Γιάννη Ρίτσου
Κουμπάρε, ευχαριστούμε…
Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ
Κουμπάρε,
σου γράφω σ’ ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι ρωτάνε για σένα, κουμπάρε.
Οι ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος ο λαός κρατάει μ’ ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομα σου
όπως εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ θα το ‘ θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ’ ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ θα το’ θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ’ το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ’ τη Μακρόνησο στον Άη – Στράτη
δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά αντίσκηνα τρύπησαν απ’ τις βροχές και τους ήλιους
πολλές ψυχές τρύπησαν απ’ τις σφαίρες
πολλές στέγες γκρεμίστηκαν στη λύπη.
Έλιωσε το γαλάζιο πουκάμισο και του φετεινού Μάη.
Έλιωσαν τα παπούτσια σου στις πέτρες της εξορίας.
Τώρα ξυπόλυτος περπατάς στην ψυχή μας.
Έρχονται κάποτε στιγμές που τα λουλούδια μυρίζουν ναφθαλίνη
κι όλες τις ώρες το νερό μυρίζει αίμα.
Πολλές σημαίες διπλωθήκαν στο κοντάρι του δισταγμού
πολλοί καθήσαν σταυροπόδι στον πόνο τους
πολλοί σταυρώσαν τα χέρια τους πάνου στο φόβο
άλλοι περιμένουν πίσω απ’ την πόρτα ν’ ακούσουν τ’ άρβυλα του ήλιου
άλλοι δεν πιστεύουν στο ψωμί και στα χέρια τους
άλλοι κλείνουν τ’ αυτιά τους με το κερί του επιταφίου μην ακούσουν τη σάλπιγγα,
μα εσύ κουμπάρε των απλών ανθρώπων δεν έχεις καμιά πόρτα κλεισμένη
ποτέ κανείς δεν είδε τη ματιά σου μεσίστια
ποτέ η ματιά σου δεν ήταν πιο κάτου απ’ το μπόι του Έθνους
ποτέ μια άσπρη τρίχα δε φύτρωσε στα μαλλιά της στοργής σου
ποτέ δεν έλειψαν τα πεύκα απ’ το βουνό της καρδιάς σου.
Σα θα’ ρθει η ώρα θα σου πούμε πόσο σ’ αγαπήσαμε.
Κουμπάρε που στεφάνωσες την καλοσύνη με το θάρρος,
εσύ που πιάνεις το γονατισμένο φως απ’ τις μασχάλες
κι ανασηκώνεις απ’ τη λάσπη την ελπίδα,
μια μέρα που όλα ήταν σκοτάδι, πέτρα και βλαστήμια
είδες ένα ανθοπέταλο από μια μυγδαλιά στον ώμο του βασανιστή σου,
ένα ανθοπέταλο σα μια σταγόνα φως, σαν επωμίδα αγάπης,
σαν κλειδαρότρυπα στο ολόκλειστο σκοτάδι, –
από κει μέσα μπόρεσες να δεις πίσω απ’ τη νύχτα τον ασύνορο δρόμο του ανθρώπου
και στ’ όνομα ενός ανθοπέταλου συχώρεσες και τον εχθρό σου ακόμη,
μα εσένανε, κουμπάρε, δε σου συχωράνε την αγάπη.
Εσύ, ξυπόλυτο παιδί γυμναζόσουν στα καστανά χωράφια της πατρίδας σου
πότε πιασμένος απ’ τα κλώνια του πλάτανου να δυναμώσεις τα μπράτσα σου
πότε πιασμένος με τα μάτια απ’ τα κρικέλια των άστρων να δυναμώσεις την ψυχή σου
πότε ξαγρυπνώντας, εσύ κι ο ίσκιος σου, σαν το δραγάτη με το σκύλο του,
στ’ αμπέλια των συχωριανών σου
μαθαίνοντας μες στη βαθιά σιωπή το αλφάβητο του γαλαξία
μαθαίνοντας τη γεωγραφία στις φλέβες του καλοκαιριού
μαθαίνοντας την ιστορία στα χέρια και στα μάτια των προλεταρίων
και πότε πάλι
πιασμένος απ’ το κοντάρι της Φυλής σου γυμνωμένο απ’ τη σημαία
γυμναζόσουν στο άλμα είς ύψος –
Ο Ψηλορείτης , σου’ λεγαν οι χωριανοί σου οι γέροντες,
είναι τ’ ασκλάβωτο άλογο του Διγενή που πέτρωσε μες στη σκλαβιά του Τούρκου
κι αν μ’ ένα μόνο σάλτο πήδαγες στη ράχη του
το πέτρινο φαρί θα τίναζε μια χαίτη ακτίνες και θα κάλπαζε στον κόσμο.
Κι εσύ , παιδί ανεμόδαρτο και ηλιόντυτο, δοκίμαζες το μέγα πήδημα
μπροστά στις θειές σου ελιές και στα ξαδέρφια σου τα πεύκα
κάτω από τις ορμήνειες του παππού σου του ήλιου.
Αργότερα, στην ξένη πολιτεία που σου γύριζε τις πλάτες των παραθυριών της,
με τα ελατίσια χέρια σου κρατούσες το λιγνό πανέρι
που πούλαγες κουλούρια για να βγάλεις το κουλούρι σου και να σπουδάσεις.
Η απλή φωνή σου δίσταζε στα λόγια
κόμπιαζε στο λαρύγγι σου – δε φώναζες
και τα κουλούρια απόμειναν απούλητα
σκληρά και στρογγυλά σαν τα μηδενικά στο σχολικό τετράδιο
σαν τους κρίκους στα πόδια των σκλάβων.
Ώσπου μια μέρα τέντωσες τα γυμνασμένα νεύρα σου και φώναξες
κι αντήχησε η φωνή σου κατακόρυφη μπρος στις ψυχρές ευθείες των τοίχων
τόσο που ο ίδιος τρόμαξες και θάμπωσες απ’ την ψηλόκορμη φωνή σου
κι ύστερα φάρδυνες το βήμα και προχώρησες στην πολιτεία
ανεμίζοντας τη φωνή σου σα σημαία μπρος στη διαδήλωση των παλμών σου.
Και τότε
σπάσαν οι κρίκοι των μηδενικών που σφίγγαν το λαιμό της τόλμης σου,
έμαθες να μιλάς μπροστά στον ήλιο – ήταν η πρώτη νίκη σου,
έμαθες να μιλάς γι’ αυτούς που πόναγαν και σώπαιναν – ήταν η νίκη μας.
Τώρα του Ψηλορείτη το άτι ιδρώνει κάτου από τα σκέλια σου,
τώρα η φωνή σου κυματίζει στην εμπροσθοφυλακή του μέλλοντος.
Κουμπάρε, εσύ όλα τα ΄δωσες στ’ αδέρφια σου,
τίποτα δεν εκράτησες για σένανε
εξόν μονάχα απ’ τη χαρά να δίνεις και να παίρνουν.
Στο μέτωπό σου οι αυλακιές του πόνου σου γέμισαν στάχια
κι είσαι μια θημωνιά πανύψηλη για τ’ αλώνι του κόσμου.
Πολύ λάδι κρατάει το χαμόγελό σου για το σκουτέλι και το λύχνο των φτωχών
πολύ μπαρούτι τρέχει στις φλέβες σου για το άδικο.
Τώρα με το μυστρί του στοχασμού σου και του λόγου σου
χτίζεις κάθε μέρα την πρόσοψη του ορίζοντα.
