Δύο πολιτικοί πρόσφυγες που ξέφυγαν από το επικίνδυνο για τους δημοσιογράφους -και δη Κούρδους, όπως αυτοί- καθεστώς Ερντογάν έπεσαν θύματα τραμπουκισμού από άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας και κρατήθηκαν σε άθλιες συνθήκες επειδή παρενέβησαν σε άλλο περιστατικό αστυνομικής βίας.
Tα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας (και) στη χώρα μας δεν έχουν τελειωμό. Η Berçem Mordeniz, διαπιστευμένη διερμηνέας και δημοσιογράφος, είναι πολιτική πρόσφυγας που ζει στην Ελλάδα από τα 5 της χρόνια. Οι γονείς της βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από το τουρκικό κράτος.
Ο Çağdaş Kaplan, πρώην αρχισυντάκτης της τουρκικής εφημερίδας Yeni Yasam, βρέθηκε και αυτός πριν από έναν χρόνο στην Ελλάδα για να αποφύγει τη δίωξη, αφού έχει καταδικαστεί στην Τουρκία για διασπορά «φιλοκουρδικής προπαγάνδας». Δημοσιογράφοι και Κούρδοι βρέθηκαν -για την Ελληνική Αστυνομία- στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή.
Ολα ξεκίνησαν όταν κατά τη διάρκεια περιπάτου τους το βράδυ της Κυριακής (9/8) στο Σύνταγμα είδαν σε κοντινή απόσταση μαζεμένους αστυνομικούς και κόσμο να πλησιάζει στο σκηνικό που εκτυλισσόταν. Στην αρχή της Ερμού βρισκόταν ο Α.Δ., τον οποίο οι άντρες της αστυνομίας συνέλαβαν γιατί έγραψε με μαρκαδόρο τη λέξη «Καβάλα» σε μία από τις ακριβοπληρωμένες ζαρντινιέρες του κ. Μπακογιάννη.
Ενώ τον είχαν ακινητοποιήσει και του είχαν φορέσει χειροπέδες πισθάγκωνα, οι αστυνομικοί θεώρησαν πως αυτό δεν ήταν αρκετό: «Του κοπανούσαν το κεφάλι σαν μια μπάλα στον τοίχο, ενώ εκείνος δεν αντιδρούσε», λέει στην «Εφ.Συν.» η Μπερτσέμ. Οπως και οι περισσότεροι στο πλήθος, ρώτησαν τι συμβαίνει επιδεικνύοντάς τους τις δημοσιογραφικές τους ταυτότητες. Τότε, ένας από τους αστυνομικούς που συμμετείχε στη σύλληψη, εξοργισμένος, ρώτησε την Μπερτσέμ αν έχει άδεια για να κάνει αστυνομικό ρεπορτάζ.
Ο Τσαγκντάς, μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο για να μαγνητοσκοπήσει το περιστατικό, του επιτέθηκαν, ρίχνοντάς τον στο έδαφος και τραβώντας τον από τον λαιμό, ενώ έσπασαν το κινητό του. Τότε η Μπερτσέμ έβγαλε βίντεο με το κινητό της, ένα μόλις 18 δευτερολέπτων βίντεο που διαδόθηκε τις επόμενες μέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο ακούγεται ένας εκ των αστυνομικών να την απειλεί ώστε να κλείσει την κάμερα. Δεν άργησε να ακολουθήσει η σύλληψη και των τριών και η μεταφορά τους στο Α.Τ. Ακροπόλεως. «Με τραβούσαν απότομα να μπω στο βαν και κλοτσούσαν τον φίλο μου», περιγράφει η Μπερτσέμ.
Εκεί, η αστυνομική βία, πασπαλισμένη με ρατσισμό, κορυφώνεται: όχι μόνο παρέμειναν με χειροπέδες ώς το πρωί, αλλά τους άφησαν χωρίς τροφή και νερό, ενώ μόλις κάποιος από τους αστυνομικούς αντιλήφθηκε πως η Μπερτσέμ δεν μιλά μόνο ελληνικά, της είπε «είσαι και αλλοδαπή, ε; Τώρα με έφτιαξες».
