Δημήτρης Μαυρίδης

Τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική showbiz χρησιμοποίησε ως δεξαμενή τηλεοπτικά ριάλιτι ή τάλεντ σόου, όπως επίσης και τηλεοπτικούς μαϊντανούς, για την κάλυψη ενός ευρέος φάσματος επιθυμιών του κοινού που κλιμακώνεται από το απλό ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και την καθημερινή αναψυχή του έως το κουτσομπολιό και την ανθρωποφαγία στην τηλεοπτική αρένα. Απώτερος, φυσικά, σκοπός ήταν η αύξηση των κερδών όλων των συντελεστών του συστήματος μέσω της πώλησης φθηνού και σύντομης ημερομηνίας λήξης προϊόντος. Έτσι, λόγος για ποιότητα γίνεται σε ελάχιστες περιπτώσεις αφενός γιατί το ποιοτικό θεωρείται δυσνόητο και βαρετό και αφετέρου γιατί μάλλον «στοιχίζει» περισσότερο. Ως προς το τελευταίο, δηλαδή το τίμημα του ποιοτικού, υπάρχει μια μικρή επιφύλαξη εκ μέρους του γράφοντος, γιατί πιθανόν πρόκειται για μια κατασκευασμένη από το ίδιο το σύστημα αντίληψη, για την οποία δε θα γίνει εδώ λόγος.

Το παμφάγο, λοιπόν, τέρας της ελληνικής βιομηχανίας θεάματος επέστρεψε δυναμικά κατά την τελευταία τριετία και μάλιστα στηριζόμενο -κι όχι απλώς υποβοηθούμενο από αυτά- στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους ιστοτόπους κοινοποίησης και αναπαραγωγής βίντεο, σε κατεξοχήν δηλαδή low cost χώρους. Διότι, εκεί, στον απίθανο κόσμο του διαδικτύου έψαξε και βρήκε τελικά μια κότα που για λίγο καιρό θα μπορούσε να γεννά χρυσά αβγουλάκια μέχρι να βρεθεί η επόμενη και η προηγούμενη να καταλήξει στο φούρνο με πατάτες. Έτσι η γηραιά μέσα στα νέα τεχνολογικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής πλούσια κυρία – showbiz αποφασίζει να επενδύσει σε πιτσιρικάδες που «πουλάνε», όπως άλλωστε θα όφειλε να κάνει μια λίαν καλώς θητεύσασα επί πολλά χρόνια στο χώρο της ματαιοδοξίας και του χρήματος, καθώς η τραπ όχι μόνο επιφέρει ανέλπιστα κέρδη, αλλά έχει και πολλή πλάκα… κατά τη γνώμη της.

 Στο σημείο αυτό, παρενθετικά, επιβάλλεται να ξεκαθαριστεί ότι, ανήκοντας τη γενιά των Mc Hammer, Vanilla Ice, Ημισκούμπρια και Goin’ Through και εκφραζόμενοι ακόμα και τώρα μέσα από τις δημιουργίες των Social Waste, αναφερόμαστε εδώ αποκλειστικά σε μια σύγχρονη έκφανση της ραπ (ή της hip hop) στην ελληνική πραγματικότητα η οποία ορίζεται ως «τραπ» και που έχει κυριαρχήσει στις μουσικές προτιμήσεις των νέων.

Ξαναπιάνοντας το νήμα από την «πολλή πλάκα» και το κέφι που προσφέρει στα αφεντικά της showbiz -πέρα από τα κέρδη- η επιχειρηματική ενασχόληση με τους τράπερ, θα καταλήγαμε στο ότι κάθε εποχή τελικά αναζητά το γελωτοποιό της. Έτσι και τώρα, το βαρύθυμο στυλάκι και το θυμωμένο με μια έκφραση αηδίας απέναντι σε όλους και σε όλα ύφος των τράπερ δημιουργεί ιδανικές συνθήκες στους φυτιλιάρηδες «ειδικούς» για την πρόκληση ερίδων, «beef» και τσαμπουκάδων. Να ‘χει να ασχολείται ο κόσμος των πρωινάδικων και οι τηλεψυχολόγοι. Έτσι, οι τράπερ δεν αφορούν μόνο το εφηβικό – νεανικό κοινό, που ούτως ή άλλως τους ακούει και τους βλέπει στο YouTube, αλλά θα πρέπει κοινωνοί των «αυθόρμητων» και ανυπόληπτων αλλά ευπώλητων καμωμάτων τους να γίνουν και οι συνταξιούχοι της πρωινής τηλεοπτικής ζώνης. Γιατί μεγάλη αίσθηση προκαλεί μια δημόσια χειροδικία, μια σύλληψη για οπλοκατοχή, για υπερβολική ταχύτητα ή για ναρκωτικές ουσίες και μαστροπεία στο -ήντα και βάλε κοινό, αλλά όχι στους πιτσιρικάδες που έχουν μάθει πια να αντιλαμβάνονται το «κατασκευασμένο» του πράγματος εξασκημένοι σε πραγματικές συνθήκες φεϊκίλας μέσω της «διατριβής» τους στα κοινωνικά δίκτυα.