Κουμπάρε, πολλά σου χρωστάει ο κόσμος όλος,
κι εγώ σου χρωστάω ακόμα πιότερα
σου χρωστάω τη σιγουριά της καλοσύνης μέσα στις πιο πέτρινες ώρες
σου χρωστάω το φως των ματιών σου που άνοιξε δυό κατάφωτα παράθυρα
πάνου απ’ την πιο νυχτερινή μου σκέψη
μια νύχτα καταιγίδας που τα χέρια μου δεν έβλεπαν το δρόμο
προς τα χέρια του αδελφού μου
κι ακόμα σου χρωστάω εκείνο το βιολί που έβαλες για φεγγίτη μας
στη σκηνή Α 16 του Άη – Στράτη
κι έφεξαν δυό δεμάτια στάχια τα μουστάκια του μπάρμπα – Νικόλα
και πια από τότε δε με φτάνει φως κι αγέρας και σιωπή δίχως τη μουσική του κόσμου
δίχως μια δοξαριά να πάλλεται στους ελαιώνες της ψυχής μου.
Εσύ, κουμπάρε, με το παραπάνω ξόφλησες το χρέος σου,
εμείς κρατάμε αξόφλητο το δικό μας σε σένα.
Αν τύχει να σου δίνουμε κάποια χαρά
είναι που ξέρεις πως το ξέρουμε τι σου χρωστάμε. Αυτό δε φτάνει.
Θα’ θελα να’ χα να σου στείλω μιαν αλλαξιά ρούχα, ένα μπουκάλι ρακί,
καφέ και μπόλικα τσιγάρα –
το ξέρω, κουμπάρε, πως σου χρειάζονται
όταν στυλώνεις νυχτοήμερα τα γεφύρια
από καρδιά σε καρδιά
από λαό σε λαό – σου χρειάζονται
όταν χτίζεις το μέλλον με τα μεγάλα αγκωνάρια του λόγου σου
όταν αγρυπνάς στο προσκέφαλο του λαού σου κρατώντας το χέρι του
και μετρώντας το σφυγμό του,
σου χρειάζονται ο καφές και το τσιγάρο στην παγκόσμιαν αγρύπνια σου.
Έχω δει το εργατικό σου χέρι να στεριώνεται σαν πύργος πάνου στο χαρτί,
έχω δει το τσιγάρο σου να καπνίζει πάνου απ’ τα γραφτά σου
σαν τους καπνοδόχους των χωριών μας το απόβραδο
ετοιμάζοντας το δίκαιο δείπνο του μόχθου.
Κάθε σπίτι πρέπει να’ χει τον καπνοδόχο του
κάθε φωτιά το τσουκάλι της
κάθε τραπέζι το ψωμί του
κάθε παιδί το βιβλίο του και το τόπι του
και το δικό σου χέρι πρέπει να’ χει το τσιγάρο του και να καπνίζει
όπως η καμινάδα μιας σοσιαλιστικής φάμπρικάς τα βράδια της ειρήνης.
Χίλιες φορές, κουμπάρε, τ’ ονειρεύτηκα να σου στείλω ένα δέμα
πασχαλιάτικα αυγά, δυο – τρεις φανέλες ήλιο, καφέ αλεσμένο με τα χέρια
της μάνας μας Ρωμιοσύνης
και μπόλικο καπνό βλογημένο απ’ τον ιδρώτα των αδελφών μας
να θυμίζει τ’ αγαπημένα σου καπνομάγαζα
τ’ αγαπημένα σου χωράφια που δουλεύεις για τη λευτεριά τους.
Χίλιες φορές, κουμπάρε, τ’ ονειρεύτηκα
να βάζω στο χαρτονένιο κουτί ένα – ένα τα πράματα ,
πράμα και φιλί, πράμα και δάκρυ, ζεστά, στρωτά και νοικοκυρεμένα
όπως η μάνα βάζει τα εσώρουχα της φαμίλιας στην κασέλα
όπως η ειρήνη βάζει τα σιδερωμένα αισθήματα στη γαλήνη
όπως εσύ βάζεις το’ να φύλλο χαρτί πάνου στ’ άλλο
το’ να φύλλο του ήλιου πάνω στ’ άλλο
το’ να φύλλο της καρδιάς σου πάνου στ’ άλλο
και το στέλνεις στον κόσμο
χωρίς κουτιά, κορδέλες, σπάγγους, βουλοκέρια,
ανοιχτό γράμμα με τη σφραγίδα μόνο του λαϊκού σου σθένους.
