Στο μακροσκελές άρθρο [του Μπορντίγκα], ένα είναι πραγματικά αξιοσημείωτο: ο εκλεπτυσμένος σκεπτικισμός, με τον οποίο αποφεύγει να πάρει μια καθαρή θέση σε σημεία, στα οποία επιβεβαιώνει παρ’ όλα αυτά ότι αντιτίθεται – υπάρχει η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στη θέση και στην αντίθεση, χωρίς όλα αυτά να υποδηλώνουν μια «πρωτότυπη», δική του θέση.

Ο σύντροφος Μπορντίγκα περιορίζεται στη διατήρηση μιας προσεκτικής θέσης για όλα τα ζητήματα που αναδεικνύει η Αριστερά. Δε λέει: η Διεθνής θέτει και επιλύει αυτό και αυτό το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο, αλλά αντιθέτως, η Αριστερά θα το θέσει και θα το επιλύσει με τον άλλον τρόπο. Αντιθέτως, λέει: ο τρόπος που η Διεθνής θέτει και επιλύει τα προβλήματα, δε με πείθει – φοβάμαι πως ολισθαίνει προς τον οπορτουνισμό, δεν υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις ενάντια σε αυτό, κτλ. Η θέση του, λοιπόν, είναι αυτή της μόνιμης καχυποψίας και αμφιβολίας. Με αυτό τον τρόπο, η «Αριστερά» είναι απολύτως αρνητική – εκφράζει ενδοιασμούς, χωρίς να τους διευκρινίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο και πάνω από όλα, χωρίς να αναδεικνύει με συγκεκριμένο τρόπο τη δική της άποψη, τις δικές της λύσεις. Καταλήγει να σπέρνει αμφιβολία και δυσπιστία, χωρίς να οικοδομεί τίποτα.

Το άρθρο ξεκινάει με μια χαρακτηριστική μεταφυσική υπόθεση. Ο σύντροφος Μπορντίγκα ρωτά – είναι δυνατόν να αποκλείσουμε 100% την πιθανότητα η Κομμουνιστική Διεθνής να διολισθήσει στον οπορτουνισμό; Όμως, μπορούμε να αναρωτηθούμε κάλλιστα στη συνέχεια αν αποκλείεται η πιθανότητα ακόμη και ο σύντροφος Μπορντίγκα να γίνει οπορτουνιστής, ο Πάπας άθεος, ο βιομήχανος Φορντ κομμουνιστής, κτλ. Στο βασίλειο της μεταφυσικής πιθανότητας, μπορείς να φαντάζεσαι ό,τι θες, αλλά ένας μαρξιστής θα έπρεπε να θέσει το ερώτημα ως εξής: υπάρχει πιθανότητα η Κομμουνιστική Διεθνής να μην είναι πλέον η πρωτοπορία του προλεταριάτου, αλλά αντιθέτως, καθ΄οδόν να γίνει η έκφραση μιας εργατικής αριστοκρατίας, διεφθαρμένης από την αστική τάξη; Έτσι τίθεται το ερώτημα μαρξιστικά και έτσι είναι εύκολο για κάθε σύντροφο να το απαντήσει.

Το άρθρο είναι ένα πλέγμα θεωρητικών και πρακτικών λαθών που οι σύντροφοι σίγουρα θα επισημάνουν. Θα περιοριστούμε στην υπόδειξη των πιο χαρακτηριστικών σημείων. Ο σύντροφος Μπορντίγκα λέει περίπου στους «πυρήνες» ότι ο τύπος της οργάνωσης του κόμματος δε μπορεί καθαυτός να διασφαλίσει τον πολιτικό του χαρακτήρα και να τον εγγυηθεί ενάντια στον οπορτουνιστικό εκφυλισμό. Όμως, εμείς επιβεβαιώνουμε ότι η οργάνωση με τη μορφή «πυρήνων» διασφαλίζει τον προλεταριακό χαρακτήρα του Κομμουνιστικού Κόμματος περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη και, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, εξασφαλίζει το κόμμα ενάντια στον οπορτουνισμό.

