Δύο εμβληματικές γυναικείες φιγούρες της λογοτεχνίας που ανάμεσά τους χωρούν 25 περίπου αιώνες, κι όμως είναι σαν να μην τις χωρίζει ούτε ενός τσιγάρου δρόμος. Μήδεια και Φραγκογιαννού.
Ευριπίδης και Παπαδιαμάντης, με τις μορφές αυτές, καταγγέλλουν την κοινωνική αδικία τον 5ο π.Χ. και τον 20ο αιώνα αντίστοιχα, προκαλούν παγιωμένες, οπισθοδρομικές και κατασταλτικές αντιλήψεις και πρακτικές, εναντιώνονται στο να χρησιμοποιείται η γυναίκα ως εργαλείο και να ωθείται μέσα από ποικίλες διαδρομές σε ενέργειες που ύστερα απ’ αυτές δεν υπάρχει περαιτέρω.
Ας παρακολουθήσουμε κάποια αποσπάσματα από το έργο τους. Πρώτα από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (μτφρ. Τ. Ρούσσου), (στ. 230-251):
«Απ’ όσα έχουν ψυχή και νου, γυναίκες, το πιο δυστυχισμένο είμαστε πλάσμα· πρώτα με χρήματα περίσσια πρέπει τον άντρα ν’ αγοράσουμε κι αφέντη να βάλουμε έτσι στο κορμί μας· τούτο χειρότερο κακό από κείνο. Η πιο μεγάλη εδώ ’ναι αγωνία· καλός θα βγει; κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει στη γυναίκα να χωρίσει μηδέ να τον αφήσει. Έπειτα πάλι
σε νέες συνήθειες μπαίνοντας και τρόπους, το φέρσιμο του ανδρός ανάγκη πάσα να προμαντεύει, αφού απ’ το σπιτικό της δεν το ’μαθε. Κι αν πάμε σ’ όλα τούτα καλά και δεν βαρυγκομάει εκείνος για το ζυγό, χαρούμενη η ζωή μας· ειδάλλως κάλλιο να χαθούμε. Ο άντρας με τους δικούς του όταν στενοχωριέται, βγαίνει έξω κι αλαφρώνει την καρδιά του βρίσκοντας συνομήλικους ή φίλους· όμως εμείς σε μια ψυχή μονάχα
τα μάτια πρέπει να ’χουμε στραμμένα. Λένε πως δίχως κίνδυνο στο σπίτι ζούμε, ενώ έξω πολεμούν εκείνοι με το κοντάρι· άμυαλη σκέψη· θα ’ταν καλύτερο για μένα τρεις φορές πλάι στην ασπίδα να σταθώ, παρά μόνο μία να γεννήσω
».
Και τώρα ο κυρ-Αλέξανδρος στη «Φόνισσα»:
… Η Χαδούλα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας. Συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της…
… Αφού την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν» και την «ενεκροβλόγησαν» κατά τη συνήθη φρασεολογίαν της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμα και την προίκα της…

… Και πάσα οικογένεια εις την γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε. Μία μητέρα είχεν εξ θυγατέρας χωρίς κανέναν υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ’ έναν υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος.
Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας – και τας πέντε, και τας εξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ’ ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εις τα κτήματα άλλων ευπορωτέρων οικογενειών, εις τας συκάς και τας μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν– ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας –γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας– φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν – ώφειλεν εξ άπαντος «ν’ αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, εξ, ή επτά προίκας! Ω Θεέ μου!

Η Φραγκογιαννού, ζώντας εξήντα χρόνια μια ζωή σκληρή και άχαρη και μη αντέχοντας να δει τα μικρά κορίτσια της τάξης της να υφίστανται την ίδια ή και χειρότερη κοινωνική αδικία, αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια της και να επιφέρει κάποια δικαιοσύνη, μειώνοντας τον αριθμό των κοριτσιών, τα οποία της φαίνονταν πολλά και εφτάψυχα!

… Τα κορίτσια είν’ εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν και σπανίως αποθνήσκουν… Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ’ αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν, παρ’ όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!

… Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει». Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα.

Ο Παπαδιαμάντης μ’ αυτά τα λόγια (αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους, που ξεπερνούν τα όρια αυτού του άρθρου) στέκεται στο πλάι της Φραγκογιαννούς, την κατανοεί και τη συμπονά. Το ίδιο κάνει και ο Ευριπίδης στη Μήδεια: με το χορό να στηρίζει τη γυναίκα που έμεινε μόνη και προδομένη σε ξένη χώρα, κι ας φρίττει με τη θανάτωση των παιδιών. Με το τραγικό της μοιρολόι για τα παιδιά της, ενώ είναι ακόμη ζωντανά. Με τις αντοχές της να τσακίζουν μπροστά στα μάτια και το γέλιο των παιδιών της. Με τη φοβερή επίγνωση ότι είναι αναγκασμένη (στ.1240-1) να προχωρήσει στην αποτρόπαια πράξη, γιατί μαύρη μοίρα περιμένει τα παιδιά της. Κι αποφασίζει να τους αφαιρέσει τη ζωή για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών της. Απόγνωση δεμένη με την πλήρη συνείδηση ότι βυθίζει τη ζωή της στη δυστυχία: Παντέρμο χέρι, πάρε το ξίφος, πάρε το, προχώρα/ ν’ αρχίσεις μια ζωή γεμάτη πόνο…./ πόσο δυστυχισμένη πάω να γίνω. (στ. 1244-50).
Ευριπίδης και Παπαδιαμάντης στέκονται με δέος απέναντι στις δυο γυναικείες μορφές που έπλασαν. Δεν διανοούνται να τις καταδικάσουν. Ούτε καν να τις δικάσουν. Και ο μεν Ευριπίδης στο τέλος της τραγωδίας παρουσιάζει τη Μήδεια να εξαφανίζεται πάνω από τη στέγη του σπιτιού μέσα σ’ ένα άρμα, ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Ο Παπαδιαμάντης – σε εκπληκτικό συσχετισμό με τον Ευριπίδη – παρουσιάζει τη Φραγκογιαννού να βρίσκει το θάνατο «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Ας τον παρακολουθήσουμε.

 Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ’ έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ’ εδίστασε.
Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες, ο εις στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια επ’ ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον.
Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ’ επάτησεν επάνω εις το πέραμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν ωπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας.
Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινε. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδε. Οι πόδες της εγλιστρούσαν.
Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν.

Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.
Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.
Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.
Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.
Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
— Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το