 Η άλλη διάσταση της «πλάκας» με την οποία διασκεδάζει η πλούσια κυρία – showbiz με τους τράπερ έχει να κάνει με το παρακάτω οξύμωρο που σχετίζεται με το καθαυτό προϊόν που πλασάρεται. Οι ίδιοι οι στίχοι των δημιουργών δίνουν την εικόνα ενός υπερανθρώπου ναρκισσιστή με το ζωνάρι του μονίμως λυμένο για καυγά και που έχει λύσει, βεβαίως, τα «βιοποριστικά» του, και αντικατοπτρίζουν αναμφίβολα τις προσδοκίες ενός όχι και τόσο ευκαταφρόνητου αριθμού νέων για απόκτηση υλικών αγαθών χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται ξεκάθαρα ο τρόπος απόκτησής τους. Επιπλέον, κάθε δημόσια εμφάνιση του ερμηνευτή έρχεται να επιβεβαιώσει το αληθές της εν λόγω ευμάρειας. Το οξύμωρο, λοιπόν, που έχει να κάνει με τη δική μας αντίληψη της πραγματικότητας κι όχι της πλούσιας showbiz -που γνωρίζει την κατάληξη της υπόθεσης εκ των προτέρων- έγκειται στο ότι, ενώ ο ράπερ για πολλά χρόνια είχε στη συνείδησή μας καθιερωθεί ως κοινωνικά διαμαρτυρόμενος καλλιτέχνης, τώρα δείχνει μέσω της τραπ να έχει αφομοιωθεί από το σύστημα και να αποτελεί ακόμα και γρανάζι του, λόγω της εκτεταμένης συστημικής πλέον επιδραστικότητάς του στις νεότερες ηλικίες. Θα πει κανείς ότι αυτή είναι μια συνηθισμένη και προδιαγεγραμμένη πολλές φορές πορεία που παρατηρείται κυρίως στο χώρο της πολιτικής, αλλά δεν αποτελεί τον κανόνα στο χώρο της μουσικής. Γιατί, όμως, αυτό συνέβη στη ραπ με εμφανή τα σημάδια του εκφυλισμού στο παρακλάδι της, την τραπ; Διότι η τραπ γεννήθηκε μάλλον επί τούτου: για να γίνει, δηλαδή, στην παρούσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση ένα εξάρτημα του συστήματος που μέσω του μηχανισμού της παραγωγής και εκμετάλλευσης του θεάματος θα αποσβένει -ευελπιστούμε για λίγο μόνο καιρό ακόμα- τους κοινωνικούς κραδασμούς που προέρχονται από τους σημερινούς νέους, από τους δεκαπεντάρηδες έως και τους εικοσάρηδες.

Συνεπώς, δεν πρέπει να μας βάζει σε ύποπτες σκέψεις η ανοχή του νεοσυντηρητικού ελληνικού πολιτικού κόσμου απέναντι σε τραπ στίχους που μιλούν για όπλα και πουτάνες, όσο αυτά συνοδεύονται από πανάκριβα αυτοκίνητα, Ρόλεξ, γεμάτες τσέπες, ταξίδια και γκλαμουριά, δηλαδή από μπουκιές κοπανιστού αέρα και αέρινης ελπίδας που προσφέρει στις ελληνικές μικροαστικές μάζες ο καπιταλισμός. Στο μεταξύ, ο τράπερ θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει τη φροντίδα και την ασφάλεια στην αγκαλιά της γερασμένης μα πλούσιας ελληνικής showbiz, που «κάνει το κομμάτι της» απέναντι σε μια αφτιασίδωτη τέχνη – θεραπαινίδα του ανθρώπου, αλλά χωρίς αυτός να γνωρίζει πως κάποιος σπάει πλάκα μαζί του και ότι σύντομα θα τον απορρίψει στον κάλαθο των αχρήστων σα στυμμένη λεμονόκουπα. Άλλωστε, την ημερομηνία λήξεως την έθεσε αφ’ εαυτό και εξαρχής το νεανικό κοινό, που ναι μεν λικνίζεται στο ρυθμό της τραπ, αλλά όμως προφέρει μηχανικά στίχους που αν τοποθετήσει ανάμεσα σε δυο τελείες δε θα βγάλει νόημα.

Δημήτρης Μαυρίδης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το