Η ενεργειακή κρίση του 1973 αφορούσε μόνον στο πετρέλαιο. Η σημερινή κρίση εκτός από το πετρέλαιο επεκτείνεται και στο ηλεκτρικό και στο φυσικό αέριο. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, πάνω από 80 εκατομμύρια νοικοκυριά στην Ευρώπη θα δυσκολευτούν να καλύψουν φέτος τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Ας δούμε σε έναν Πίνακα την εντυπωσιακή εξέλιξη των διεθνών ενεργειακών τιμών για το εννεάμηνο από τον Γενάρη μέχρι τον Οκτώβρη 2021.
ΕΙΔΟΣ | Πετρέλαιο | Ηλεκτρικό | Φυσ. αέριο | CO2 | Ναύλοι | Μεταφορές |
ΙΑΝ. 21 | 54,47 | 52,52 | 1,98 | 32 | 10,30 | 900 |
ΟΚΤ. 21 | 81,39 | 153,81 | 9,65 | 63 | 86,95 | 13.000 |
$/β. brend | €/MWH | €/lt | $/ρ | $/tn ξηρ.φορ | $/container |
Όλες οι παραπάνω τιμές, συνέπεια της εκτίναξης των ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου και φυσικού αερίου), συμπαρασύρουν τις βιομηχανίες ηλεκτρικού ρεύματος, τους ναύλους και τις μεταφορές, με άμεση συνέπεια ένα ντόμινο αυξήσεων σε όλα τα καταναλωτικά αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, ραγδαία άνοδο του πληθωρισμού κ.ο.κ. δηλ. μία ενεργειακή κρίση, που μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε επισιτιστική. Περιττό να πούμε ότι τα παραπάνω ενεργειακά προϊόντα είναι χρηματιστηριακά και κατά συνέπεια χειραγωγούνται από τα πανίσχυρα μονοπώλια του είδους. Σημειώνουμε επίσης, ότι η κινέζικη βιομηχανία -δεύτερη μεγαλύτερη καταναλώτρια πετρελαίου παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ-, που δεν διαθέτει ενεργειακές πηγές, έχει προαγοράσει κατά την περσινή ύφεση των τιμών, μέσω της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας CNOOC, 73 εκατ. βαρέλια πετρελαίου (περ. 9,5 εκατ. tn) από τη Βραζιλία, το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία και τη Νιγηρία, αποθηκευμένα σε 59 διαφορετικά πλοία έξω από τις Βόρειες ακτές της χώρας, δηλ. μία ποσότητα που αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα της ζήτησης ολόκληρου του πλανήτη, συμβάλλοντας και αυτή στην άνοδο των τιμών.
Το πολιτικό ερώτημα είναι: Γιατί αυτή η κρίση, τη στιγμή που υπάρχουν θάλασσες πετρελαίου (αποθέματα OPEC 1,2 τρισ. βαρέλια σύμφωνα με US Energy Information Administration, με 120 lt/ βαρέλι) και απέραντα σύννεφα φυσικού αερίου (187,3 τρισ. m3);
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, μέσω των μονοπωλίων τους και τη χειραγώγηση των χρηματιστηρίων, μπορούν να ελέγχουν την παραγωγή τους ανάλογα με τη ζήτηση και να επιβάλλουν –σύμφωνα με τα συμφέροντά τους και τις γεωπολιτικές συγκυρίες- τεχνητή ζήτηση, που προκαλεί άνοδο των τιμών. Στη συγκεκριμένη συγκυρία όπου υπάρχει ο ανταγωνισμός με τις ΑΠΕ και την «πράσινη» τεχνολογία, είναι προφανές ότι οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα διατηρηθούν ψηλές και θα μειώνονται ανάλογα με τα οικονομικοπολιτικά ανταλλάγματα που θα συνάπτουν με τα διάφορα κράτη-πελάτες τους. Είναι γνωστό το παράδειγμα της Γερμανίας που με τη συμφωνία Μέρκελ-Πούτιν, ο νέος αγωγός φυσικού αερίου «Nord Stream 2» παρακάμπτοντας την Ουκρανία, θα πηγαίνει κατ’ ευθείαν σε γερμανικά λιμάνια, με τιμή μόλις 0,3 $/ m3 εφοδιάζοντας τους γερμανικούς βιομηχανικούς κολοσσούς. Η τελική αποδοχή της συμφωνίας, μετά την κάμψη των αντιρρήσεων της Ουάσιγκτον, περιμένει την έγκριση από τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού.
***
Για την ΕΕ το ενεργειακό έλλειμμα (βιομηχανιών και νοικοκυριών) για το χειμώνα που έρχεται, προβλέπεται να ξεπεράσει τα 100 δισ. €. Προφανώς τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι εξαρτημένα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και παράλληλα δεσμευμένα από τη Συμφωνία του Κιότο για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων CO2. Οι πιο κοντινές πηγές φυσικού αερίου και πετρελαίου (με δεδομένη την κατακόρυφη άνοδο των ναύλων και μεταφορών) είναι της Ρωσίας (καλύπτει το 40% των αναγκών) και του Αζερμπαϊτζάν (18%) οι οποίες διατηρούν την τεχνητή έλλειψη, από τότε που η ΕΕ ανήγγειλε με τυμπανοκρουσίες την «πράσινη επανάσταση» με πρόσχημα την αποφυγή της περαιτέρω μόλυνσης του περιβάλλοντος. Αυτό είναι και το ευρωπαϊκό προπαγανδιστικό σλόγκαν προκειμένου να αποφύγουν τη μελλοντική ενεργειακή εξάρτηση από τις χώρες παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Έτσι τώρα, η διέξοδος για την ΕΕ βρίσκεται στο μονόδρομο των «πράσινων» ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική, φωτοβολταϊκά κ.α.) με απώτερο στόχο τη μελλοντική αποκλειστική χρήση της «πράσινης» ενέργειας. Ο γερμανογαλλικός άξονας υποστηρίζει σθεναρά τη στροφή προς τις ΑΠΕ, η οποία έχει στόχο να διασφαλίσει τη στρατηγική ενεργειακή αυτονομία της ΕΕ (που δεν διαθέτει ορυκτά ενεργειακά αποθέματα και εξαρτάται από τις εισαγωγές), αλλά και να πρωτοπορήσει στις νέες τεχνολογίες της «οικονομίας του ήλιου και του υδρογόνου», οι οποίες –κατά την ΕΕ- θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες. Με τη δήθεν αποφυγή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις πετρελαιοβόρες βιομηχανίες, πολλά ισχυρά κράτη, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν ευθυγραμμιστεί με την πρόταση της ΕΕ και τη δέσμευση για μείωση των ρύπων. Ωστόσο, επειδή και οι ρύποι έχουν μετατραπεί σε εμπόρευμα, το αποτέλεσμα είναι οι ισχυρές βιομηχανικές χώρες να αγοράζουν τα δικαιώματα ρύπων από τις ασθενέστερες μετατρέποντας την περιβαλλοντική ρύπανση σε φαύλο κύκλο. Ο πόλεμος συμφερόντων μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγών μονοπωλίων και των χωρών που -μη έχοντας πηγές ορυκτού πλούτου- στηρίζουν τις ΑΠΕ θα κρατήσει για δεκαετίες, δεδομένου ότι οι χώρες με βαριά βιομηχανία, είναι αδύνατον προς το παρόν να λειτουργήσουν χωρίς την ενέργεια του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου, εξαρτώμενες από ΑΠΕ και άρα από τα μετεωρολογικά φαινόμενα (ηλιοφάνεια, άνεμος κ.α.). Πίσω του βρίσκονται πάντοτε οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις από μία χούφτα των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία), για τις οποίες το ζήτημα της επάρκειας ορυκτών καυσίμων, μπορεί να θεωρείται λυμένο από τις εκβιαστικές συμφωνίες με τις ασθενέστερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες (Καναδάς, Μεξικό, Βραζιλία, Βενεζουέλα κλπ), με τιμές κάτω του κόστους και προσφορά εμπορικών, κυρίως, ανταλλαγμάτων. Όμως, η παρεμπόδιση με κάθε τρόπο του αντιπάλου στη σύναψη συμφωνιών, την ακύρωσή τους, την επιβολή κυρώσεων ή στην εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών αποτελεί ζήτημα πρώτιστου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
Τα προφανή θύματα αυτού του άγριου ανταγωνισμού για τις σφαίρες επιρροής και ελέγχουν των χωρών ορυκτού πλούτου, είναι και πάλι οι λαοί οι οποίοι θα πληρώσουν το τίμημα της ανόδου των ενεργειακών τιμών, με τη συνεχώς μειούμενη αγοραστική τους δύναμη. Μία παρατεταμένη ενεργειακή κρίση, λόγω της κατακόρυφης ανόδου του τιμαρίθμου, προκαλεί μικρή ή εκτεταμένη επισιτιστική κρίση που οδηγεί τα ασθενέστερα νοικοκυριά στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
***
Μόλις πριν λίγες ημέρες (12/10) η ΕΕ -παρά τις σφοδρές εσωτερικές αντιπαραθέσεις των κρατών-μελών της γύρω από το ενεργειακό- εξήγγειλε μέτρα για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης και κυρίως για την προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τη διαφύλαξη της «ανταγωνιστικότητας» του μονοπωλιακού της κεφαλαίου, σύμφωνα με το νομοθετικό κοινοτικό πλαίσιο. Με λίγα λόγια ανακοινώθηκε ισχυρή «στοχευμένη στήριξη» του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών των κρατών-μελών, μαζί με εισήγηση για νέες φοροελαφρύνσεις σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και κρατικές ενισχύσεις «που θα λειτουργούν δίχως να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό». Ταυτόχρονα, κάλεσε τα κράτη-μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ισχυροποίηση της «πράσινης» τεχνολογίας, επιταχύνοντας τις αδειοδοτικές διαδικασίες για την εγκατάσταση νέων έργων ΑΠΕ. Παρά τις ανακοινώσεις της Κομισιόν για τον προσωρινό χαρακτήρα της κρίσης, είναι βέβαιο ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν σταθερά σε ψηλά επίπεδα λόγω και της αντιλαϊκής πολιτικής για επιτάχυνση των «πράσινων» επενδύσεων και της κάθετης απαγόρευσης της χρήσης λιγνίτη. Η επιλογή του φυσικού αερίου ως «μεταβατικού» καυσίμου (η τιμή του από τις αρχές του χρόνου εννεαπλασιάστηκε), επιβαρύνει εκρηκτικά τη λαϊκή κατανάλωση ενέργειας.
Να σημειώσουμε, ότι για τα λαϊκά νοικοκυριά, δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να προσφέρουν προσωρινά, επιδοτήσεις, κουπόνια, μειώσεις λογαριασμών ρεύματος, αναστολή ορισμένων φόρων κ.ά. μπιχλιμπίδια, με τις γνωστές αυστηρές προϋποθέσεις για τους δικαιούχους.
Για τον ελληνικό λαό η κατάσταση είναι δραματική. Επί δώδεκα χρόνια δέχεται απανωτά χτυπήματα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση, τα Μνημόνια, την πανδημία του κορονοϊού (αναστολές εργασίας, απολύσεις, τηλεργασία, απανωτά lockdown κλπ), τις πυρκαγιές, τους σεισμούς τις πλημμύρες, με τη σημερινή κατάληξη της ενεργειακής κρίσης, που τινάζει στον αέρα τις φρούδες κυβερνητικές αυταπάτες για το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» και το διαβόητο «αναπτυξιακό άλμα», μαζί με τις «χιλιάδες θέσεις καλοπληρωμένης εργασίας».
Για όλα τα παραπάνω, καταλογίζονται κυβερνητικές ευθύνες στο θέμα της πρόληψης και της υποτελούς στάσης απέναντι στα τεκταινόμενα. Ο λαός μας βρέθηκε μπροστά στην οικονομική κρίση με εκμηδενισμένους τους βασικούς τομείς αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, μπροστά στην έκρηξη της πανδημίας με διαλυμένο το σύστημα της δημόσιας Υγείας, μπροστά στις πυρκαγιές χωρίς αντιπυρική θωράκιση και πυροσβεστικά μέσα κατάσβεσης, μπροστά στις πλημμύρες χωρίς αντιπλημμυρικά έργα, μπροστά στους σεισμούς χωρίς αντισεισμική προστασία. Οι ψηφιακές προειδοποιήσεις, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να μεταθέτουν τα προβλήματα στην «ατομική ευθύνη». Τώρα βρίσκεται μπροστά στην ενεργειακή κρίση όχι μόνο χωρίς ορυκτά ενεργειακά αποθέματα, αλλά και με την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για συνέχιση και επέκταση του καταστροφικού προγράμματος των ΑΠΕ (οι χρεώσεις των ΑΠΕ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ ξεπερνούν το 40% του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας), επιβεβαιώνοντας τις λαϊκές ανησυχίες πως οι ανοδικές τιμές στην ενέργεια και στα λοιπά καταναλωτικά αγαθά θα παραμείνουν υψηλές, πληρώνοντας το τίμημα της «πράσινης» τεχνολογίας.
Ιωσήφ Σταυρίδης, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
e-prologos.gr