Όταν ρώτησαν τα ανθρώπινα ερείπια που ξεβράστηκαν το 1922 στα νησιά, “από πού έρχεσαι;”, κάποιοι είπαν “έρχομαι από την Προύσα”, άλλοι “από τη Σμύρνη”, οι πιο πολλοί ψέλλισαν “έρχομαι από τη θάλασσα”.
Και τότε, όπως και τώρα, οι πρόσφυγες ξεβράστηκαν από τη θάλασσα, πάνω σε μια έρημο ρατσισμού και εκμετάλλευσης.
Η ιστορία γενικά εκδικείται άμα δεν την σέβεσαι.
Τον Αύγουστο του ’22, η Καθημερινή μιλούσε για “αγέλη προσφύγων” και ο Γεώργιος Βλάχος καλούσε το ελληνικό κράτος να τους εγκαταλείψει στην τύχη τους.
Το 1933, ο Νίκος Κρανιωτάκης, από τον «Πρωινό Τύπο», ζητούσε επιτακτικά να επιβληθούν στους πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.
Η Μακρόνησος, πριν γίνει κολαστήριο για τους αριστερούς, έγινε λοιμοκαθαρτήριο, τόπος εξευτελισμού και εξαθλίωσης των προσφύγων του Πόντου. Από τους πρώτους 8000 πρόσφυγες που αποβίβασαν στη Μακρόνησο πέθαναν οι 6000 από τις κακουχίες, την πείνα και τον τύφο που έσπειρε η κακοπέραση. Συνολικά 20000 Πόντιοι πέθαναν από κακουχίες στη Μακρόνησο. Οι μαυραγορίτες από το Λαύριο απόκαμαν χιλιάδες άλλους, καθώς ζητούσαν ένα χρυσό ρολόι για μια φρατζόλα ψωμί.
Οι “τουρκόσποροι, οι βρωμιάρηδες και οι παστρικές”. Μ’ αυτή τη λεξιλογική αθλιότητα και με ανάλογη παλιανθρωπιά υποδέχτηκαν τους κυνηγημένους της Μικρασιατικής σφαγής, οι ελληναράδες της εποχής.
Και τότε δούλεψαν οι Μανωλάδες σε όλη τη χώρα και οι υπόγειες βιοτεχνίες και οι οικοδομές, και σπρώχτηκαν προσφυγοπούλες στα μπουρδέλα και με τα χέρια των κυνηγημένων, για ένα κομμάτι ψωμί, αυγάτισε το χρήμα των “πατριωτών”.
Οι Έλληνες καπετάνιοι πολλών καραβιών που κουβαλούσαν πρόσφυγες το ’22, τους υποχρέωναν να πίνουν θάλασσα. Στα νησιά πουλούσαν μια χρυσή λίρα τη στάμνα το νερό, και οι ίδιοι καπετάνιοι έδιναν εντολή στα πληρώματα, να κόβουν το σχοινί, μόλις η στάμνα έφτανε στο κατάστρωμα. Έξω απ’ την Καβάλα, στο Τσινάρ Ντερέ, πέθαιναν οι πρόσφυγες απ’ την πείνα και το κρύο, τους έθαβαν μια πιθαμή κάτω απ’ το χώμα και τη νύχτα τους ξέθαβαν και τους έτρωγαν τα τσακάλια.
Και μετά από λίγα χρόνια έμελλε αυτοί οι ίδιοι “πατριώτες”-τσακάλια να γίνουν μαυρογορίτες στην Κατοχή, ταγματασφαλίτες και ρουφιάνοι.
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα αλλά ως πολλαπλασιασμένη τραγωδία.
Σήμερα, εγγόνια των κυνηγημένων του ’22 είναι αυτοί, που στο Ωραιόκαστρο, στην Αλεξάνδρεια, στην Καβάλα συνασπίζονται για να πετάξουν τα προσφυγόπουλα έξω απ’ τα σχολεία, λιθοβολούν τους πρόσφυγες, κόβουν τα καλώδια έξω από τις δομές και στήνουν μπάρμπεκιου, με τσίκνες της ντροπής έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δεν είναι φάρσα αυτή η επανάληψη της Ιστορίας.
Η παλιανθρωπιά είναι ντροπή και η ιστορική λήθη είναι τραγωδία.