Το ξέρεις, κουμπάρε, πολλές φορές το ονειρεύτηκα.
Δεν τα κατάφερα. Συμπάθα με.
Όλοι πολύ μοχτούμε σήμερα για το ψωμί και την ειρήνη.
Τώρα σου στέλνω μονάχα αυτό το ποίημα
δεμένο σταυρωτά με τις δειλινές αχτίνες της έγνοιας μου
με τις αχτίνες της έγνοιας των κουμπάρων σου –
βάζει η αγάπη μου τα λόγια μου στο στίχο
όπως βάζει το δέντρο τα λουλούδια του και τους καρπούς του στον ήλιο.
Μακάρι να σου φέρουν κάτι απ’ την καρδιά μου.
Σου στέλνω τα χαιρετίσματα των βουνών, των πουλιών και των απλών ανθρώπων.
Όλα τα γράμματά σου τα παίρνουμε , κουμπάρε,
τα βρίσκουμε κάθε πρωινό κάτου απ’ την πόρτα μας ριγμένα με το χέρι του ήλιου. Σ’ ευχαριστούμε
Μην πικραθείς που’ ναι τα μάτια μας κλαμένα –
είναι, κουμπάρε, απ’ τη χαρά μας που σ’ έχουμε κουμπάρο.
Ευχαριστούμε.
Απρίλης – Μάης 1955
Αυτό το ποίημα έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον προλετάριο αγωνιστή λογοτέχνη Θέμο Κορνάρο, ο οποίος την εποχή που γράφτηκε μάλλον βρισκόταν εξόριστος στον Αϊ Στράτη.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 29 Μάη του 1955 στην εφημερίδα «Η Αυγή», και περιλαμβάνεται στην έκδοση «Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά Τραγούδια», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009 (4η έκδοση).
Στην ίδια έκδοση ο ποιητής με τη μορφή σημείωσης δίνει στον αναγνώστη μερικές χρήσιμες επεξηγηματικές πληροφορίες, που τον βοηθούν να μπει στο «κλίμα» των στίχων του.
«ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Θέμος Κορνάρος συνηθίζει να λέει όλους «κουμπάρους», κι όλοι τον φωνάζουν: Κουμπάρο. Το Ανθοπέταλο της Μυγδαλιάς είναι αληθινή ιστορία που τη διηγείται ο Κορνάρος. Το ίδιο και το Πέτρινο Άλογο του Διγενή, ο Ψηλορείτης, είναι απ’ τις παιδικές αναμνήσεις του. Το ίδιο και η ιστορία του Κουλουρτζή. Εγώ δεν έκανα άλλο παρά να τα μεταγράψω στο στίχο με το φόβο πως θα χάσουν τη θέρμη και λάμψη που έχουν στο στόμα αυτού του εξαίσιου αφηγητή, του Θέμου Κορνάρου, του Κουμπάρου μας.
Συχνά θεωρούμε κάποιες εικόνες και κάποιους στίχους των ποιητών σαν ανεύθυνες παραδοξολογίες, σαν αυθαιρεσίες. Κάποτε, βέβαια, είναι έτσι. Μα γενικεύοντας αυτή την άποψη φτάνουμε να δυσπιστούμε στους περισσότερους στίχους και ν’ αποδίδουμε αυτή τη μορφή λίγο – πολύ σ’ όλους τους ποιητές. Για ν’ αποφύγω μια τέτια παρεξήγηση νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω το στίχο: «ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΠΟΥ ΕΒΑΛΕΣ ΓΙΑ ΦΕΓΓΙΤΗ Μας ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ Α 16». Ο Κουμπάρος, ανεξάντλητος σ’ εφευρετικότητα, μας έφερε, όταν χτίζαμε τη σκηνή μας, ένα ατελείωτο παρατημένο βιολί κάποιου συνεξόριστου, να το βάλουμε για κάδρο του παραθύρου στο άνοιγμα της σκηνής – φυσικά, το σκελετό του βιολιού. Έτσι κι έγινε. Το βιολί φεγγίτης. Ο Μπάρμπα – Νικόλας που αναφέρεται σ’ αυτό το ποίημα δεν είναι άλλος απ’ το Νικόλα Στασινό που τον μετέφεραν σε αφασία απ’ τον Αϊ – Στράτη, τυλιγμένον σε μια κουβέρτα. Σε δυο μέρες πέθανε χωρίς να μιλήσει, χωρίς να προφτάσει να τον δει η γυναίκα του και το παιδί του. Μέναμε στην ίδια σκηνή με το βιολί – φεγγίτη.
