γράφει ο Βαγγέλης Μαρινάκης

Πώς και γιατί ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ανέχτηκαν να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε ένα ατέλειωτο εργοστάσιο παραγωγής ηρωίνης

Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, το Αφγανιστάν ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο να  έχει τη μοίρα των φτωχότερων χωρών της υφηλίου (στην λίστα των οποίων σταθερά φιγουράρει επί σειρά ετών) που απειλούνται με λιμό εξαιτίας, αφενός της κατάρρευσης των ήδη εξαιρετικά αδύναμων υγειονομικών συστημάτων  υγείας τους και αφετέρου λόγω της μερικής ή ολικής διακοπής των οικονομικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτιση του Covid-19.

Αν όμως το πλήγμα για μια οικονομία εν πολλοίς παραδοσιακή –η τηλεργασία δεν είναι ρεαλιστική εναλλακτική όταν μόλις το 35% της επικράτειας ηλεκτροδοτείται– είναι συντριπτικό για τους περισσότερους κλάδους, υπάρχει ένας που είδε εν μέσω πανδημίας τα κέρδη του να αυξάνονται. Η ακριβέστερα, να αυξάνονται κατακόρυφα. Πρόκειται για την καλλιέργεια του φυτού της παπαρούνας, του οποίου η εκμετάλλευση τροφοδοτεί τον πλανήτη με το 90% της διαθέσιμης πρώτης ύλης για την παραγωγή ηρωίνης και άλλων οπιοειδών, και η παραγωγή της οποίας υπολογίζεται πως αυξήθηκε πάνω από το ένα τρίτο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, με τα καλλιεργήσιμα εδάφη να υπερβαίνουν πλέον τα αντίστοιχα που χρησιμοποιούνται συνολικά στη Λατινική Αμερική για την παραγωγή κοκαΐνης.

H απάντηση στο εύλογο ερώτημα πως μια χώρα εξελίχθηκε στο κατ’εξοχήν ναρκο-κράτος απαιτεί μια συνοπτική αναδίφηση ιστορικού χαρακτήρα που μας πηγαίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και περνά από την Ουάσιγκτον.

Από τους μουτζαχεντίν στους Ταλιμπάν

Ήταν το 1979, όταν η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (παγκοίνως γνωστή ως CIA) έθεσε σε λειτουργία το πρόγραμμα με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Κυκλώνας» που είχε ως αντικείμενο την χρηματοδότηση των Αφγανών μουτζαχεντίν –όπερ μεθερμηνευόμενο εστί «αυτός που διεξάγει τζιχάντ»-  στον πόλεμό τους εναντίον του αφγανικού κράτους και της τότε προσφάτως εισβάλλουσας στο Αφγανιστάν, ΕΣΣΔ. Η συνεισφορά των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών -της ISI συγκεκριμένα- υπήρξε ανεκτίμητη αλλά τα χρήματα που χρηματοδοτούσαν το ισλαμιστικό αντάρτικο ήταν αμερικανικά, με τις ΗΠΑ να διοχετεύουν εξοπλισμό κόστους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ομάδες πολέμαρχων σαν τον Οσάμα μπιν Λάντεν.

Ο πόλεμος έβαινε κλιμακούμενος και πολύχρονος, και στην πορεία της σύγκρουσης που κόστισε χιλιάδες ζωές και θεωρείται πως μακροπρόθεσμα είχε καθοριστική συμβολή στην κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, τα όπλα των Αμερικανών αποδείχτηκαν χρυσή ευκαιρία για τους μουτζαχεντίν, οι οποίοι έσπευσαν να ανταλλάξουν τα όπλα με όπιο. «Για να χρηματοδοτήσουν την αντίσταση για μια παρατεταμένη περίοδο, οι Μουτζαχεντίν έπρεπε να βρουν τα προς το ζην πέρα από τα όπλα που προσέφερε η CIA», αναφέρει μεταξύ άλλων ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ουσκόνσι, Άλφρεντ Μακόι, στο βιβλίο του «The Politics of Heroin: CIA Complicity in the Global Drug Trade». Έτσι, παρότι τα αμερικανικά όπλα είχαν τα μάλα συμβάλει στην εκδίωξη των Σοβιετικών από την ασιατική χώρα, είχαν εμμέσως προδιαγράψει και την μετατροπή της σε failed state για τα επόμενα έτη, μετατρέποντας το Αφγανιστάν σε πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε αντίπαλες ισλαμιστικές ομάδες οι οποίες στρέφονταν η μια κατά της άλλης για τον έλεγχο των εσόδων από την παραγωγή και εμπορία οπίου. Παράλληλα, η αύξηση της παραγωγής των οπιούχων συνοδεύτηκε από αύξηση των διαθέσιμων ναρκωτικών στην παγκόσμια αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής όπου η χρήση οποιοειδών είχε την «εγγύηση» και της φαρμακευτικής βιομηχανίας).

