Στα 1963, ο γεννημένος στο Λίνκολν της Νεμπράσκα Ρίτσαρντ (γνωστός ως Ντικ) Τσέινι, δουλεύει σαν εναερίτης στο Γουαϊόμινγκ, έχοντας διωχθεί από το πανεπιστήμιο του Γέιλ λόγω υπερβολικής χρήσης αλκοόλ. Όταν συλλαμβάνεται να οδηγεί μεθυσμένος, αντιμετωπίζει σκληρή κριτική και απειλητική πίεση για αλλαγή πλεύσης από τη φιλόδοξη σύντροφό του Λυν (την οποία λίγο αργότερα παντρεύεται), που επιθυμεί μια ζωή δόξας και πλούτου στο πλάι του.

Θα βολευτεί μ’ ένα πτυχίο κι ένα Master Πολιτικών Επιστημών από το πανεπιστήμιο του Γουαϊόμινγκ και στα 1969 (στη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Ρίτσαρντ Νίξον), θα πιάσει δουλειά στον Λευκό Οίκο για λογαριασμό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος – υπό τον οικονομικό σύμβουλο του Νίξον, Ντόναλντ Ράμσφελντ (χαρακτηριστικά κυνικό και αμοραλιστή), τα βήματα του οποίου θέλει ν’ ακολουθήσει.

Μετά την παραίτηση του Νίξον, ο μεν Ράμσφελντ θα προαχθεί σε υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ (υπό τον Τζέραλντ Φορντ), ο δε Τσέινι, σε επικεφαλής του γραφείου του Φορντ στον Λευκό Οίκο.

Η μακρά πορεία αναρρίχησης του δεύτερου σε αποφασιστικής σημασίας πόστα πολιτικής εξουσίας έχει μόλις αρχίσει.

Ο Άνταμ Μακ Κέι, που μας συστήθηκε με το επίσης φορτισμένο πολιτικά “Μεγάλο Σορτάρισμα” (2015), την ταινία για τη χρεοκοπία της Lehman Brothers και την οικονομική κρίση, έχει στο ενεργητικό του κάμ­ποσες ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες έκανε στο πλαίσιο κυρίως της συνεργασίας του με το αιρετικό (σε παλιότερες εποχές αντισυμβατικό, έως και αντισυστημικό σε κάποιες περιπτώσεις) αμερικάνικο τηλεοπτικό σόου “Saturday Night Live”, θητεία που επηρέασε αισθητά τη συνέχεια της πορείας του.

Όπως στο “Μεγάλο Σορτάρισμα”, έτσι και στο “Vice” (εντονότερα μάλιστα εδώ), χρησιμοποιεί μια καινοτόμα κινηματογραφική φόρμα, όπου διακριτά διαφορετικές μορφές αφήγησης περιπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται ακατάπαυστα: ο Κερτ, πλασματικός ήρωας, βετεράνος υποτιθέμενα του πολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, έχει το ρόλο του κριτικού (και σκωπτικού) αφηγητή της σκοτεινής πορείας του Τσέινι, ενώ η (μη γραμμική) μυθοπλαστική αναπαράσταση των πραγματικών γεγονότων εναλλάσσεται με φέτες ιστορικών βίντεο και ντοκιμαντέρ. Τα φλας μπακ και ο νευρώδης ρυθμός επαυξάνουν σημαντικά το ενδιαφέρον – στο δεύτερο ειδικά μισό της ταινίας.

Ο Μακ Κέι ξεδιπλώνει με γλαφυρότητα και βιτριολικό χιούμορ το πολιτικό προσκήνιο, αλλά κυρίως το παρασκήνιο μιας μακράς περιόδου της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, ξεκινώντας από τη διακυβέρνηση Νίξον και φτάνοντας ως την εκλογή Ομπάμα και την προώθηση της κόρης Τσέινι στην πολιτική σκηνή, παρακάμπτοντας εύσχημα τη διακυβέρνηση Κλίντον. Γίνεται γρήγορα σαφές ότι το κύριο θέμα του είναι η σκοτεινή, υπόγεια διαδρομή του Τσέινι, ο οποίος καταφέρνει να διεισδύσει στα κέντρα λήψης αποφάσεων των πιο νευραλγικών τομέων εξουσίας στις ΗΠΑ, θησαυρίζοντας παράλληλα μέσω της διαβόητης πολυεθνικής εταιρείας παραγωγής και διάθεσης πετρελαϊκών προϊόντων Χαλιμπέρτον (της οποίας υπήρξε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος).

Τα “ανδραγαθήματα” του Τσέινι ξεκινούν επί προεδρίας Μπους πατέρα, όταν εισηγείται ως υπουργός Άμυνας τη στρατιωτική επέμβαση στον Παναμά και την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου.