Γ.Ρ.»
Το γράμμα που έγραψε ο Θέμος Κορνάρος και έστειλε από τον Αϊ Στράτη όπου βρισκόταν εξόριστος, ως απάντηση στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου:
«…Δεν είμαι ένας, μα χιλιάδες,
όχι μονάχα οι ζωντανοί
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή…
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Αγαπημένε μου ποιητή. Διαβάζω το χαιρετισμό σου και κλαίω. Σου γράφω για να μην πλαντάξω από υπερηφάνεια κι από συγκίνηση για τον ποιητή του καιρού και του γένους μας. Μα δεν είναι μηδ’ ο Γιάννης Ρίτσος, που δίνει αυτή τη συγκίνηση, μηδ’ ο Θέμος Κορνάρος ο αποδέκτης της. Χάσαμε ποιητή ―τι χαρά!― την ατομική μας ταυτότητα μέσα στις φάλαγγες της Ιστορικής πορείας. Κι ένας άλλος μεγάλος ποιητής μάς υπόγραψε από χρόνια πολλά τη νέα ταυτότητα. Αυτήν που αντιγράφω αρχή-αρχή! Του φιλώ με σεβασμό το χέρι, που με τόση στοργή και σοφία μάς οδήγησε μεσ’ από νύχτες πηχτές για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Διάβασα το ποίημά σου· χιλιάδες μάτια ολόγυρά μου με κυττάνε. Χιλιάδες μάτια από μέσα σου βλέπουνε με τα δικά μου μάτια, να δούμε πως θα φερθώ. Κι έκλαψα. Χωρίς να ντρέπουμαι. Γιατί δεν είμουν εγώ!
Άταφοι μείνανε οι όμορφοι νεκροί των αγώνων του Έθνους μας στις μεγάλες στράτες. Τους δώκαμε, ποιητή, προσωρινό τάφο την καρδιά μας. Κι οι αγωνιστές που απομένουν ζωντανοί ολόγυρά μας, ξέρουνε τι πολύτιμο φορτίο κουβαλούμε και γι’ αυτό κυττάζουνε σε τέτοιες στιγμές όχι εμένα μα εκείνους τους αγαπημένους που συνωστίζονται στις στρατιές της Μνήμης και της Καρδιάς. Είναι οι στιγμές που σμίγουν και μιλούν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, μέσα στη ματιά μας, στην κίνηση του προσώπου, στο γραφτό και στον άγραφτο λόγο.
Και τα δάκρυα που φανήκανε στα μάτια μου, διαβάζοντάς σε, κι οι αστραπές που τιναχτήκανε, κι η ομορφιά που πήρανε αυτά τα μάτια, δεν είτανε μήδε δάκρυα μήδε ομορφιά προσωπική, ραντεβού και κουβέντα είταν των ζωντανών και των πεθαμένων αγωνιστών, που έλεγε για κάτι καινούργιο που φάνηκε στην αλωνίστρα την Ελληνική: Το ποίημά σου Γιάννη Ρίτσο.
