Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζειςόπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέραςκαι βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζωλίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάσηή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτεσε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπωνβαριά μια νάρκη.Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλαόπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξεισαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνιαστην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλοςήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονταινομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνοπίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρημιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάριξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναντα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόποςν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείςδύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλοπου ξέφυγε κρυφά και φέρνειμαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σουμη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·το κρατίδιοτης Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάριπολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνιακι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζεςχωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβακακοφορμίζει την πληγή του καθενός μαςή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίραή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη, ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθοςμάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέραςκαι πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·σαν έρθει ο θέροςπροτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·σαν έρθει ο θέροςάλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικόάλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψητου ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτειαδοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγωνξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθωνν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπειςείτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουνετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείναπου ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάσηκι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώνταςλεύγες και λεύγες·ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολέςείναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκηδεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανήγιατί είναι αμίλητη και προχωράει·στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνομνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάληςπου έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείοίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνηπου έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινάπηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου 1944

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄)

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το