Και αφού έχει επαναλάβει την περίεργη διαβεβαίωση ότι το σύστημα των «πυρήνων» είναι κατάλληλο για τη Ρωσία, αν και περισσότερο πριν την κατάληψη της εξουσίας παρά μετά και ότι αυτό δεν ισχύει σε χώρες με αστικοδημοκρατικό καθεστώς, ο σύντροφος Μπορντίγκα καταλήγει: «Δεν είμαστε κατά των “πυρήνων”, τουλάχιστον ως ομάδες μελών σε εργοστάσια, με δοσμένες λειτουργίες». Άρα, η Αριστερά είναι υπέρ ή κατά των «πυρήνων»; Και ποιες είναι αυτές οι «δοσμένες λειτουργίες», τις οποίες ο σύντροφος Μπορντίγκα αποφεύγει να διευκρινίσει; Η Αριστερά και ο σύντροφος Μπορντίγκα δεν αυτοπροσδιορίζονται κατηγορηματικά ενάντια στο μπολσεβικισμό, αλλά είναι μόνο καχύποπτοι απέναντι του, επειδή βασίζεται στην οργάνωση σε «πυρήνες», οι οποίοι θα επιβλέπονταν από ένα δίκτυο στελεχών, επιλεγμένων βάσει του κριτηρίου της τυφλής δουλοπρέπειας στο λενινισμό.

Ότι η τοπική ηγεσία του κόμματος θα έπρεπε να συγκροτείται από ιδεολογικά επιλεγμένα στοιχεία είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, διότι χωρίς αυτό, το Κομμουνιστικό Κόμμα δε θα ήταν ό,τι είναι. Όσο για την τυφλή δουλοπρέπεια, αυτό είναι ένα είδος πολεμικής σε μεγάλο βαθμό χυδαίας και πάνω στην οποία δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβούμε.

Είναι επίσης αξιοπερίεργο τι γράφει ο σύντροφος Μπορντίγκα σχετικά με τον λενινισμό. Γράφει πως αν ο λενινισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μαρξισμός, τότε δεν έχει νόημα να χρησιμοποιούμε τέτοιον όρο – όμως, αμέσως μετά προσθέτει ότι η Αριστερά θα χρησιμοποιεί τους δύο όρους αδιάφορα. Όχι μόνο αντικρούει τον εαυτό του εδώ, αλλά υπάρχει ακόμα η αντίφαση στον ισχυρισμό σχετικά με τη χρήση των δύο όρων χωρίς διάκριση και τη σύγχρονη αναγνώριση ότι ο Λένιν είναι ο «ολοκληρωτής, σε μεγάλο βαθμό, του μαρξισμού, και η ερμηνεία του για τον ιμπεριαλισμό, οι διατυπώσεις για το αγροτικό και εθνικό ζήτημα είναι θεμελιώδεις συνεισφορές στην ανάπτυξη του μαρξισμού».

Σχετικά με τη διαφωνία του με τον Λένιν, ο σύντροφος Μπορντίγκα παραμένει με επιδεξιότητα στα γενικά, χωρίς να γίνεται συγκεκριμένος. Οι φράσεις «έχουμε συζητήσει και κριτικάρει τον Λένιν και δεν είμαστε εντελώς πεπεισμένοι για τις αντικρούσεις του» και «οι επιπλήξεις του Λένιν δε με προσηλύτισαν» μπορεί να έχουν αποτέλεσμα στους μικροαστούς, αλλά οι κομμουνιστές και επαναστάτες εργάτες θα ανασηκώσουν μόνο τους ώμους.

