Τη διπλωματία της δημόσιας αντιπαράθεσης της συνάντησης Τσαβούσογλου-Δένδια στην Άγκυρα, διαδέχθηκε η διπλωματία των εναγκαλισμών στην Αθήνα. Ωστόσο η διατεταγμένη εικόνα προσέγγισης και τα μέτρα οικονομικής συνεργασίας δεν μπορούν να κρύψουν τις προβληματικές σχέσεις των δυο πλευρών. Η λεγόμενη «σταδιακή εξομάλυνση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χωρίς αναίρεση των τουρκικών αξιώσεων, αποτελεί επιλογή Βερολίνου και Ουάσιγκτον, προκειμένου η Τουρκία να αποσπαστεί από την προσέγγισή της με τους ανταγωνιστές τους, Ρωσία και Κίνα, και τη συγκράτησή της στο Ευρωατλαντικό μαντρί. Σ’ αυτόν το στόχο εργαλειοποιούνται τα «διαφιλονικούμενα» ελληνοτουρκικά θέματα και το Κυπριακό αποτελώντας μοχλούς πιέσεων, αλλά και δέλεαρ, προς την Άγκυρα. Το σκηνικό των ιμπεριαλιστικών προτροπών για χωρίς όρους ελληνοτουρκικό διάλογο, παρά τις εφησυχαστικές διατυπώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, για δήθεν θετική προσέγγιση, ανοίγει τις τουρκικές ορέξεις για διεκδικήσεις σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Οι δύο υπουργοί ανακοίνωσαν την πραγματοποίηση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της επερχόμενης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιούνη, στρώνοντας το χαλί και για τη συνάντηση Ερντογάν-Μπάιντεν.
Επιπλέον στο πλαίσιο της «διαδικασίας πρώτης συνεννόησης και σταδιακής ομαλοποίησης» των σχέσεων των δύο χωρών αποφασίστηκε η υλοποίηση προγραμμάτων οικονομικής συνεργασίας και έγινε αναφορά για συμφωνία 25 σημείων. Δίχως καμιά υποχώρηση από τις διακηρυγμένες επεκτατικές θέσεις, ο Τσαβούσογλου αναφέρθηκε στη συνέχιση των διερευνητικών επαφών και στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τονίζοντας ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει τη βούληση να προχωρήσει η συνεργασία «χωρίς όρους και προϋποθέσεις», με βάση «κοινά συμφέροντα».
Σύμφωνα με διπλωματικές πληροφορίες η ελληνική πλευρά (καρφώνοντας τη Ρωσία) έθεσε και την «ανησυχία» της για τη συνέχιση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου «σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή» και πήρε υποσχέσεις ότι θα παρασχεθούν σχετικές πληροφορίες μέσω της ρωσικής κατασκευάστριας εταιρείας. Επίσης έγινε γνωστό ότι μεταξύ 25 και 27 Μάη πραγματοποιήθηκε στην Αδριανούπολη της Τουρκίας διμερής συνάντηση εμπειρογνωμόνων, υπό τα υπουργεία Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, με αποκλειστικό θέμα την αποτύπωση, της υφιστάμενης οριογραμμής στην περιοχή του ποταμού Έβρου, όπως αυτή έχει ορισθεί από το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926.
Ωστόσο οι διαβεβαιώσεις για «αμοιβαία βούληση για την προώθηση μιας θετικής ατζέντας» επισκιάστηκαν από την «ιδιωτική επίσκεψη» Τσαβούσογλου στη Θράκη, όπου επανέλαβε το θέμα τουρκικής μειονότητας επισημαίνοντας ότι «θα είμαστε πάντα σταθερά με την τουρκική μειονότητα, στον αγώνα τους για τα δικαιώματά τους».
Είχε προηγηθεί συνέντευξη του Τούρκου ΥΠΕΞ στο «Βήμα», όπου ανάπτυξε αυτούσια όλη τη γκάμα των Τουρκικών διεκδικήσεων για την περιοχή. Σαν αυτόκλητος υπερασπιστής της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο δήλωσε την αντίθεση της Άγκυρας στο δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. επαναφέροντας την απειλή ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε μια τέτοια επέκταση», για να καταλήξει ότι «μία αμοιβαία αποδεκτή θέση επί του εύρους των χωρικών υδάτων θα επηρέαζε θετικά τα υπόλοιπα θέματα». Για τη προσφυγή στη Χάγη υποστήριξε την πάγια απαίτηση συνδιαχείρισης του Αιγαίου, αναφέροντας ότι πρώτα πρέπει να συζητηθούν όλες οι διαφορές, αμφισβητώντας την κυριαρχία και το νομικό καθεστώς των «νησιών, νησίδων και βράχων και τα αποστρατιωτικοποιημένα ελληνικά νησιά». Επέμεινε ότι το «Oruc Reis» «διεξήγαγε τις έρευνές του εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας» και χαρακτήρισε σαν «απλά παράλογη» την ελληνική θέση για την ΑΟΖ του Καστελόριζου. Επίσης δεν παρέλειψε να υπερασπιστεί και το τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Τέλος, όσον αφορά το Κυπριακό, επανέλαβε τη θέση για «λύση δύο κρατών» ισχυριζόμενος ότι «η επιμονή σε ξεπερασμένα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας μάς οδηγεί μόνο σε φαύλο κύκλο», ζητώντας να υπάρξει μια πιο «ανοιχτόμυαλη προσέγγιση». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσαβούσογλου φύλαξε σαν τελευταία φράση της συνέντευξής του το κύριο «επιχείρημα» της Άγκυρας. Προβάλλοντας απειλητικά την αναμέτρηση ισχύος της κατάληξε ότι «για τη διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων μας η προτίμησή μας είναι η διπλωματία και ο διάλογος, αλλά είμαστε ικανοί να πάμε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση η γειτονική μας Ελλάδα ή άλλες χώρες επιλέξουν. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει σήμερα».
Με αφορμή την ανακοίνωση για τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση για «έλλειμμα εθνικής στρατηγικής βοηθάει την παρελκυστική πολιτική της Τουρκίας» καθώς η διεξαγωγή συναντήσεων σε υψηλό επίπεδο χωρίς πίεση στην Τουρκία για έντιμες λύσεις και τίμημα για την παρελκυστική της πολιτική, βοηθάει την Άγκυρα να αποκαθιστά τη διεθνή εικόνα της χωρίς κόστος και τη διευκολύνει να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων σε βάρος μας. Ξεχνάει βέβαια το λιβάνισμα στον «διαβολικά» καλό Τραμπ στη διάρκεια της δικής του κυβερνητικής θητείας και τη διαχρονικά κοινή στρατηγική υποτέλειας των ελληνικών κυβερνήσεων, που εναποθέτουν στους ιμπεριαλιστές «συμμάχους» προστασία της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr