Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Από την αυτοαξιολόγση στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών

Όποιες διακηρύξεις, όποιων κυβερνήσεων και να διαβάσει κανείς για την αυτοαξιολόγηση θα διαπιστώσει ότι προβάλλεται σαν το μαγικό ραβδί «δια πάσαν νόσον» που θεραπεύει με αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Η αυτοαξιολόγηση, όχι μόνο δεν είναι «αθώα», όπως εκ του πονηρού διαδίδουν οι πρόθυμοι υποτακτικοί της κυβέρνησης, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την αξιολόγηση. Όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.1

Το Υπουργείο Παιδείας, με βάση τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4547/18 για τις λεγόμενες «νέες δομές στην εκπαίδευση», επιχειρεί να προωθήσει την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας (αξιολόγηση στελεχών, προγραμματισμός – αποτίμηση εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων). Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εφαρμόζοντας τις πολιτικές του ΟΟΣΑ επιδιώκει σε πρώτη φάση την εμπέδωση «κουλτούρας αξιολόγησης» στοχεύοντας να καταστήσει όλους τους εκπαιδευτικούς «αξιολογητές», για να τους μετατρέψει σε αξιολογούμενους σε επόμενη φάση διαμορφώνοντας βαθμιαία ένα καθολικό πανοπτικό και αυταρχικό μοντέλο αξιολόγησης με περιτύλιγμα συμμετοχικό και συνεργατικό. Με βάση το αξίωμα σήμερα αξιολογείς εσύ το διευθυντή σου; Αύριο θα αξιολογήσει αυτός εσένα!

Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσονται η αξιολόγηση των στελεχών εκπαίδευσης με ποιοτική και ποσοτική κλίμακα, η συνέντευξη, η αξιολόγηση σε ετήσια βάση του διευθυντή από τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας, με ανώνυμα ερωτηματολόγια, η ενσωμάτωση της απεργοσπαστικής τροπολογίας Γεροβασίλη (που ψήφισε η κυβέρνηση μαζί με τη ΝΔ), που προβλέπει ότι κάθε εκπαιδευτικός που δεν θα αξιολογήσει δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για θέση ευθύνης.

Είναι αποκαλυπτική για την προώθηση σε επόμενη φάση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, η ενίσχυση του επιτελικού ρόλου της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.). Η ίδια η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. αποδέχεται αυτό τον ρόλο σε σχετική έκθεσή της στις 21/3/2017, όπου αναγράφεται ότι είναι: «αρμόδια κατά νόμο τόσο για την εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση), όσο και για την εξωτερική αξιολόγηση της Σχολικής Μονάδας». Επιπλέον στις αρμοδιότητες του ΙΕΠ περιλαμβάνεται και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Εξάλλου η κυβερνητική επιδίωξη εφαρμογής της αξιολόγησης όλων των δημοσίων υπαλλήλων, αποδεικνύει ότι στην εκπαίδευση δεν μπορεί να περιοριστεί στην αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και στην αξιολόγηση των στελεχών. Στόχος επόμενος η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το πλαίσιο που έχει συμφωνήσει ήδη το υπουργείο με τον ΟΟΣΑ και την ΕΕ. Άλλωστε το πνεύμα του ΠΔ152 για τα επονομαζόμενα στελέχη (ποσοτική εκτίμηση με βάση την κλίμακα του 100, διαρθρωμένοι ιεραρχικά αξιολογικοί χαρακτηρισμοί -εξαίρετος, επαρκής, ανεπαρκής κλπ.), όπως και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα, ζει και βασιλεύει.

Ο ν. 4547/18 για τις νέες εκπαιδευτικές δομές εμπεδώνει ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό, δημιουργώντας μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις.

Προγραμματισμός και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου

Από αυτή τη σχολική χρονιά επιχειρείται η έναρξη της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας μέσα από το λεγόμενο «προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου». Η διαδικασία αυτή προβλέπεται από το νόμο 4547/18 (άρθρα 47,48) ότι θα γίνεται στη βάση θεματικών αξόνων, με ειδική φόρμα και δείκτες, που θα καθορίζονται με Υπουργική Απόφαση. Αμέτρητες θα είναι οι συνεδριάσεις που προβλέπονται από το Σεπτέμβριο, στους συλλόγους διδασκόντων. Με την εντατικοποίηση της εργασίας των εκπαιδευτικών και τη γραφειοκρατία στους συλλόγους διδασκόντων να παίρνει μια νέα διάσταση. Σχολικό συμβούλιο, ομάδες σχολείων, ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, ΙΕΠ, Υπουργείο επιτηρούν και ελέγχουν το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί λογοδοτούν για το επίπεδο συμμόρφωσης τους στην αντιδραστική αλλαγή της εκπαίδευσης. Όλα τα παραπάνω, συγκροτούν τους όρους μιας διαδικασίας που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες. Αντίθετα, αυτή διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξη και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων, που θα πάρει σαφέστερα χαρακτηριστικά με την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που θα ορίσουν φόρμες και δείκτες αξιολόγησης. Αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει και στην αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών.

Όλα τα παραπάνω, συγκροτούν τους όρους μιας διαδικασίας που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες και δε θα μπορούσαν να γίνουν σε ένα αυταρχικό και ιεραρχικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αντίθετα η αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων. Οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε ένα κυκεώνα συνεδριάσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Είναι μια διαδικασία αλλοτρίωσης και χειραγώγησης.

Καταρρίπτεται κάθε ψευδαίσθηση ότι ο προγραμματισμός κάθε σχολικής μονάδας και η τελική έκθεση ανατροφοδοτικής αποτίμησης είναι υπόθεση του συλλόγου διδασκόντων παρά τις όσες διακηρύξεις για «παιδαγωγική αυτονομία», αφού θα καθορίζονται κεντρικά. Στην κατάρτιση του εκπαιδευτικού σχεδίου / προγραμματισμού κάθε σχολείου και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αυτοαξιολόγησης εμπλέκεται και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κάθε Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) θα είναι υπεύθυνο για τη σύνταξη συνολικής έκθεσης της περιφέρειας ευθύνης. Έτσι παίρνει σάρκα και οστά ο ν. 3848 της Α. Διαμαντοπούλου σε ένα μοντέλο περιφερειακής και ταξικής κατηγοριοποίησης των σχολείων.

Αντίστοιχα, η διαμόρφωση ομάδων σχολείων για τον καλύτερο συντονισμό των αξιολογικών διαδικασιών και των επιμέρους σχολικών προγραμματισμών, υπό την αποκλειστική ευθύνη των διευθυντών, που θα πρέπει να λειτουργούν πλέον με όρους managers, η τακτική παρακολούθηση του σχεδίου δράσης κάθε σχολείου και η πιθανή τροποποίησή του μετά από τακτικές συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων, με τη συμβολή και καθοδήγηση των ΠΕΚΕΣ προσανατολίζουν το όλο πλέγμα «αποτίμηση-τυποποίηση-έλεγχος», στην κατεύθυνση της λειτουργίας του σχολείου με τους όρους της αγοράς. Ο προγραμματισμός των σχολείων θα καθορίζεται, όχι με βάση την εκτίμηση του συλλόγου διδασκόντων για τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών, αλλά λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τις αρχές της επιχειρησιακής διοίκησης, την προκαθορισμένη στοχοθεσία και τη διαρκή παρακολούθηση και επίτευξη του αρχικού σχεδίου δράσης από τα ΠΕΚΕΣ.2

Η «αυτοαξιολόγηση» των σχολείων μετατρέπεται μια καρικατούρα συμμετοχής των εκπαιδευτικών και των άλλων φορέων στη λειτουργία του ταξικού σχολείου και των μηχανισμών αξιολόγησης. Ένα «αδειανό πουκάμισο», μια ψευδαίσθηση συμμετοχής που νομιμοποιεί την κρατική εξουσία και τον έλεγχο. H κλασική συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας για τη συνδιοίκηση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών θεσμών, που συμπυκνώνουν την κυριαρχία των κυρίαρχων τάξεων και στρωμάτων, χρησιμοποιείται και αξιοποιείται απ’ τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τους «αριστερούς» εκσυγχρονιστές – υποστηρικτές της στην κοινωνία και την εκπαίδευση. Έτσι η αυτοαξιολόγηση λειτουργεί ως «φύλλο συκής» ενός αυταρχικού, ιεραρχικού, συγκεντρωτικού και κομματικά ελεγχόμενου διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης.

Αξιολόγηση με βάση τις επιδόσεις των μαθητών!

Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων σε επίπεδο περιφέρειας δε θα εντείνει απλώς, την κοινωνική διαφοροποίηση των σχολικών μονάδων, αλλά θα οξύνει επιπλέον και το πνεύμα ανταγωνισμού στην κατεύθυνση της ακόμη μεγαλύτερης αποδοχής του προτεινόμενου αξιολογικού πλαισίου και των σύστοιχων στόχων της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής. Ας σημειωθεί ότι σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η θεσμοθέτησε περιφερειακών εξετάσεων για το «Νέο Λύκειο» που εξήγγειλε πρόσφατα ο Υπουργός Παιδείας Κ. Γαβρόγλου και μάλιστα με απώτερο στόχο τη σύνδεση των επιδόσεων των μαθητών με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Στις 31-8-17, ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, σε συνέντευξή του στον Real Fm αναφερόμενος στο νέο Λύκειο δήλωσε ότι «το διαγώνισμα του Ιανουαρίου θα είναι ένας τρόπος να δούμε αν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι αποτελεσματικοί. Διότι κι αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί».

Με τη δήλωση αυτή του Κώστα Γαβρόγλου ουσιαστικά αποκαλύπτεται ότι στις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας είναι να καθορίζονται ως κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων τα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή οι επιδόσεις των μαθητών.

Μια παρόμοια πρόθεση εκδηλώθηκε, αλλά δεν προχώρησε, τον Μάρτιο του 2013, όταν επιχειρήθηκε να εισαχθεί στον ν. 4142/2013 «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΕ)» τροπολογία για την αξιολόγηση σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που όριζε με σαφήνεια, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αξιολόγηση–κρίση των εκπαιδευτικών θα γίνεται με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να προλαμβάνεται η ασυνέπεια μεταξύ των στόχων».

Να το πούμε καθαρά: Η λεγόμενη αυτοαξιολόγηση θα αρχίσει με απογείωση του γραφειοκρατικής δουλειάς του εκπαιδευτικού (συμπλήρωση εντύπων, φορμών με δείκτες, τυποποιημένες απανωτές συνεδριάσεις συλλόγων, κλπ) και θα καταλήξει στη χειραγώγηση, τον επιθεωρητισμό και την απόλυση. Και αυτά δεν αποτελούν «μελλοντολογία», αλλά διαπιστώσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας σε χώρες που υπάρχει η αυτοαξιολόγηση καθώς είναι γνωστό ότι η αυτοαξιολόγηση είναι η οργανική εξέλιξη του επιθεωρητισμού στο «μεταμοντέρνο» σχολείο.

Η ιστορία της εκπαίδευσης και η συγκριτική παιδαγωγική καταδεικνύουν ότι όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση οδήγησε στην εξωτερική αξιολόγηση των μαθητών, δηλαδή σε εξετάσεις. Η γενίκευση της και η μετατροπή της σε βασική πηγή αξιολόγησης για τον εκπαιδευτικό (όπως συμβαίνει στις παραπάνω χώρες) θα μετατρέψει τα σχολεία σε φροντιστήρια εκγύμνασης εν όψει εξετάσεων και θα καταστρέψει όποια μορφωτική αξία έχει διατηρήσει το σχολείο. Έτσι μέσα από την αλυσίδα των ωφελιμοθηρικών αντιλήψεων, το «μαθαίνω» μεταφράζεται σε «αποστηθίζω», η παιδεία συρρικνώνεται σε καταναγκαστικό βαθμοθηρικό μηχανισμό και στο τέλος δε σώζεται ένα κομματάκι ψυχής και πνεύματος για να τρυπώσουν η απόλαυση της ανάγνωσης, η χαρά της αναζήτησης και της εύρεσης, η τέρψη της γνώσης.

Οι νέοι επιθεωρητές είναι εδώ!

Οι νέοι επιθεωρητές ονομάζονται πια Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου, ενώ οι Σχολικοί Σύμβουλοι καταργούνται. Ο ελεγκτικός τους, νέο – επιθεωρητικός ρόλος είναι σαφής και προδιαγράφεται από τον ν. 4547/18, άρθρο 5, παράγραφος 6 σύμφωνα με το οποίο αποφασίζουν εκτός των άλλων για:

«την παρακολούθηση της υλοποίησης του προγραμματισμού, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, με σκοπό την επανεξέταση και ανατροφοδότηση του προγραμματισμού… την τελική αποτίμηση του ετήσιου προγραμματισμού, κατά τη λήξη του σχολικού έτους …»

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων μετονομάζεται σε αποτίμηση και ο Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου αξιολογεί το βαθμό επίτευξης των στόχων. Μια επιλογή που καταδεικνύει ξεκάθαρα την προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει το εκπαιδευτικό έργο και τους εκπαιδευτικούς μέσα από την πολυδιαφημιζόμενη “αυτονομία” της σχολικής μονάδας.”

Εκπαιδευτικοί – λάστιχο!

Το πρώτο βήμα στην πορεία προς την αυτοαξιολόγηση έγινε με τη ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου και τη γνωστή εγκύκλιο για την παραμονή των εκπαιδευτικών στο σχολείο για 30 ώρες που προβλέπει το νέο καθήκον του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.

Με το άρθρο 245 του Νόμου 4512/2018 αντικαταστάθηκε η παρ. 8 του άρθρου 13 του ν. 1566/1985 (Α΄ 167) για τα εξωδιδακτικά καθήκοντα και το ωράριο των εκπαιδευτικών,ως εξής:

«8. Oι εκπαιδευτικοί των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παραμένουν υποχρεωτικά στο σχολείο τους στις εργάσιμες ημέρες, πέρα από τις ώρες διδασκαλίας, όχι όμως πέρα από έξι (6) ώρες την ημέρα ή τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του άρθρου 11, για την προσφορά και άλλων υπηρεσιών που ανατίθενται από τα όργανα διοίκησης του σχολείου και συνδέονται με το γενικότερο εκπαιδευτικό έργο, όπως:

η προετοιμασία του εποπτικού εκπαιδευτικού υλικού και των εργαστηριακών ασκήσεων,

η διόρθωση εργασιών και διαγωνισμάτων,

η καταχώρηση-ενημέρωση της αξιολόγησης των μαθητών,

η συμμετοχή στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση εορταστικών, αθλητικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων,

ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου,

η επικοινωνία με δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου,

η συνεργασία με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο ίδιο τμήμα ή που διδάσκουν τα ίδια γνωστικά αντικείμενα,

οι παιδαγωγικές συναντήσεις για την κατάρτιση ομαδικών ή εξατομικευμένων προγραμμάτων υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητικών ομάδων ή μαθητών,

η επίβλεψη σχολικών γευμάτων,

η ενημέρωση των γονέων και κηδεμόνων,

η τήρηση βιβλίων του σχολείου

η εκτέλεση διοικητικών εργασιών.

Από τα παραπάνω, τα νέα εξωδιδακτικά καθήκοντα των εκπαιδευτικών είναι:

προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου,

επικοινωνία με δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου,

συνεργασία με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο ίδιο τμήμα ή που διδάσκουν τα ίδια γνωστικά αντικείμενα,

παιδαγωγικές συναντήσεις για την κατάρτιση ομαδικών ή εξατομικευμένων προγραμμάτων υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητικών ομάδων ή μαθητών.

Αυτά τα καθήκοντα θα εξειδικευθούν με Υπουργικές Αποφάσεις που αναμένονται.

Κάποια όμως από τα παραπάνω καθήκοντα είναι σύνθετα και περιλαμβάνουν μια σειρά άλλων καθηκόντων/ενεργειών που θα πρέπει να γίνουν κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.

Έτσι για παράδειγμα ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου αναλύεται ενδεικτικά σε ενέργειες όπως:

Σύνταξη σχεδίων δράσης με σκοπούς και ειδικούς στόχους

Οργάνωση κριτηρίων , στρατηγικές και ενέργειες εφαρμογής σχεδίων δράσης

Οργανωτικές δομές

Αρμοδιότητες προσώπων και μηχανισμοί συνεργασίας και συντονισμού. Συνεργασία με νέες δομές.

Παρεμβάσεις σε επίπεδο σχολείου ή σχολικής τάξης

Διαμορφωτικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και τον συντονισμό της σχολικής ζωής και σε εκπαιδευτικές πρακτικές. Εφαρμογή των δράσεων για επίτευξη των στόχων .

Συναντήσεις ομάδων εργασίας, συλλογή και επεξεργασία στοιχείων κ.ά.

Εργαλεία παρακολούθησης και αξιολόγησης

Προσδιορισμός μεθοδολογικών εργαλείων που απαιτούνται για τη συλλογή/καταγραφή δεδομένων ( ημερολόγια, σχέδια παρατήρησης, φόρμες καταγραφής, ερωτηματολόγια, σχέδια συνέντευξης κ.λπ.).

Διαδικασίες παρακολούθησης και αξιολόγησης του σχεδίου δράσης

Έκθεση των αποτελεσμάτων του σχεδίου δράσης

Διαδικασίες σχεδιασμού και οργάνωσης των ομάδων εργασίας, διευθέτηση προβλημάτων χρόνου, επικοινωνίας και συνεργασίας, παρεκκλίσεις του αρχικού σχεδιασμού και αναθεωρήσεις του σχεδίου

Όλα αυτά δείχνουν τον πολλαπλό, ασφυκτικό έλεγχο των εκπαιδευτικών και την εντατικοποίση της εργασίας τους που χάνει κάθε παιδαγωγικό χαρακτήρα και εξελίσσεται σε μια γραφειοκρατική διαδικασία υποταγής και συμμόρφωσης. Δείχνουν, επίσης, με σαφήνεια που πάνε τα πράγματα στο «ανοικτό» και «μεταμοντέρνο» σχολείο: στην πειθάρχηση του εκπαιδευτικού που διαφωνεί με την κυρίαρχη ιδεολογία και στη συμμόρφωσή του, όχι αυτή τη φορά από τον επιθεωρητή, αλλά από… το σύλλογο διδασκόντων που «αυτοαξιαλογείται» εκτελώντας χρέη «συλλογικού επιθεωρητή».