Ο σύντροφος Μπορντίγκα, χωρίς πουθενά να εξειδικεύει την έκταση της διαφωνίας του με τον Λένιν, συνεχίζει να επιβεβαιώνει ότι δε διατηρεί το τακτικό σύστημα του Λένιν, επειδή δεν περιέχει εγγυήσεις ενάντια σε οπορτουνιστικές πρακτικές. Αλλά ο σύντροφος Μπορντίγκα θα ήταν πιο ειλικρινής αν δήλωνε ότι απορρίπτει κάθε τακτική μανούβρα στο βαθμό που κάθε τακτική μανούβρα παρουσιάζει τον κίνδυνο οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων.

Η εγγύηση ενάντια στις παρεκκλίσεις δεν έγκειται στην τακτική καθαυτή, αλλά σε εμάς, στην κομμουνιστική μας συνείδηση, στην εγρήγορση ολόκληρου του κόμματος και στην αυτοκριτική, στη σταθερότητα των αρχών, στην προσπάθεια να μη χαθεί ο επαναστατικός μας στόχος. Δεν προσποιούμαστε ότι έχουμε εξαντλήσει στο παρόν σημείωμα τις αντιρρήσεις μας στο άρθρο του συντρόφου Μπορντίγκα. Είναι πραγματικά ένα ορυχείο λαθών και ασυνεπειών κάθε είδους.

Θέλουμε μόνο να σημειώσουμε αυτές που αφορούν στον αντικοινοβουλευτισμό και στην τακτική του κόμματος απέναντι στις εργατικές μάζες του Αβεντίνο (1). Η τακτική που υιοθετήθηκε από το κόμμα, λέει ο σύντροφος Μπορντίγκα, δεν προβλεπόταν από κανένα συνέδριο. Αλλά, εκτός από το γεγονός ότι κανένα συνέδριο δεν προέβλεψε το έγκλημα Ματεότι ή την αντίδραση των μαζών, με τη σύγχρονη ροπή τους προς τις αυταπάτες του Αβεντίνο, ποια είναι η τακτική που, σύμφωνα με το σύντροφο Μπορντίγκα, θα έπρεπε να υιοθετηθεί; Συγκρατείται από το να την εξηγήσει με οποιοδήποτε τρόπο και περιορίζεται μόνο στο να πει «έχουν γίνει λιγότερα από όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει».

Ολόκληρο το άρθρο είναι ένα ντοκουμέντο πραγματικής πνευματικής παρακμής. Ο σύντροφος Μπορντίγκα όχι μόνο δεν καταφέρνει να σκιαγραφήσει τις λογικές συνέπειες των αρνήσεων του, αλλά πάνω απ’ όλα δεν καταφέρνει να αντιπροτείνει νέες κατευθύνσεις με καθαρή και πλήρη μορφή απέναντι σε αυτές που έχει κριτικάρει. Το να περιορίζεται κάποιος, όπως αυτός, σε αρνητική κριτική, στη διασπορά αμφιβολίας, σκεπτικισμού και καχυποψίας, χωρίς να υποδεικνύει τίποτα θετικά εποικοδομητικό συνιστά όχι μόνο ένδεια χαρακτήρα, αλλά επίσης ελάχιστο σεβασμό ή σύνδεση με το κόμμα και τη Διεθνή.

Σημειώσεις
1. Μετά τη δολοφονία του Ιταλού σοσιαλιστή Τζιάκομο Ματεότι από τους φασίστες στις 10 Ιουνίου 1924 ξέσπασε μεγάλη πολιτική κρίση στην Ιταλία. Στις 26 του μήνα, αρκετοί παράγοντες της αστικής αντιπολίτευσης συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα της Βουλής και αποφάσισαν να μη συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ωσότου διευκρινιστεί το έγκλημα. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ανέβηκαν το λόφο του Αβεντίνο στη Ρώμη, όπου στον 5ο αιώνα π. Χ. είχαν κάνει μια πορεία οι Ρωμαίοι Πληβείοι.
Δημοσιεύθηκε: L’Unità, 30 Σεπτεμβρίου 1925

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το