Θ’ αφοσιωθεί επί προεδρίας Κλίντον στη Χαλιμπέρτον (1995-2000), θα δεχτεί σφοδρή κριτική για αδιαφάνεια στη διαχείρισή της, θα προσχωρήσει το 2000 στον προεκλογικό αγώνα του Μπους υιού, και θα σπεύσει να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο ως αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, ενώ το αποτέλεσμα των εκλογών είναι ακόμα αμφιλεγόμενο. Σταθερή επιδίωξή του, να βρίσκεται διαρκώς “κοντά στο χρήμα” – και το επιτυγχάνει. Θα αναδειχθεί στον πιο ισχυρό και πιο αμφιλεγόμενο αντιπρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ, αυτόν δηλ. με τις περισσότερες εξουσίες, ακριβέστερα υπερεξουσίες, τις οποίες ασκεί κατά κανόνα παρασκηνιακά, ευνοώντας σκανδαλωδώς τον μεγάλο πλούτο και προωθώντας μακαρθικά μοντέλα καταστολής. Θα μείνει στην ιστορία ως έχων την κύρια ευθύνη για τον εγκληματικό πόλεμο στο Ιράκ (με πάνω από 600.000 νεκρούς), για τη θεσμοθέτηση της σκληρότερης αστυνομοκρατίας στη μακρά μεταμακαρθική περίοδο, και για τη φρίκη του Γκουαντανάμο – με ναζιστικής επινόησης βασανιστήρια, τα οποία επεκτείνονταν σε κάθε κατηγορία ‘υπόπτων για τρομοκρατική δράση’.

Χαρακτηριστική της λογικής και της πολιτικής του, η δήλωση που απευθύνει δημόσια μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001: “Πολλά απ’ όσα πρέπει να γίνουν τώρα, πρέπει να γίνουν αθόρυβα και χωρίς πολλές συζητήσεις. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις πηγές μας, τις πληροφορίες μας και όλες τις μεθόδους που διαθέτουν οι Υπηρεσίες Πληροφοριών μας”.

Ο Μακ Κέι ζωγραφίζει μεθοδικά, ευφάνταστα και με πειστικότητα το πορτραίτο ενός μακιαβελικού, πολεμόχαρου και φιλοχρήματου τέρατος (και μπορεί να είναι κι έτσι), που εκμεταλλεύτηκε – προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του – όλες τις παθογένειες ενός σάπιου συστήματος. Δεν χαρίζεται ούτε στους ποικίλους συνεργάτες του, οι οποίοι παρουσιάζονται το ίδιο κυνικοί και ανήθικοι, ούτε σε γνωστά στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος που ενοχοποιούνται με τη σειρά τους για απροσχημάτιστο μιλιταρισμό και πολε­μοκαπηλία, όπως π.χ. η Χίλαρι Κλίντον. Αν πάσχει σοβαρά από κάτι η ταινία, είναι μια εμπεριστατωμένη αναγωγή στο αίτιο, καθώς οι Τσέινι αυτού του κόσμου δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα (όσο τρομακτικό κι αν είναι αυτό).

Σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του, ο Μακ Κέι λέει μεταξύ άλλων πως αν βάλει κάτω ψυχρά την ατζέντα των κυβερνήσεων Μπους και Τραμπ, προτιμά τη δεύτερη. «Ο Τραμπ δεν λειτουργεί κάτω από ένα σύστημα. Έχει ανοίξει την πόρτα του Λευκού Οίκου κι εκεί τριγυρνούν αρπακτικά που μπορεί να κάνουν ζημιά, αλλά δεν είναι μόνα τους. Ο Τσέινι ήταν ο μαέστρος πίσω από κάτι πολύ πιο κλειστό και όλη η χώρα παρακολουθούσε τις κινήσεις του να γίνονται πράξεις. Αν συνέχιζε λίγο ακόμη στο Λευκό Οίκο, θα είχαμε επιτεθεί και στο Ιράν».

Ιδιαίτερη στιγμή στο “Vice”, το ευρηματικό φινάλε, όπου δανείζεται εύστοχα το λόγο του σαιξπηρικού Ριχάρδου τον 3ου: «Μπορώ να σας νιώσω να  μ’ ενοχοποιείτε και να με κριτικάρετε, και είμαι μια χαρά μ’ αυτό».

Χρυσή σφαίρα Α΄ανδρικού ρόλου για τον Κρίστιαν Μπέιλ, 8 υποψηφιότητες στα φετινά βραβεία Όσκαρ (2019).

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Γ. Μπους βρισκόταν υπό την “καταστροφική επιρροή” του Ντικ Τσέινι, του “σκληρού”, και του Ντόναλντ Ράμσφελντ, του “επαρμένου”, οι οποίοι τον έσπρωξαν στον πόλεμο, κυρίως στο Ιράκ, καταγγέλλει ο πατέρας του και προκάτοχός του στον Λευκό Οίκο Τζορτζ Χ. Μπους στο βιογραφικό βιβλίο που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα.

Θέμις Άμαλλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το