Αποκαλυπτικό ήταν το πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα μας σχετικά με τη στρατηγική που ακολουθεί η Γερμανία σε σχέση με το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Στο άρθρο του Γερμανού ιστορικού Καρλ-Χάιντς Ροτ “Η διπλή ηθική της γερμανικής πολιτικής μνήμης” γίνεται αναφορά στην επιλογή της “μηδενικής λύσης”.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, η Γερμανία κλήθηκε να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει στο θέμα της αποζημίωσης θυμάτων της γερμανικής ναζιστικής κατοχής στην Πολωνία.
Κατατέθηκαν πέντε διαφορετικές προτάσεις που κυμαίνονταν από μια γενναιόδωρη αποζημίωση μέχρι την πλήρη απόρριψη αυτών, της “μηδενικής λύσης”. Η απόφαση που λήφθηκε ήταν της “μηδενικής λύσης”.
Η στρατηγική της “μηδενικής λύσης” είναι απλή.
Δίνουμε βάρος στις συμβολικές κινήσεις ώστε να αποφύγουμε την καταβολή αποζημιώσεων. Πρέσβεις, πρόξενοι και αξιωματούχοι του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών συμμετέχουν στις εκδηλώσεις μνήμης για τους σφαγιασθέντες και καταθέτουν στεφάνια. Συμμετέχουν ως εκπρόσωποι μίας Γερμανίας που τιμά μεν τα θύματα των ναζιστικών θηριωδιών όμως δε δέχεται την ευθύνη να πληρώσει αποζημιώσεις για τις θηριωδίες.
Όπως σημειώνει ο γνωστός ιστορικός, ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Γερμανοί Προέδροι της Δημοκρατίας που επισκέπτονται την Ελλάδα θα βρεθούν σε μαρτυρικά χωριά και μνημεία για τις ναζιστικές θηριωδίες.
Κάνουν δηλώσεις, ζητούν συγνώμη και μιλούν για τη συμφιλίωση.
Την ίδια στιγμή όμως σε όποια συνομιλία κι αν κάνουν, απορρίπτουν με αδιαλλαξία την οποιαδήποτε συζήτηση για καταβολή αποζημιώσεων ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζουν να καταβάλλουν συντάξεις στους συνεργάτες των ναζί.
Οι ενέργειες αυτές δεν είναι τυχαίες αλλά, όπως σημειώνει ο Καρλ Χάινς Ροτ, πραγματώνονται στα πλαίσια μίας γενικότερης στρατηγικής.
Το κόστος για όλες αυτές τις δράσεις είναι ασήμαντο, μηδαμινό μπροστά στο κόστος της καταβολής αποζημιώσεων. Όπως σημειώνει ο Γερμανός ιστορικός, οι συμβολικές αυτές πρακτικές εργαλοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως ένα οικονομικά αποδοτικό υποκατάστατο για την απόρριψη των αξιώσεων για επανορθώσεις και αποζημιώσεις, όπως αυτές έχουν τιτλοποιηθεί βάσει του διεθνούς δικαίου.
Με λίγα λόγια, η “μηδενική λύση” είναι μία στρατηγική κατά την οποία αυτοί που θα έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη για τα εγκλήματα επιθυμούν να ζητούν συγνώμη και να διδάσκουν για τα εγκλήματά που έχουν γίνει, δίχως να αναλαμβάνουν το κόστος για τις συνέπειες που είχαν τα εγκλήματα. Θέλουν να είναι οι ηγέτες της κριτικής η οποία τους ασκείται αρνούμενοι έτσι το δικαίωμα στη διεκδίκηση αυτών που υπήρξαν θύματα. Θέλουν να βρίσκονται στην ίδια πλευρά με τα θύματα για να μην μπορούν τα θύματα να στραφούν απέναντί τους.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μία αναβάθμιση της συγκεκριμένης στρατηγικής. Συμβολικές πράξεις αλλά “μηδενική λύση” ζούμε κάθε χρόνο πολλές φορές σε μαρτυρικούς τόπους, όπως στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα ή στον Χορτιάτη… Πλέον όμως, γίνεται προσπάθεια προσάρτησης των δράσεων μνήμης.
