Σύμφωνα με όσα δηλώνει η υπουργός Παιδείας στις σκηνοθετημένες και “ανέφελες” εμφανίσεις της στα ΜΜΕ, οι βασικοί άξονες των αλλαγών που συναντούν εκπαιδευτικοί και μαθητές τη φετινή σχολική χρονιά (2022/23), είναι τα εργαστήρια δεξιοτήτων και οι ψηφιακές δεξιότητες, η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ο ψηφιακός μετασχηματισμός (με την εγκατάσταση διαδραστικών πινάκων), ενώ για την επόμενη σχολική χρονιά (2023/24) θα “απολαύσουν”, μαζί με τη γενίκευση της ατομικής αξιολόγησης, τη νέα ψηφιακή πλατφόρμα, το βάθεμα της αυτονομίας του σχολείου, τις «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» και την ολοκλήρωση της «ψηφιακής μάθησης».
Έτσι “Η Παιδεία Αλλάζει. Στην Πράξη” όπως λέει η προπαγανδιστική κονκάρδα της υπουργού Παιδείας.
Αλήθεια, μιλάμε για το ιδεολογικό «πρετ-α-πορτέ» της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ.
Οι νέες προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας υπόσχονται ένα λαμπρό μέλλον για την ελληνική εκπαίδευση εάν ακολουθηθεί πιστά η φαρμακευτική τους αγωγή. Ποια είναι αυτή; Κοινός τόπος των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΣΕΒ είναι η απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικευμένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση, συρρίκνωση του μορφωτικού υπόβαθρου, προσαρμοστικότητα και εκμάθηση «βασικών δεξιοτήτων». Ο ΟΟΣΑ είναι σαφής: «Δεν θα έχουν όλοι την τύχη να ακολουθήσουν μια καριέρα στον δυναμικό τομέα της ‘νέας οικονομίας’. Επομένως τα σχολικά προγράμματα σπουδών δεν γίνεται να είναι σχεδιασμένα σαν να πρόκειται όλοι να φτάσουν τόσο μακριά».
Οι μεταβολές αυτές δεν συνιστούν ένα επιφαινόμενο ή εφήμερο χαρακτηριστικό αλλά μία εκτροπή από το αξιακό και παιδαγωγικό πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, όπως τουλάχιστον το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Μιλάμε για μια βίαιη επιχείρηση αναπροσαρμογής της εκπαίδευσης στις ράγες του νέου πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος.
Η αυτονομία είναι η «μηχανική» της ιδιωτικοποίησης – εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στην διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από εμπορική εκμετάλλευση των δομών της σχολικής μονάδας σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο.
Η ίδια η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Η αξιολόγηση προβάλλεται σαν γραβάτα αλλά κρύβεται η θηλιά της
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι άμεσα θα συνδέσει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους.
Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών, θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών.
Το σχολείο των δεξιοτήτων (ψηφιακών ή μη) υποτιμά την ουσία της μόρφωσης
Η όλη επιχείρηση του ΥΠΑΙΘ στο περιεχόμενο του σχολείου αφορά στον εξοβελισμό της στέρεης γνώσης και στην αντικατάστασή της με εφήμερες δεξιότητες. Οι «ήπιες δεξιότητες», οι «ψηφιακές δεξιότητες», οι «νέες εκπαιδευτικές θεματικές» και τα «εργαστήρια δεξιοτήτων», που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η υπουργός Παιδείας, πριμοδοτούνται στην προοπτική ανάπτυξης μιας ευέλικτης εργατικής δύναμης σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας. Στα πλαίσια αυτά καθόλου τυχαία δεν είναι και η επιμονή του ΥΠΑΙΘ στη λεγόμενη Ελληνική PISA, δηλαδή, η αποτίμηση αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» : Με άλλα λόγια να τελειώνουμε με τους αδύναμους!
Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» είναι ο τέταρτος άξονας του σχεδίου, που εξυπηρετεί τον πάγιο στόχο για στροφή προς την κατάρτιση, σε βάρος της γενικής εκπαίδευσης. H κυνική διαπίστωση του πρωθυπουργού ότι «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι κατ’ ανάγκη στο πανεπιστήμιο», πριμοδοτείται από τη λογική του ταξικού ξεκαθαρίσματος ως ένα είδος ρεκτιφιέ και ουσιαστικά μετατρέπει, ακόμη περισσότερο τους φτωχούς και αδύναμους μαθητές, σε πεδίο βολής. Κυριολεκτικά στοχεύει στη νομιμοποίηση της «έξωσης» χιλιάδων μαθητών οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται».
Το σχέδιο δραστικής μείωσης των εισακτέων στα Πανεπιστήμια συνδέεται σαφώς με την προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού των Γενικών Λυκείων. Η πρώτη μεθόδευση αφορούσε στη μείωση του αριθμού των εισακτέων με όχημα την ΕΒΕ και ακολουθεί η συρρίκνωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο πολλών τμημάτων Πανεπιστημίων.
Το «παιδαγωγικό ευαγγέλιο» της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας πριμοδοτεί, χωρίς να το δηλώνει, την παλινόρθωση» μιας εξεταστικοκεντρικής οργάνωσης του Λυκείου με ενδοσχολικές εξετάσεις τύπου πανελλαδικών (δηλαδή με θέματα από την Τράπεζα Θεμάτων) και όποιος καταφέρει και «επιζήσει σχολικά», μετά το τέλος του Λυκείου, να δίνει πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή του στην ανώτατη εκπαίδευση.
Έτσι οι μη ευνοημένοι μαθητές καλούνται να παίξουν τον ρόλο της Ιφιγένειας για να φυσήξει ούριος άνεμος στον κυρίαρχο στόχο για περικοπές, κατάρτιση αντί για εκπαίδευση και φθηνό εργατικό δυναμικό.
Χρήστος Κάτσικας
e-prologos.gr