Η άνοδος το 1996 του ακραιφνώς ισλαμιστικού πολιτικοθρησκευτικού κινήματος των Ταλιμπάν στην εξουσία και η επιβολή ενός απολυταρχικού, θεοκρατικού καθεστώτος, δεν φάνηκε αρχικά να θέτει σε κίνδυνο την παραγωγή οπίου (χαρακτηριστικό είναι πως από 250 τόνους οπίου το 1979 η συγκομιδή ανερχόταν σε 4.600 τόνους το 1999). Ωστόσο, όταν το 2000 ήταν φανερό πως η φιλοξενία πυρήνων της ήδη δραστήριας τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ-Κάιντα έβαζε στο μάτι της Δύσης την ηγεσία του καθεστώτος, η ηγεσία των Ταλιμπάν σε μια προσπάθεια να κερδίσει διεθνή νομιμοποίηση δεν δίστασε να συντρίψει ουσιαστικά την καλλιέργεια οπίου, με την παραγωγή να σημειώνει ιστορικό χαμηλό το συγκεκριμένο έτος (185 τόνοι παραγόμενου οπίου).

Η θεαματικής όμως αποτελεσματικότητας πρωτοβουλία είχε την ατυχία να συμπέσει με δύο πλήγματα που καθιστούσαν την Αλ-Κάιντα Ν1 προτεραιότητα για τις αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας. Η πρώτη, η επίθεση αυτοκτονίας στο αντιτορπιλικό USS Cole  την 12η Οκτωβρίου του 2000, κόστισε την ζωή σε 15 Αμερικανούς ναυτικούς, ενώ η δεύτερη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 με στόχο τους δύο ουρανοξύστες του Κέντρου Εμπορίου στο Μανχάταν, έμελλε να είναι μέχρι σήμερα η φονικότερη επίθεση σε αμερικανικό έδαφος, με 2,996 νεκρούς.

Έκτοτε, κάθε προσπάθεια εξευμένισης από τους Ταλιμπάν προς τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και πρότασης να παραδοθεί σε τρίτη χώρα ο ιθύνων νους των επιθέσεων, Οσάμα μπιν Λάντεν, έπεσε στο κενό, με την κατοχή του Αφγανιστάν από τις αμερικανικές και νατοϊκές δυνάμεις να αποτελεί το επόμενο στάδιο.

Ναρκο-κράτος με την προστασία ΗΠΑ και ΝΑΤΟ

Πέρα από όλα τα άλλα αρνητικά συνεπακόλουθα της κατοχής, η παρουσία των δυτικών στρατευμάτων στο αφγανικό έδαφος είχε απολύτως θετική επίδραση σε ό,τι αφορά την παραγωγή οπίου. Είναι χαρακτηριστικό πως αν και ο όρος ναρκο-κράτος χρησιμοποιείται για να περιγράψει χώρες σαν την Κολομβία ή την Αλβανία, είναι το Αφγανιστάν εκείνο που έρχεται πρώτο όταν προσμετράται η συνεισφορά του οπίου στο ΑΕΠ της χώρας, με άνω του 50% να εκτιμάται πως οφείλεται στην εμπορία οπιοειδών (η Κολομβία ποτέ δεν είδε το εμπόριο κοκαΐνης να εισφέρει πάνω από το 3% στην οικονομία της).

Afhganistan Opium production graph

Σήμερα, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) εκτιμά πως στο Αφγανιστάν 6.300 τόνοι οπίου παράγονται σε ετήσια βάση και σε εκτάσεις 224.000 εκταρίων σπαρμένες με παπαρούνες.

Εκτός όμως της ασυμμετρίας ως προς την ποσότητα παραγωγής ναρκωτικών, υπάρχει και άλλη μια διαφορά μεταξύ Μπογκοτά και Καμπούλ. Σε αντίθεση με τις εκστρατείες ψεκασμού των εκτάσεων κόκας που έλαβαν χώρα με την συνδρομή των ΗΠΑ στο κράτος της Νότιας Αμερικής (με αμφίβολα αποτελέσματα, αφού θεωρούνται υπεύθυνες για την εκτόξευση των περιστατικών καρκινικών όγκων λόγω της χρησιμοποίησης της ύποπτης ουσίας γλυφοσάτης) στην περίπτωση του Αφγανιστάν Αμερικανοί και νατοϊκοί αξιωματούχοι έδειξαν μια άνευ προηγούμενου επιείκεια. Χρακτηριστική είναι η δήλωση του πρώην εκπροσώπου του ΝΑΤΟ, Τζέιμς Απατουράι, προ ετών πως «δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε την βασική πηγή εσόδων από ανθρώπους που ζουν στην δεύτερη φτωχότερη χώρα του κόσμου».

Όμως όπως αποκάλυψαν εκ των υστέρων στον ιστότοπο MintPress, Αμερικανοί στρατιωτικοί, όπως ο λοχαγός των Πεζοναυτών, Μάθιου Χο, αυτή η στάση ανοχής δεν πρέπει τόσο να αποδοθεί στην έγνοια ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για την ευημερία των Αφγανών πολιτών, όσο στο ενδιαφέρον για την διατήρηση στην εξουσία κυβερνητικών αξιωματούχων που αν και αποτελούσε κοινό μυστικό η εμπλοκή τους στο εμπόριο ναρκωτικών ήταν απαραίτητοι για την συγκρότηση των νέων μηχανισμών εξουσίας.

Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας υπήρξε ο αδελφός του Αφγανού προέδρου, Χαμίντ Καρζάι, Αχμέντ Βαλί Καρζάι, ο οποίος εκτός από διαβόητος αρχιεγκληματίας θεωρείται πια σχεδόν βέβαιο πως ήταν και στη μισθοδοσία της CIA. 

Το κόστος μιας ανίερης συμμαχίας

Ο χρήσιμος για τις ΗΠΑ ρόλος της αφγανικής άρχουσας τάξης παρήγαγε μια ανεκτική ως και σήμερα –ενόψει της αποχώρησης των τελευταίων Αμερικανών στρατιωτών από το αφγανικό έδαφος– συμμαχία που έκανε τα «στραβά μάτια» σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών. Είναι όμως χρήσιμο να μετρηθεί κατά πόσον αυτή η συμμαχία συνέβαλε στην ευημερία των εμπλεκόμενων χωρών.

Όσον αφορά τις επιπτώσεις στο Αφγανιστάν και σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ανάμεσα σε 2005 και 2015 ο αριθμός των χρηστών σχεδόν τριπλασιάστηκε  (από 900.000 σε 2,4 εκατομμύρια), με το 9% του ενήλικου πληθυσμού εθισμένο σε οπιοειδή ναρκωτικά. Eπιπλέον, ο συνδυασμός ανικανότητας και απροθυμίας από πλευράς ΝΑΤΟ και ΗΠΑ, ευνόησε εμμέσως και τους Ταλιμπάν, οι οποίοι κατόρθωσαν κατόπιν σύναψης συμφωνιών με τοπικούς πολέμαρχους να αποκτήσουν πρόσβαση στο εμπόριο οπιοειδών και επομένως σταθερή ροή εισόδων.

Η εκτόξευση της παραγωγής οπίου δεν αφήνει απρόσβλητο το γειτονικό Πακιστάν, που μαζί με το Αφγανιστάν θεωρούνται το «παγκόσμιο επίκεντρο» του εμπορίου ναρκωτικών, με 2,5 εκατομμύρια Πακιστανούς να υπολογίζεται ότι είναι εθισμένοι σε οπιούχες ουσίες  και 700 νεκρούς ετησίως από υπερβολική δόση.

Τέλος, σε ότι αφορά τις ΗΠΑ, ο λοχαγός Χο επισημαίνει πως η αύξηση των θανάτων από οπιούχες ουσίες σε αμερικανικό έδαφος δεν πρέπει να αποσυνδέεται από την ραγδαία τα τελευταία έτη αύξηση θανάτων από οπιούχες ουσίες σε παγκόσμιο επίπεδο, κάνοντας λόγο για «επιδημία οπιούχων» που έπληξε δυσανάλογα και τη χώρα του από την αρχή του πολέμου στο Αφγανιστάν.

Δεδομένων των παραπάνω, η εκτόξευση της παραγωγής οπίου στην πολύπαθη χώρα της Κεντρικής Ασίας, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως δεν αποτελεί παρά ένα κλασικό υπόδειγμα προσοδοφόρας φτωχοποίησης, όπου η εγχώρια ελίτ μιας χώρας συνδέει τη μοίρα της με την προθυμία της ιμπεριαλιστικής δύναμης να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο win-win situation, μόνο που έχει όμως πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Ότι ενώ αφορά ελάχιστους νικητές, προϋποθέτει εκατομμύρια χαμένους.

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το