Η προσπάθεια αυτή γίνεται μέσω του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος για τη Νεολαία καθώς και του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον. Επιθυμούν τη συμμετοχή όλο και περισσότερο στον προϋπολογισμό και στη χρηματοδότηση μνημείων, θέλουν να διαμορφώνουν σχέσεις εξάρτησης με φορείς που σχετίζονται με τη διατήρηση της μνήμης, προχωρούν στην κατασκευή ντοκιμαντέρ, χρηματοδοτούν προγράμματα για μνημεία και έρευνες, προχωρούν σε ανταλλαγές νέων.
Πιο πρόσφατα, πριν μόλις μερικές βδομάδες, είχαμε στο Ρέθυμνο, στον μαρτυρικό Δήμο Αγίου Βασιλείου, την υπόθεση με την χρηματοδότηση από το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον μουσείου μνήμης.
Μετά από σφοδρές αντιδράσεις οργανώσεων που αγωνίζονται για την αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων στην Κρήτη και την καταβολή αποζημιώσεων κατόρθωσαν ο Δήμος Αγίου Βασιλείου να αναιρέσει προηγούμενη απόφαση.
Ο κ. Αριστομένης Συγγελάκης, Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας στην Ελλάδα εξηγεί για την ουσία της υπόθεσης:
Με τις κινήσεις αυτές – και θα το επικαλεστεί αυτό η Γερμανία – θέλουν να δώσουν το μήνυμα ότι όχι μόνο δεν είμαστε αδιάλλακτοι αλλά να που κάνουμε κι ενέργειες να στηρίξουμε την Ελλάδα, να ανακαινίσουμε μνημεία, να στηρίξουμε την έρευνα, γιατί δείχνουμε μία καλή διάθεση για τη συμφιλίωση μεταξύ των λαών. Πρόκειται για ψευδεπίγραφη συμφιλίωση γιατί ως προϋπόθεση έχει ότι δε θα αποδοθούν αποζημιώσεις. Όταν ξαναφθάσουμε σε δικαστήρια, η Γερμανία θα το επικαλεστεί αυτό.
Υπάρχει όμως και το πολιτικό ζήτημα. Όπως τόνισαν και Γερμανοί αλληλέγγυοι:
Δε μπορεί με το ένα χέρι να επαιτείς και με το άλλο να απαιτείς. Δε γίνεται με το ένα χέρι να ζητάς χρηματοδοτήσεις και με το άλλο να αξιώνεις τις αποζημιώσεις. Δε γίνεται να δίνεις αγώνα για δικαίωση όταν δέχεσαι χρηματοδοτήσεις που ακυρώνουν το αίτημα για δικαίωση.
Και δεν είναι η μόνη περίπτωση στην Κρήτη.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία εντεινόμενη προσπάθεια διείσδυσης φορέων του γερμανικού κράτους στα ζητήματα της ιστορίας και της μνήμης στο νησί.
Είναι όλες κινήσεις που δεν είναι καθόλου αθώες και εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της Γερμανίας περί “μηδενικής λύσης”. Και δυστυχώς, οι αρχές του τόπου μοιάζουν βαθιά νυκτωμένες.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη δήλωση του πρώην Αντιπεριφερειάρχη Χανίων κ. Απόστολου Βουλγαράκη κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον Ακόλουθο Άμυνας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα Σμήναρχο ε.ε. κ. Ulrich Pfeiffer τον Μάρτη του 2017 ότι «όλοοι είναι θύματα σ’ έναν πόλεμο, κι ότι αυτό το μήνυμα πρέπει να περάσει στις επόμενες γενιές»;
Και πάλι τότε ήμασταν από τους λίγους που είχαν αντιδράσει έντονα.
Πιο πρόσφατα είχαμε τη συμμετοχή του Υπουργού του κρατίδιου της Βαυαρίας Δρ. Σπένλε Λούτβικ και μέλους του κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ και του ομοσπονδιακό βουλευτή Βερολίνου Φλόριαν Χάν, στο συνέδριο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο.