Το άγαλμα που ύψωσες για τον αγωνιστή ― τύπο του καιρού μας. Η πρώτη δικαίωση των θυσιών και του μόχθου των Ελλήνων. Κάποιο οικόπεδο σου χρειάστηκε για το Μνημείο. και κάποιο όνομα. Πήρες γι’ αυτή τη δουλειά την καρδιά και το όνομά μου. Το ίδιο θα ’κανε όποιο κι αν διάλεγες από τις χιλιάδες που μας τριγυρίζουν, από γνωστά κι άγνωστα ονόματα του Λαού των Ελλήνων. Σημασία έχει το ίδιο το άγαλμα. Και πιο μεγάλη ακόμη το ότι ο Λαός εγνώρισε τους αγώνες και τις θυσίες και τη φάτσα του σ’ αυτό το έργο. Και χρησιμοποιεί τα δικά μου τα μάτια για μπαλκόνι, κι αποκρεμιέται για να ιδεί και να θαυμάσει. Στα δάκρυά μου και στην περηφάνεια μου είναι ο χαιρετισμός, και ο θαυμασμός και η περηφάνεια του για τον ποιητή του.
Εγώ προσωπικά, Γιαννιό, τι να σου στείλω και τι να σου πω; Δεν έχω τίποτα δικό μου. Μόνο έναν κόσμο αγάπη μέσα μου, που με κάνανε πληρεξούσιο αυτοί που την αποθηκέψανε, να τη μοιράζω απλόχερα σα χάδι και σα φάρμακο, στους καλούς και στους κακούς της Γης.
Είναι πολύ βαρειά δουλειά το να ξέρεις ν’ αγαπάς σαν πληρεξούσιος της μάζας. Δεν τη φοβούμαι αυτή τη δουλειά για σένα Ποιητή.
Καλή δύναμη
Ο αδερφός σου απ’ την εξορία
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ»
Θέμος Κορνάρος – 52 χρόνια από τον θάνατό του (23 Απρίλη 1970)
«Κουμπάρε». Αυτή ήταν η προσωνυμία του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου, που υποκαθιστούσε και το «Θέμος» και το «Κορνάρος». Με την προσφώνηση «κουμπάρε» συμπύκνωνε τις έννοιες αδελφός, σύντροφος, συναγωνιστής.
Υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος και συνεχίζει: Η ζωή, η δράση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστοχες βολές» στις ρίζες της λαϊκής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης, της ξενοδουλίας και της πολύπλευρης καθυστέρησης της χώρας. Αγωνίστηκε αδιάλλαχτα να εμποδίσει τη ζούγκλα «να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς».
Αξιος μαχητής της στρατιάς της κοινωνικής αλλαγής. Για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς: Το ’36 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο και αργότερα, βαριά άρρωστος, στην Ακροναυπλία. Και έπειτα «τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό/ Απ’ το Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου/ Απ’ τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη/ Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου/ Με δύο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…» (Γ. Ρίτσος) .
Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει, σχεδόν, τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία. Ολη την ξόδεψε στις επαναστάσεις του τόπου μας. Οταν μαζεύεται από τους πολέμους, καταπιάνεται με τα αμπέλια».
Είναι ο μικρός, από τα 9 παιδιά του οπλαρχηγού. Εχει πάθος με τα γράμματα. Διψάει για μόρφωση, να πάει γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, με όνειρο να γίνει γεωπόνος. Από τα 9 του διαπραγματεύεται με τον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο. «Δεν ήθελε να με στείλει για γράμματα». Δώδεκα χρονώ το σκάει για την Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκαταλείψει το όνειρό του να πάει στο γυμνάσιο. Πουλάει τσιγάρα, κάνει θελήματα. Προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να γραφτεί στο γυμνάσιο. Δεν τα καταφέρνει και φεύγει για τη Μακεδονία, όπου περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δουλειά βρει. Σε καπνοχώραφα, μεταλλεία, τυπογραφεία. Φτάνει ως το Αγιον Ορος και δουλεύει σκαφτιάς στα κτήματα των μοναστηριών. Αυτό τα καλοκαίρια. Το χειμώνα πάει στο σχολείο. Στα διαλείμματα πουλάει στους συμμαθητές του κουλούρια, κοιμάται σε παλιά σιδηροδρομικά βαγόνια γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι και περνάει τις τάξεις. Την τελευταία τάξη, παλεύοντας με τον ίδιο τρόπο, τη βγάζει στη Θήβα. Εχει φτάσει πλέον στην πόρτα του πανεπιστημίου, μα δε θα την περάσει ποτέ. Σπούδασε, όμως, γερά στο «πανεπιστήμιο» της ζωής και του αγώνα, που τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Ο Θέμος Κορνάρος
Στη Θήβα δουλεύοντας στο τσιφλίκι των Μπαίικερ πρωτοπαίρνει μέρος σε απεργία. Από τότε ο δρόμος του χαράχτηκε οριστικά. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Εταξε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού του, έγινε ο πρακτικογράφος των αγώνων των.
Ξεκίνημα
Ξεκινά σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο. Μεγάλη απήχηση στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους ασκούν λογοτέχνες της Δυτικής Ευρώπης, που μιλάνε για τη κατάσταση των εργατών, τις άθλιες συνθήκες ζωής τους. Με τις εντυπώσεις από τη ζωή των ανθρακωρύχων και τους εργατικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη καλλιεργεί το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και επηρεάζει αρκετούς νέους πεζογράφους της εποχής. Είναι περίοδος που στο «Ριζοσπάστη», στη «Νεολαία» και σε λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύονται τακτικά ποιήματα και διηγήματα εργατών.
Το πρώτο του κείμενο του Θέμου Κορνάρου στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Δεκέμβρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει ότι «αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες». Θέλει στο έργο του να ακούγεται «το ”γκουχ, γκουχ” του σιδερένιου τροχού, το ”τσαφ τσαφ” του συνδετικού λουριού, το βούισμα του μοτέρ, το ”χρρρρ…” του βιντς κι ανάμεσα σε αυτά όλα η σκληρή, η τραχιά, νευρώδικη κραυγή του βιομηχανικού εργάτη» (στο ίδιο).
Ο συγγραφέας σε επίσκεψη στο γραφείο του Λένιν στη Μόσχα
Ισως ο Κορνάρος είναι ο μοναδικός συγγραφέας που του ταιριάζει ο τίτλος του εργάτη – συγγραφέα. Ξεκινά με αυτόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, όπου καταγράφει τις συνθήκες που έζησε ο ίδιος. Οχι ως τουρίστας, αλλά ζώντας και δουλεύοντας ανάμεσα με τους ανθρώπους του μόχθου. Ζυμώθηκε μαζί τους.
Το έργο του
Ο Κορνάρος δεν ήταν καθεαυτό μυθιστοριογράφος. Τα περισσότερα έργα του είναι «κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και χρονικού, μαρτυρούσαν ένα ταλέντο, όπου η όσφρηση του δημοσιογράφου και η εσωτερική ματιά του λογοτέχνη παρουσίαζαν μια σύνθεση από τις πιο σπάνιες και τις πιο αποδοτικές (…) εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτά ήταν ότι η κριτική ενυπήρχε μέσα στην περιγραφή που ήταν πάντοτε αχνιστή, σπαρταριστή, ότι οι αγανακτήσεις του, χωρίς να εκφράζονται άμεσα, έβγαιναν ζωντανές μεσ’ από τα κείμενα, μας χτυπούσαν σαν άνεμος κατά πρόσωπο» («ΕΣΤΙΑ», τεύχος 1031, «Θέμος Κορνάρος», ΧΑΤΖ).
