ωστόσο, την προσπάθεια που γίνεται να αποδοθούν στο PISA δυνατότητες που δεν έχει. Πολύ περισσότερο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική δοκιμασία ο εξαιρετικός ισχυρισμός ότι το PISA «αξιολογεί το κατά πόσο οι μαθητές είναι προετοιμασμένοι για τη μελλοντική τους ζωή». Απλούστατα, δε μπορεί να συγκεντρώνει τις εξαιρετικές ενδείξεις για να κάνει κάτι τέτοιο. Αν και η πραγματική ζωή δε χωράει στο χαρτί, το PISA επιμένει να επιστρατεύει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, για να ασκεί την αποπλανητική του γοητεία. Έχει, σ αυτό, πολλούς προπαγανδιστές. Ξεχωρίζουμε το «Θαύμα της Φινλανδίας» και το «Θρήνο των Καρυάτιδων»!
* Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής.
** Μεταπτυχιακές φοιτήτριες στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου Κύπρου
e-prologos.gr