Εκεί όπου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών κ. Μ.Κουγιουμτζής ότι ο Γερμανός υπουργός και ο βουλευτής έχουν αποδεχθεί να χρηματοδοτηθεί από τη Γερμανία, αίτημα της πρωτοβουλίας Χανίων με πρόεδρο τον Δρ. Αλέξανδρο Παπαδερό, να γίνουν εργασίες αποκατάστασης των παλαιών φυλακών της Αγιάς και στον χώρο να δημιουργηθεί ένα μεγάλο μουσείο της Μάχης της Κρήτης.
Αν δεν είχε προηγηθεί η πανδημία του κορωνοϊού θα είχε πραγματοποιηθεί “διαδρομή μνήμης” για τα 80 χρόνια της Μάχης της Κρήτης από τον Σύνδεσμο Φροντίδας Γερμανικών Ταφών Πολέμου (Volksbund Deutsche Kriegsgraberfursorge e.V.).
Ο σύνδεσμος Volksbund χρηματοδοτείται κατά 90% από δωρεές και κατά 10% από το γερμανικό κράτος όμως η διασύνδεσή του με το Γερμανικό κράτος είναι αναμφισβήτητη. Άλλωστε σημερινός πρόεδρος είναι ο Γερμανός στρατηγός Wolfgang Schneiderhan ενώ πάτρονας του Συνδέσμου είναι ο Πρόεδρος της Γερμανίας Frank-Walter Steinmeier.
Επικεφαλής της δραστηριοποίησης του συνδέσμου στα Χανιά είναι η γενικής γραμματέας του Volksbund κ. Daniela Schily.
Πρόκειται για μία οργάνωση που ξεκάθαρα έχει δεσμούς με το Γερμανικό κράτος.
Στην σχετική σύσκεψη συμμετείχαν πολλοί φορείς, μεταξύ άλλων εκπρόσωποι της Βρετανικής πρεσβείας, της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, της Συναγωγής, της Περιφέρειας και του Δήμου Πλατανιά.
Ουδείς εξέφρασε κάποιον προβληματισμό…
Πιθανολογούμε ότι εφόσον πραγματοποιούνταν η “διαδρομή μνήμης”, θα ήταν πράγματι μία όμορφη εκδήλωση. Μπορεί αν ιδρυόταν μουσείο για τη Μάχη της Κρήτης στην Αγυιά να ήταν πράγματι ένα όμορφο μουσείο, μοντέρνο, με τεχνογνωσία για την παρουσίαση της ιστορίας.
Ίσως και η οπτική της ιστορικής πραγματικότητας που θα παρουσιάζεται να είναι πράγματι αντικειμενική, και όχι όπως στα βιβλία του Χάινς Ρίχτερ.
Όμως όποια μορφή και αν έχουν οι εκδηλώσεις, όσο όμορφα και αν είναι τα μουσεία, δε θα είναι ιστορικής μνήμης αλλά λήθης. Λήθη που θα πραγματώνεται μέσω της μετατροπής της ιστορικής μνήμης σε εργαλείο του γερμανικού κράτους ενάντια στις διεκδικήσεις του ελληνικού λαού για αποζημιώσεις, ενάντια στο αίτημα για αποδοχή της ευθύνης των ναζιστικών θηριωδιών και για Δικαιοσύνη.
Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή και οι αρχές του τόπου θα ξυπνήσουν από το βαθύ λήθαργο και θα αρχίσουν να τηρούν τουλάχιστον τα προσχήματα. Αν όχι για την υστεροφημία τους, ας το κάνουν για τους προγόνους και για την ιστορία του τόπου. Ας το κάνουν γιατί είναι δίκαιο. Γιατί το αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων είναι πρώτα και κύρια ένα αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης.
Γιατί, αν κάτι αποδεικνύουν όλη αυτή η πολύπλευρη δράση του γερμανικού κράτους είναι και το εξής: Ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων όχι μόνο δεν έχει τελειώσει – όπως προσπαθούν να μας πείσουν και κάποιοι πατριώτες μας εδώ – αλλά είναι πέρα για πέρα ένα αίτημα ζωντανό.
Ας αρχίσουν επιτέλους ν’ αντιδρούν, γιατί η “μηδενική λύση” δε μπορεί να είναι η απάντηση στη φρίκη της “τελικής λύσης” που έζησαν και οι πρόγονοί μας.
πηγή: agonaskritis
e-prologos.gr