Construção (Ο ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ) του Chico Buarque (1971)
“Ο Οικοδόμος” (Construção) ένα καταπληκτικό τραγούδι του 1971 από τη Βραζιλία, του Chico Buarque, που γράφτηκε με αφορμή το “εργατικό ατύχημα” ενός οικοδόμου. Το αφιερώνουμε σε όλους τους εργαζόμενους αυτού του τόπου, στα δεκάδες και εκατοντάδες εργοδοτικά θύματα της τάξης μας των τελευταίων χρόνων.
Οι στίχοι στα ελληνικά:
Αγάπησε σα να ήταν η τελευταία φορά,
Φίλησε τη γυναίκα του σα να ήταν η τελευταία,
Και κάθε παιδί σα να ήταν μοναδικό,
Και διέσχισε το δρόμο με το ντροπαλό του βήμα,
Σκαρφάλωσε στην οικοδομή σα να ήταν μηχανή,
Και ύψωσε στην πλατφόρμα, τέσσερεις σταθερούς τοίχους,
Τούβλο με τούβλο, σαν ένα μαγικό σχέδιο,
Με τα μάτια του γεμάτα, τσιμέντο και δάκρυ,
Και σταμάτησε να ξεκουραστεί, σα νά’ ταν Σάββατο,
Κι έφαγε φασουλόριζο σα να’ ταν πρίγκιπας,
Ήπιε και πνίγηκε, σα να’ ταν ναυαγός,
Χόρεψε και γέλασε σα ν’ άκουγε μουσική.
Και σκόνταψε στα ύψη, σα νά’ ταν μεθυσμένος,
Κι έπλευσε στον αέρα, σα νά’ ταν πουλί,
Και κατέληξε στο έδαφος, σαν εύθραυστο πακέτο,
Αποτελειώθηκε, στη μέση της δημόσιας οδού,
Πέθανε στο μονόδρομο, παρακωλύοντας την κυκλοφορία…
——————-
Αγάπησε εκείνη την ώρα σα να ήταν ο τελευταίος,
Φίλησε τη γυναίκα του σα να ήταν μοναδική,
Και κάθε παιδί σα να ήταν θαύμα,
Και διέσχισε το δρόμο με το μεθυσμένο του βήμα,
Σκαρφάλωσε στην οικοδομή σα να ήταν στέρεη,
Και ύψωσε στην πλατφόρμα, τέσσερεις μαγικούς τοίχους,
Τούβλο με τούβλο, σαν ένα λογικό σχέδιο,
Με τα μάτια του γεμάτα, τσιμέντο και κυκλοφορία,
Και σταμάτησε να ξεκουραστεί, σα να’ ταν πρίγκιπας,
Κι έφαγε φασουλόριζο σα να’ ταν το καλύτερο,
Ήπιε και πνίγηκε, σα να’ ταν μηχανή
Χόρεψε και γέλασε σα να΄ ταν ο επόμενος,
Και σκόνταψε στα ύψη, σα ν΄ άκουγε μουσική,
Κι έπλευσε στον αέρα, σα νά’ ταν Σάββατο
Και κατέληξε στο έδαφος, σα ντροπαλό πακέτο,
Αποτελειώθηκε, στη μέση του πεζοδρομίου,
Πέθανε στο μονόδρομο, διαταράσσοντας το κοινό…
——————-
Αγάπησε εκείνη την ώρα σα να ‘ταν μηχανή,
Φίλησε τη γυναίκα του σα να ‘ταν λογικό,
Και ύψωσε στην πλατφόρμα, τέσσερεις ετοιμόρροπους τοίχους,
Και σταμάτησε να ξεκουραστεί, σα να’ ταν πουλί,
Κι έπλευσε στον αέρα, σα νά’ ταν πρίγκιπας
Και κατέληξε στο έδαφος, σα μεθυσμένο πακέτο,
Πέθανε στο μονόδρομο, διακόπτοντας το Σάββατο…
——————-
Για το ψωμί που θα φάω, για το πάτωμα που θα κοιμηθώ,
Για το πιστοποιητικό γέννησης και την άδεια να χαμογελάσω,
Για το ότι μ’ αφήνει να αναπνεύσω, για το ότι μ’ αφήνει να υπάρχω
Ο Θεός θα σας ανταμείψει!
Για το φτηνό ποτό που πρέπει να καταπιούμε,
Για τον καπνό και τη δυστυχία που πρέπει να υποστούμε,
Για την κρεμαστή σκαλωσιά απ’ την οποία πρέπει να πέσουμε,
Ο Θεός θα σας ανταμείψει!
Για τη γυναίκα που πενθεί, που θα μας επαινεί και θα μας φτύνει,
Και για τις μύγες που θα μας φιλήσουν και θα μας καλύψουν,
Και για την τελική ειρήνη που τελικά θα μας εξαργυρώσει,
Ο Θεός θα σας ανταμείψει!
Οι στίχοι στα πορτογαλικά:
Amou daquela vez como se fosse a última
Beijou sua mulher como se fosse a última
E cada filho seu como se fosse o único
E atravessou a rua com seu passo tímido
Subiu a construção como se fosse máquina
Ergueu no patamar quatro paredes sólidas
Tijolo com tijolo num desenho mágico
Seus olhos embotados de cimento e lágrima
Sentou pra descansar como se fosse sábado
Comeu feijão com arroz como se fosse um príncipe
Bebeu e soluçou como se fosse um náufrago
Dançou e gargalhou como se ouvisse música
E tropeçou no céu como se fosse um bêbado
E flutuou no ar como se fosse um passáro
E se acabou no chão feito um pacote flácido
Agonizou no meio do passeio público
Morreu na contramão atrapalhando o tráfego
——————-
Amou daquela vez como se fosse o último
Beijou sua mulher como se fosse a única
E cada filho seu como se fosse o pródigo
E atravessou a rua com seu passo bêbado
Subiu a construção como se fosse sólido
Ergueu no patamar quatro paredes mágicas
Tijolo com tijolo num desenho lógico
Seus olhos embotados de cimento e tráfego
Sentou pra descansar como se fosse um principe
Comeu feijão com arroz como se fosse o máximo
Bebeu e soluçou como se fosse máquina
Dançou e gargalhou como se fosse o próximo
E tropeçou no céu como se ouvisse música
E flutuou no ar como se fosse sábado
E se acabou no chão feito um pacote tímido
Agonizou no meio do passeio náufrago
Morreu na contramão atrapalhando o public
——————-
Amou daquela vez como se fosse máquina
Beijou sua mulher como se fosse lógico
Ergueu no patamar quatro paredes flácidas
Sentou pra descansar como se fosse um pássaro
E flutuou no ar como se fosse um príncipe
E se acabou no chão feito um pacote bêbado
Morreu na contramão atrapalhando o sábado
——————-
Por esse pão pra comer, por esse chão prá dormir
A certidão pra nascer e a concessão pra sorrir
Por me deixar respirar, por me deixar existir,
Deus lhe pague
Pela cachaça de graça que a gente tem que engolir
Pela fumaça e a desgraça, que a gente tem que tossir
Pelos andaimes pingentes que a gente tem que cair,
Deus lhe pague
Pela mulher carpideira pra nos louvar e cuspir
E pelas moscas bicheiras a nos beijar e cobrir
E pela paz derradeira que enfim vai nos redimir,
Deus lhe pague
e-prologos.gr