PISA 2018: Ο εγγραμματισμός στην υπηρεσία της αγοράς
του Χρήστου Ρέππα
Δημοσιεύτηκαν από τον ΟΟΣΑ τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA για το 2018, διαγωνισμού στον οποίο συμμετείχε και η Ελλάδα. Για την Ελλάδα τ’ αποτελέσματα δημοσιεύονται με επίσημη ανακοίνωση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (1) στην οποία γίνεται σύντομη παρουσίαση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ αλλά και για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το εννιασέλιδο κείμενο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής αρκείται σε μια σύντομη παρουσίαση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού χωρίς κριτικές παρατηρήσεις ή σε κάποια ανάλυση ή ερμηνεία. Κύριο γνωστικό αντικείμενο της έρευνας ήταν η Κατανόηση Κειμένου, ενώ δευτερεύοντα αντικείμενα του διαγωνισμού αποτελούσαν τα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επιστήμες και οι Γνώσεις και οι Δεξιότητες του Πολίτη του Κόσμου που είναι νέο γνωστικό πεδίο του διαγωνισμού. Στον διαγωνισμό πήραν μέρος 600.000 μαθητές ηλικίας 15 ετών από 79 χώρες, που είτε είναι είτε όχι μέλη του ΟΟΣΑ. Οι 600.000 συμμετέχοντες μαθητές αποτελούν ένα μικρό μέρος από τα 32 εκατομμύρια μαθητών ηλικίας 15 ετών. Η Ελλάδα συμμετείχε στον διαγωνισμό με 6.403 μαθητές από 256 σχολεία που αντιπροσωπεύουν ένα επίσης μικρό δείγμα από τους 95.370 μαθητές ή το 93% του συνόλου των μαθητών της ηλικίας αυτής στη χώρα.
Η εξέταση έγινε στο γνωστικό πεδίο με ηλεκτρονικά τεστ διάρκειας δύο ωρών και συμπληρώθηκε με ερωτηματολόγια τόσο προς τους μαθητές όσο και προς τους διευθυντές των σχολείων. Τα ερωτηματολόγια για τους μαθητές αφορούσαν την κοινωνικο–δημογραφική τους κατάσταση, τις πεποιθήσεις τους, τις προσδοκίες τους και τις εμπειρίες της σχολικής τους ζωής. Ο χρόνος απάντησης αυτών των ερωτηματολογίων από τους μαθητές ήταν 35 λεπτά. Οι διευθυντές των σχολείων του διαγωνισμού συμπλήρωσαν ξεχωριστά ερωτηματολόγια για την οργάνωση και διοίκηση του σχολείου.
Ως προς τη διαδικασία της αξιολόγησης που ακολουθήθηκε, αυτή στηρίχτηκε σε συνδυασμό ερωτήσεων πολλαπλών απαντήσεων και ανοιχτών ερωτήσεων σύντομης απάντησης. Συνδυάζονταν με εισαγωγικά κείμενα από περιστάσεις της καθημερινής ζωής. Η διαδικασία, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΙΕΠ, ήταν χωρισμένη σε διάφορα στάδια και στο κάθε στάδιο εμφανιζόταν στους μαθητές μια δέσμη θεμάτων ανάλογου βαθμού δυσκολίας με τον βαθμό επίδοσής τους στο προηγούμενο στάδιο. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί για τη διαδικασία αξιολόγησης είναι ότι αυτή ακολουθεί την πρακτική όλων των διαγωνισμών του PISA των τυποποιημένων, γραφειοκρατικά κατασκευασμένων θεμάτων που επιβάλλονται σε μαθητικούς πληθυσμούς διαφορετικής εθνικής προέλευσης, σε μαθητικούς πληθυσμούς όχι μόνο με διαφορετικό κοινωνικοοιοκονομικό αλλά και πολιτισμικό υπόβαθρο και σε εκπαιδευτικά συστήματα με διαφορετικό τρόπο λειτουργίας, με διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα και κουλτούρα μάθησης και οργάνωσης της σχολικής γνώσης. Οι διαδικασίες αυτές αξιολόγησης δεν διαπιστώνουν ως ουδέτερες πρακτικές τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών από διαφορετικές χώρες αλλά μετρούν τον βαθμό συμμόρφωσης των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων στη λογική του σχολείου της αγοράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο η αποτυχία συγκεκριμένων χωρών είναι σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικά και πολιτικά κατασκευασμένη και δηλώνει τον μικρό βαθμό συμμόρφωσής τους ή την αδυναμία τους να επιβάλλουν το εκπαιδευτικό μοντέλο που προωθούν εδώ και δυο δεκαετίες οι υπερεθνικοί οργανισμοί του κεφαλαίου.