Σ’ αυτό τον ίδιο τόπο όμως, ανοίγουν και ζεστές αγκαλιές και συνασπίζονται ξανά εκατοντάδες άνθρωποι σε αυτοσχέδιες συλλογικότητες αλληλεγγύης και ανθρωπιάς για να αναχαιτίσουν την αθλιότητα.
Έτσι είναι. Δυο κόσμοι στον ίδιο τόπο.
Από τη μια ο κόσμος της ανελέητης βαρβαρότητας και από την άλλη ο κόσμος που σέβεται πρώτα τον εαυτό του ως ανθρώπινη υπόσταση και ξέρει έτσι να σέβεται κάθε άνθρωπο, πολύ περισσότερο αυτόν που κινδυνεύει.
Όχι ως ελεημοσύνη, με την κουτοπόνηρη προσδοκία ενός παράδεισου.
Ως αυτονόητη στάση αξιοπρέπειας και απότοκο της συλλογικής μας μνήμης.
Από τη μια η άγνοια και η περιφρόνηση της Ιστορίας και από την άλλη, το ιστορικό φιλότιμο.
Από τη μια η άγρια εκμετάλλευση και από την άλλη η αντίσταση.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο κόσμους, μια πολυάνθρωπη πλαδαρή μάζα, αποχαυνωμένη από τη χειραγώγηση και πεταμένη στον καναπέ.
Αυτή ίσως κρίνει και το αποτέλεσμα. Ελαχιστοποιεί την αντίσταση. Την κάνει να φαίνεται μικρή και αναντίστοιχη με τις ανάγκες των καιρών, ενώ πολλαπλασιάζει τα φοβικά σύνδρομα, τις ελεεινές συμπεριφορές και την υποταγή.
Σε μια εποχή κοσμοκρατορίας του άγριου νεοφιλελευθερισμού, μιας γενικευμένης ακήρυχτης αλλά πολύ φονικής δικτατορίας, ενός παγκόσμιου πλιάτσικου του χρήματος, όπου οι συγκρούσεις ανάμεσα στον κόσμο της δουλειάς και σ’ αυτούς που καρπώνονται το μόχθο της ελαχιστοποιούνται, η χειραγώγηση των ανθρώπων είναι πολυμέτωπη.
Βασίζεται πολύ στη διασπορά κατασκευασμένων φόβων. Όπως ακριβώς έγινε με την άνοδο του Ναζισμού στη μεσοπολεμική Γερμανία.
Πρέπει να βρεθεί στόχος, κοντινός και ευάλωτος για τη συσσωρευμένη κοινωνική αγανάχτηση.
Ο πρόσφυγας, του πολέμου και της φτώχειας, είναι ο πιο ευάλωτος άνθρωπος του κόσμου. Χωρίς πατρίδα, χωρίς σπίτι, δίχως οικογένεια, ταυτότητα, δίχως ακόμα και γλώσσα, περικυκλωμένος από καχύποπτους άγνωστους και φορτωμένος μόνο με μια αποσκευή, τον πόνο του ξεριζωμού και τους θανάτους των δικών του, είναι η εύκολη λεία.
Ο πρόσφυγας, του πολέμου και της φτώχειας γίνεται το κατασπάραγμα ενός κόσμου βαθιά πολωμένου αλλά δίχως ιστορική μνήμη και κοινωνιολογική γνώση.
Είναι όμως ιστορικό κρίμα και παράδοξο γιατί η οργανωμένη κινηματική αριστερά, που διαθέτει την ιστορική γνώση κι έχει περισσότερο από κάθε άλλο ιστορική μνήμη και δυνατότητα κοινωνιολογικής ανάλυσης, δεν βρέθηκε συγκροτημένα κοντά στο προσφυγικό.
Δεν είναι ίσως της παρούσης μια τέτοια ανάλυση.
Ας βάλουμε άλλη προτεραιότητα
Καιρός να ξαναβρούμε την ιστορική μας συνέχεια σε σχέση και με το προσφυγικό.
Να δούμε κατάματα τη θάλασσα, αυτούς που καταπίνει κι αυτούς που ξεβράζει και να βγούμε μπροστά, με θέση και πράξη.

Νίνα Γεωργιάδου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το