Το πρώτο του έργο «Ερωτας και αναιστησία» είναι η ιστορία ενός λούστρου (εκδόθηκε το 1929 στο Ηράκλειο). Σιωπηρά αποκηρύχθηκε από τον ίδιο. Αργότερα, στην Αθήνα, επιχείρησε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, ενώ δούλευε συγχρόνως εργάτης σε χτισίματα του Εθνικού Θεάτρου (και αργότερα ως θερμαστής). Εκεί γνώρισε τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος εντυπωσιασμένος έγραψε μια εγκωμιαστική κριτική στην εφημερίδα «Πρωία». Αφορμή για την παρουσίασή του ήταν το «Αγιον Ορος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933). Το βιβλίο περιείχε βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Αθω, το 1931. Ενα βιβλίο «μαστίγιο», όπως χαρακτηρίστηκε και που έφερε στη δημοσιότητα μια από τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ζωής, μαστιγώνοντας τη βρωμιά και την υποκρισία του καλογερισμού.
Το βιβλίο σημείωσε τρομερή επιτυχία. Εκδόθηκε 3 φορές σε 2 μήνες. Προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας και των κρατικών αρχών που κατάσχεσαν τη 2η έκδοση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία του «Αγίου Ορους» συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης έως και το 1944.
Την ίδια χρονιά (1933) εξέδωσε την «Σπιναλόγκα». Λογοτεχνικά είναι ένα βήμα παραπέρα. Δίνει λογοτεχνικότερη μορφή στις σκέψεις και στη συγκίνησή του. Αυτό όμως που αξίζει εδώ δεν είναι η περίτεχνη φράση. Είναι η δυνατή περιγραφή και η αγάπη για τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Είχε επισκεφτεί ο ίδιος το νησί και έδωσε ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Με τη «Σπιναλόγκα» κουρελιάζει, ξεγυμνώνει την αστική «φιλανθρωπία» και την κρατική «μέριμνα» για την υγεία των εργαζομένων.
Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», όπου ζωντανεύει το δράμα των απόκληρων της κοινωνίας, όπως το έζησε ο ίδιος στις πολύχρονες περιπλανήσεις του. Λίγο αργότερα χάνεται στα βάθη των Ινδιών σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας. Κάποιες εντυπώσεις του θα τις γράψει στην «Ανατολή».
Το 1941 κυκλοφορεί το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια, σκίτσα μάλλον, της ναζιστικής Αθήνας. Είναι μια διακήρυξη πίστης στον άνθρωπο, στον αγώνα του, στην ανθρωπιά. Με την απελευθέρωση έδωσε ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του. Στο «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» (1945) εξιστορεί τις φρικαλεότητες των ναζί στο στρατόπεδο, όπου έκλειναν αγωνιστές της Αντίστασης και ομήρους, προκειμένου να τους εκτελέσουν ως αντίποινα σε πράξεις της Αντίστασης. Οι καλύτερες σελίδες αναφέρονται στα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν. Το άντρο αυτό αποτελούσε το διακομιστικό θάλαμο προς το στρατόπεδο. Το πραγματικό θέμα πίσω από τη συγκλονιστική αφήγηση είναι η αντίσταση που πρόβαλαν στον κατακτητή οι έγκλειστοι. «Είναι μορφές ηρωικές μέσα σε αυτή την αφήγηση που αποσπούν το θαυμασμό μας. Πιο συγκλονιστικά, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, σύμβολο και συγκεντρωτικός αγωγός αυτής της αντίστασης», (Γιάννης Χατζίνης). Ο Κ. Βάρναλης το χαρακτήρισε «… το πιο ώριμο και ενδιαφέρον έργο του και από την άποψη του γραψίματος και από την άποψη του θέματος».
Ακολουθούν «Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του 1943 και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό και τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης (καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση). «Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 εκδίδεται το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 τα «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, Ελβετία και Ρώμη. Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) – μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.
Επιμελήθηκε δύο τόμους Ανθολογίας Αντιστασιακού διηγήματος με τίτλο: α) «Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού» και β) «Αρματωμένη Ελλάδα». Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Επιθεώρηση Τέχνης» και την προδικτατορική «Αυγή».
Πηγή: stithaghi.blogspot.com
e-prologos.gr