Σίγουρα έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο διαγωνισμό επανέρχεται και λαμβάνεται υπόψη η σχέση κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου των μαθητών και σχολικών επιδόσεων των μαθητών. Κάτω από την επίδραση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στην εκπαιδευτική πολιτική, της κυριαρχίας των ιδεολογημάτων της «αποτελεσματικότητας» και της «ποιότητας», η διασύνδεση αυτής της σχέσης με τη ριζοσπαστική παράδοση της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης έβαζε τη μελέτη της σχέσης κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου των μαθητών και σχολικής επίδοσης στο περιθώριο ή επέβαλλε κάποιες γενικόλογες και ασαφείς αναφορές σ’ αυτό. Ασφαλώς η αναφορά στη σχέση αυτή δεν δηλώνει καμιά στροφή στους προσανατολισμούς της εκπαιδευτικής πολιτικής από τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό που πρεσβεύει και προωθεί στα κράτη μέλη του ο ΟΟΣΑ και μέσω του PISA και σε χώρες μη μέλη του, ούτε πισωγύρισμα σ’ ένα σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν το οποίο και αδύνατο είναι και ανεπιθύμητο από τους κύκλους αυτών των οργανισμών. Aντίθετα η συσχέτιση του κοινωνικοοικονομικού παράγοντα με τη σχολική επίδοση γίνεται στα πλαίσια της διεθνούς συγκρισιμότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων που είναι και από τους βασικούς λόγους ύπαρξης του PISA και της διασφάλισης των όρων ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστικών οικονομιών. Δεν είναι τυχαίο ότι στον διαγωνισμό περιλαμβάνεται η Κίνα και μάλιστα με επαρχίες της που έχουν υψηλά κατά κεφαλήν εισοδήματα.
Μια δεύτερη παρατήρηση είναι η συνεχής αναφορά στον όρο χώρα/οικονομία. Η κάθε χώρα κατανοείται απλά ως μια οικονομία και όχι ως κοινωνία με τις αντιθέσεις που τη συγκροτούν και την ιστορία που τη διαμορφώνει. Αυτή η συγκεκριμένη κατανόηση δηλώνει και την αντίληψη που έχουν οι επιτελείς του PISA και του ΟΟΣΑ για τον ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμού παραγωγής καπιταλιστικού κέρδους αλλά και το μεγάλο ιδεολογικό βάρος που έχει η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΟΟΣΑ.
Στον διαγωνισμό του PISA 2018 τις υψηλότερες επιδόσεις απ’ όλες τις χώρες σημείωσαν το Πεκίνο, η Σαγκάη, η Jiangsu και Ζhejinang και η Σιγκαπούρη. Στις χώρες του ΟΟΣΑ τις υψηλότερες επιδόσεις σημείωσαν η Εσθονία, ο Καναδάς, η Φινλανδία και η Ιρλανδία. Το 77% των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ σημείωσαν επιδόσεις πάνω από το βασικό επίπεδο του εγγραμματισμού σχετικά με την κατανόηση κειμένου ενώ στα δυο υψηλότερα επίπεδα επιδόσεων (επίπεδα 5 και 6) κατατάσσεται το 8,7% των μαθητών από τις χώρες αυτές. Για την Ελλάδα το ποσοστό των μαθητών που σημείωσαν επιδόσεις στα δύο ανώτερα επίπεδα περιορίζεται στο 6,2% σε σχέση με το 15,7% των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ στα χαμηλότερα επίπεδα (1 και 2) κατατάσσεται το 19,9% των μαθητών και για τα τρία γνωστικά αντικείμενα. Για τις χώρες του ΟΟΣΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 13,4%. Στην Ελλάδα στην κλίμακα των υψηλότερων επιδόσεων κατατάσσεται ένα ποσοστό 8% που προέρχεται από ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον και μόνο 1% από μη ευνοϊκό και τα αντίστοιχα ποσοστά για τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 17% από ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον και 3% από μη ευνοϊκό. Διαπιστώνεται ακόμα ότι το 12% των Ελλήνων μαθητών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό και που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον σημείωσαν επιδόσεις που τους κατατάσσουν στο 25% των ανώτερων επιδόσεων της βαθμολογίας. Τέλος διαπιστώνεται η υστέρηση των μεταναστών μαθητών της χώρας σε σχέση με τους γηγενείς μαθητές με διαφορά 51% υπέρ των γηγενών μαθητών.
Η συσχέτιση του κοινωνικοοικονομικού παράγοντα με τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών γίνεται σε τρία επίπεδα: α) της διάκρισης ευνοημένου και μη ευνοημένου περιβάλλοντος, β) του φύλου και γ) της μετανάστευσης. Σίγουρα οι αναλυτές του ΟΟΣΑ δεν πρόκειται να προσμετρήσουν με συγκεκριμένους αριθμητικούς δείκτες, όπως συνηθίζουν να κάνουν, τις δραματικές επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής και οικονομικής πολιτικής στη σχολική αποτυχία των μαθητών και μάλιστα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που στην περίοδο μετά το 2010 πραγματοποιήθηκαν τρεις διαγωνισμοί PISA (2012, 2015 & 2018). Δεν θα εστιάσουν στις συγχωνεύσεις σχολείων, στις συμπτύξεις τμημάτων, στις απολύσεις εκπαιδευτικών, στην απουσία διορισμών και τη γιγάντωση της ελαστικής και μαύρης εργασίας, στην ανεργία και τη βίαιη φτωχοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού που συντελέστηκε με τις πολιτικές του ΔΝΤ και της ΕΕ και με την ενθάρρυνση και στήριξη του ΟΟΣΑ. Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα συγκρίνεται με τα ίδια κριτήρια και με το ίδιο πλαίσιο απαιτήσεων με τα εκπαιδευτικά συστήματα ανερχόμενων καπιταλιστικών οικονομιών για να διαπιστωθεί η «υστέρησή» του.