Το γεγονός, δε, πως κανένα μέτρο πρόληψης για την προστασία τους από τον κορονοϊό δεν ελήφθη, ενδεικτικό των συνθηκών κράτησης που επικρατούν σε αστυνομικά τμήματα και κρατητήρια, είναι μάλλον «λεπτομέρεια» στην ιστορία που περιγράφουν οι δυο δημοσιογράφοι: όταν ο ίδιος αστυνομικός ήρθε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο της Μπερτσέμ και η ίδια διαμαρτυρήθηκε για τη μη τήρηση των αποστάσεων που επιβάλλονται στο πλαίσιο των μέτρων κατά της πανδημίας, εκείνος της φώναξε «Ουστ, έχω και παιδιά, θα με κολλήσεις τίποτα», φτύνοντάς την, ενώ εκείνη είχε ήδη πληροφορήσει την αστυνομία πως είναι χρόνια ασθματική και χρήζει φαρμακευτικής αγωγής.
Το πρωί τούς μετέφεραν στο Α.Τ. Χαϊδαρίου σε έναν μικρό χώρο στον οποίο ήταν δεκάδες άλλα άτομα. Στη συνέχεια τους πήγαν με πούλμαν της αστυνομίας στο δικαστήριο και πάλι μη τηρώντας κανένα από τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας. Εκεί βρέθηκαν και αυτόπτες μάρτυρες που ήταν στο περιστατικό, οι οποίοι εμφανίστηκαν αυτοβούλως να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου.
Η «οδύσσεια» όμως και των τριών συλληφθέντων δεν τελειώνει εκεί. Ενώ στο δικαστήριο η υπόθεσή τους πήρε αναβολή και αφέθηκαν ελεύθεροι, οι αστυνομικοί τούς οδήγησαν εκ νέου στο Α.Τ. Ακροπόλεως επικαλούμενοι… διαδικαστικά ζητήματα, δεμένους και πάλι με χειροπέδες, και τους απελευθέρωσαν μόνο όταν μπήκαν στο τμήμα.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν στη κοινή υπόθεσή τους οι δυο δημοσιογράφοι και ο Α.Δ. είναι εξύβριση και αντίσταση κατά της αρχής, σωματική βλάβη από αμέλεια και φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Τα δικαστικά έξοδα έχει αναλάβει το European Centre For Press And Media Freedom, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως οι μυϊκοί τραυματισμοί της Μπερτσέμ αναφέρονται στη δικογραφία ως εκδορές από δάγκωμα αδέσποτου σκύλου!
«Τρανταχτή περίπτωση κατάχρησης εξουσίας και αστυνομικής αυθαιρεσίας που θέτει υπό αμφισβήτηση καταστατικές ελευθερίες και αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος – ήτοι την ελευθερία της έκφρασης-πληροφόρησης και την αρχή σεβασμού της αξίας του ανθρώπου χωρίς διακρίσεις», χαρακτήρισε το περιστατικό ο δικηγόρος που έχει αναλάβει την υπόθεση, Αλέξανδρος Παπαστεριόπουλος.
«Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει την παράνομη βία που τυχόν ασκήθηκε σε βάρος πολίτη από όργανο που ασκεί δημόσια εξουσία και φέρει το μονοπώλιο του καταναγκασμού. Η εκδικητική βία αστυνομικών σε βάρος προσώπων διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής και οι προκληθείσες εκδορές στο σώμα κανενός δεν μπορούν να δικαιολογούνται ως επιθέσεις “αδέσποτου σκύλου” σε ένα κράτος δικαίου που σέβεται και υπηρετεί τους πολίτες του».
Πηγή: Εύα Παπαδοπούλου -efsyn.gr
e-prologos.gr