Αυτοαξιολόγηση – Χρηματοδότηση – Χορηγοί – Αυτονομία – Ευελιξία

Άμεσος στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση – κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών).

Η επιδιωκόμενη οργανωτική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος με θεσμούς διοικητικής αποσυγκέντρωσης που δε θίγουν ουσιαστικά τον συγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης, αλλά τον αποσυμπυκνώνουν προβάλλοντας μια ψευδή αποκέντρωση επιδιώκει την απαλλαγή του αστικού κράτους από τα βάρος των κρατικών δαπανών για την εκαπίδευση. Άλλωστε ο σημερινό Υπουργός Παιδείας, ως πρόεδρος τη Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων για τον Εθνικό Διάλογο δήλωνε: «Στο σχολείο του 2016 δεν μπορεί όλα να περνάνε από το υπουργείο Παιδείας. Θα πρέπει να δοθεί ελευθερία στους συλλόγους διδασκόντων, στη διεύθυνση αλλά και στους γονείς να παίρνουν κάποιες αποφάσεις. Για παράδειγμα, η χρηματοδότηση ενός σχολείου για εργασίες υποδομών από μια ιδιωτική εταιρία, θα μπορούσε να είναι μια απόφαση που θα ήταν – ίσως – καλύτερο να ληφθεί από το ίδιο το σχολείο»

Η «αυτονομία» δεν αποσκοπεί σε μια ανοιχτή, ελεύθερη, εκπαιδευτική διαδικασία, ούτε στο «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία». Η εκπαίδευση παραμένει αλυσοδεμένη στο άρμα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων υπό τον κεντρικό έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας . Άλλωστε ο αρχιτέκτονας των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων Α. Λιάκος δηλώνει κυνικά: «Πράγματι, η εκπαίδευση είναι ένας τεράστιος χώρος που προσφέρεται για επικερδή επιχειρηματικότητα και χωρίς μεγάλες επενδύσεις».3

Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.

Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.

Συλλογικότητα – Αντίσταση

Καμιά συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και άλλες διαδικασίες που εξωραϊζουν το αυταρχικό πρόσωπο μιας υποταγμένης κυβέρνησης που δια πυρός και σιδήρου υλοποιεί μια πολιτική εξαθλίωσης του λαού, κονιορτοποίησης δικαιωμάτων και κατακτήσεων ολόκληρου αιώνα σύμφωνα με τα κελεύσματα ΕΕ και ΔΝΤ.

Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να αντισταθεί με προσανατολισμό την ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και της πολιτικής κυβέρνησης – Ε.Ε. – Ο.Ο.Σ.Α. Να διεκδικήσει παράλληλα τηην κατάρεγηση του νόμου για τις νέες δομές και όλο το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης. Να προβάλει το αίτημα: Όχι στην αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση. Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο.

Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση – όχι για να εξωραϊσουμε την αξιολόγηση – και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια «άλλη» κοινωνία.

Σημειώσεις – Βιβλιογραφία
1.1. Γιώργος Κ. Καββαδίας, Τρόμος και αθλιότητα της αυτοαξιολόγησης, «Αντιτετράδια της εκπαίδευσης», τ. 107, Φθινόπωρο 2014
2.Γιώργος Καλημερίδης, Για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης : οι νέες δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, περιοδικό Σελιδοδείκτης 4ο τεύχος
3.Διαρκής Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, Εθνικός και κοινωνικός διάλογος για τηνπαιδεία, Διαπιστώσεις, προτάσεις και χρονοδιαγράμματα υλοποίησης [πόρισμα Κ. Γαβρόγλου], Αθήνα, Μάιος 2016
4.Αντώνης Λιάκος: «Αυτονομία του σχολείου…, Εφημερίδα των Συντακτών Δ., 6 Ιουνίου 2016
5.Χρήστος Κάτσικας, «Ψαλίδι» στις προσλήψεις και σχολική «αυτονομία», Εφημερίδα των Συντακτών, 16 Μαϊου 2016

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου και εκπρόσωπος στο ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά της Ενότητας Αντίστασης Ανατροπής

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το