Και αυτός ο διαγωνιsμός PISA εγείρει μια σειρά σοβαρά πολιτικά ερωτηματικά για το όλο εγχείρημα και τους προσανατολισμούς που επιδιώκει να δώσει στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα. Σωστά έχει επισημανθεί ότι «το όλο εγχείρημα του PISA συνδέεται με τους πολιτικούς προσανατολισμούς και σκοπούς του Ο.Ο.Σ.Α» (Μαυρογιώργος, 2017) δηλαδή με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της οικονομίας και την αποτελεσματική ανταπόκρισή της σε συνθήκες κρίσης και αναδιάρθρωσης της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων. Ο διαγωνισμός PISA είναι ένα ισχυρό εργαλείο νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης της εκπαίδευσης και μετάλλαξης της λειτουργίας των εκπαιδευτικών συστημάτων, των προσανατολισμών τους με βάση τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ο PISA προωθεί μια διεθνοποιημένη εκπαιδευτική αγορά και λειτουργεί ως μηχανισμός πίεσης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, ώστε να προσαρμόσουν τα αναλυτικά τους προγράμματα και την οργάνωση της σχολικής γνώσης στις απαιτήσεις της αγοράς. Πρόκειται για μια εργαλειακή και οικονομίστικη προσέγγιση της γνώσης και της εκπαίδευσης ως μηχανισμών παραγωγής κέρδους. Η κοινωνικοπολιτική στόχευση του PISA είναι η δημιουργία πολιτών που θα μπορούν να αξιοποιούν τις ευκαιρίες που θα τους προσφέρει η οικονομία της αγοράς. Έτσι το μόνο που επιδιώκει ο διαγωνισμός είναι η διείσδυση της αγοραίας κουλτούρας στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο τι και πώς διδάσκεται ώστε αυτό να είναι άμεσα αξιοποιήσιμο από την αγορά. Η συμμετοχή στον διαγωνισμό αποφασίζεται ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας ενώ οι μαθητές θεωρούνται απλά αντικείμενα ανάλυσης και κατεργασίας που ως αυριανοί εργαζόμενοι θα λειτουργούν αποτελεσματικά για την οικονομία, άσχετα από τη θέση και το μέλλον που αυτή τους επιφυλάσσει. Αξιοποιεί ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο θεμάτων και κλειστών απαντήσεων σε τυποποιημένες ερωτήσεις που είναι ξένα προς τους στόχους, την εκπαιδευτική κουλτούρα και τον πολιτισμό των μαθητών αρκετών εκπαιδευτικών συστημάτων. Ο PISA το μόνο που κάνει με τη διαπίστωση της υστέρησης και την κατάταξη στις χαμηλότερες κλίμακες είναι η επιδίωξη της συμμόρφωσης στα αγοραία πρότυπα διδασκαλίας και γνώσης (βλ. Ρέππας, 2018). Η αξία ενός πραγματικού εγγραμματισμού έχει προϋποθέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες απ’ αυτές του συγκεκριμένου διαγωνισμού και από τις κοινωνικοπολιτικές στοχεύσεις του προγράμματος γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κυλήσουν δάκρυα για τ’ αποτελέσματα χαμηλής κατάταξης, αλλά υπάρχουν λόγοι και αναγκαιότητες για την απεμπλοκή από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου διαγωνισμού.
Παραπομπές
1. Μαυρογιώργος Γ., (2017). «ΟΟΣΑ/PISA και Παγκόσμια διακυβέρνηση στην εκπαίδευση», Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία, τ. 2, σσ. 57-69.
2. Ρέππας, Χρ. (2018). «Γλώσσα, Κριτικός Εγγραμματισμός και αγοραία κουλτούρα, Για το Πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ», Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία, τ. 3, σσ. 28-33.
Σημειώσεις
(1) Υπουργείο Παιδείας – Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Ανακοίνωση «Σήμερα ανακοινώθηκαν από τον ΟΟΣΑ τα αποτελέσματα της έρευνας PISA 2018». Η Ελλάδα συμμετείχε στην έρευνα και το ΙΕΠ δίνει στη δημοσιότητα σύντομη παρουσίαση των αποτελεσμάτων, Αθήνα 3.12.1019.
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr