Είχε ήδη χτυπήσει το πρώτο κουδούνι. Στην τάξη…μαθητές της χ τάξης. Καθιστοί , χωρίς να ξέρουν γιατί, στα θρανία, περιμένοντας. Μόνα. Με μια απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα. Απορία που δεν έσβησε ούτε κι όταν κάποιος κύριος, μάλλον ο διευθυντής, τους ανακοίνωσε πως πρέπει να περιμένουν για λίγες ημέρες. Έφυγαν από το σχολείο άπραγοι.
Κατέβηκε τα σκαλιά του τρένου , λίγες ημέρες μετά. Ένιωθε χαρά. Μα ένιωθε κιόλας όπως νιώθει κανείς όταν έχει αργήσει σε ραντεβού. Στα χέρια κρατά μια βαλίτσα με ρόδες για ευκολία . Σέρνεται κάνοντας θόρυβο. Στην πλάτη σακίδιο, εκδρομικό, ίσως εκστρατείας . Έψαξε γρήγορα να βρει τον τόπο του καθυστερημένου, όχι με δική του ευθύνη, ραντεβού. Η πρώτη του έγνοια αυτή. Άλλωστε και η ώρα της ημέρας ήταν σωστή. Το δίχως άλλο κάποιον θα έβρισκε εκεί. Ούτε καν μεσημέρι. Στην πρώτη στροφή αντίκρισε κάγκελα. Κι έπειτα κτίριο, μέσα από αυτά. Εκεί οπωσδήποτε θα ήταν. Γνώρισε τη μορφή του κι αμέσως ήρθαν στη σκέψη του τα λόγια του ποιητή… «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει… Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές…». Συμπλήρωσε ο ίδιος … «και τα ωραία σχολειά» και χαμογέλασε. Ακούμπησε την πράσινη λαδομπογιά της καγκελόπορτας, την έσπρωξε και μπήκε. Περπάτησε τα μέτρα της άδειας αυλής, ανέβηκε δυο τρία σκαλιά και βρέθηκε στο εσωτερικό του. Άκουσε λίγες φωνές κι είδε την πόρτα του γραφείου. Χτύπησε σεμνά. Όχι από φόβο αλλά από μια φυσική συστολή που τον χαρακτήριζε κι από σεβασμό. Έπιασε το χερούλι της πόρτας, την άνοιξε και είδε τη μορφή του συναδέλφου που δε γνώριζε ακόμη. Τον καλημέρισε και συστήθηκε ευγενικά. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν αλλά πάντα η στιγμή αυτή τον ανατρίχιαζε για πολλούς και διάφορους λόγους. Έτσι συνήθως ξεκινούσε η χρονιά!
……………………………………………………………………………………………………………….
Από μικρό παιδί του άρεσε να μπλέκεται στα πόδια και στις δουλειές των μεγάλων. Σα μεγάλος κι αυτός. Τίποτε δεν τον άφηνε αδιάφορο. Βαριά δουλειά, ελαφριά; Όπου βρισκόταν ή στεκόταν κάποιος , ξοπίσω του κι ο Γ.! Πήγαινε ο πατέρας στα βασανισμένα υδραυλικά της παλιάς κουζίνας για να μαστορέψει και να μερεμετίσει την παλιά εγκατάσταση που έσταζε; Πεταγόταν με ορμή το σγουρό κεφαλάκι του Γ. ανάμεσα στα χέρια του πατέρα και τη μεταλλική προέκτασή τους, ένα εργαλείο με περίεργο σώμα και ατσαλένιο στόμα που έσφιγγε και ξέσφιγγε! «Φύγε παιδάκι μου» έλεγε λαχανιασμένος από το σκύψιμο ο πατέρας. «Πρόσεχε τον κάβουρα, θα σε χτυπήσει»! Κάβουρας σκεφτόταν ο Γ. και γελούσε. Τι αστείο όνομα ! Άλλο που δεν ήθελε. Έμενε εκεί, παρατηρώντας με προσοχή τον εργάτη πατέρα του, τα μαστορέματά του. Τον άκουγε να ξεφυσάει δυνατά για να ξεσφίξει ή να σφίξει τις σκουριασμένες σωλήνες, ξεφυσώντας κι αυτός παραδίπλα τάχα για να τον βοηθήσει. Έβλεπε πάνω στη σωλήνα σταγόνες νερού να κυλάνε. Κάποιες να φτιάχνουν σχήματα , κυλώντας άλλη από τη μια κι άλλη απ’ την αντίθετη πλευρά. Κάποιες έμεναν ακίνητες αλλά δεν είχε σημασία καμιά για τα πεινασμένα μάτια του. Έφτιαχνε μ’ αυτές εικόνες. Τις έδειχνε με χαρά μεγάλου εξερευνητή στο μάστορα πατέρα που ιδρωκοπούσε. Έβλεπε μορφές περίεργες. Τις ονομάτιζε με το δικό του τρόπο, μικρό παιδί ακόμη και με αχαλίνωτη τη φαντασία. Κι ο πατέρας εξαντλημένος έλεγε «Δες τα Γ. και πρόσεξε μη σου ξεφύγει καμιά οξεία»!
Μαγείρευε η μάνα για το σπίτι; Στο κατόπι της ο Γ.. Πιασμένος στην ποδιά της, να τον σέρνει πέρα δώθε. Κι αυτός να μη ξεκολλάει. Αγκιστρωμένος πάνω της. Ένα προς ένα παρακολουθούσε τα καλούδια που πεταγόντουσαν από τα μητρικά χέρια. Έπεφταν στα κατσαρολικά. Στα τηγάνια. Έκαναν θόρυβο. Ανέδυαν ευχάριστες μυρωδιές . Μα αυτό που γέμιζε χαρά τα παιδικά μάτια ήταν τα σχήματα, μέσα στα μαγειρικά συμπράγκαλα. Έβαζαν φωτιά στο μυαλό και το στόμα του. Μεγάλωναν ακόμη πιο πολύ τα μάτια του .Τον έκαναν να ταξιδεύει σε πελάγη φαντασίας. Χρώματα, αρώματα, ονόματα ταξίδευαν σε μια κατσαρόλα νερό. Έφτιαχναν έναν κόσμο όμορφο που ξεπήδαγε από το παιδικό στόμα , στολίζοντας την πραγματικότητα της κουζίνας . Αν τύχαινε βέβαια, που τύχαινε , να ανοίξει καμιά κουβέντα με τη μαγείρισσα μητέρα τότε…ε τότε μιλάμε για καταρράκτη λέξεων και φράσεων! Άλλες με σημασία άλλες ακαταλαβίστικες. Τέτοιες που λένε τα μικρά παιδιά και σε τρελαίνουν. Κι όλο μιλούσε ο Γ. Όλο ρωτούσε για το κάθε τι!
Τέτοιος ήταν ο Γ. από μικρός. Πνεύμα ζωντανό, ανήσυχο. Του άρεσε να ψάχνει τα πράγματα. Να μαθαίνει τα πάντα μ’ αυτόν το δικό του τρόπο. Κανείς δε γνώριζε ποιος ή τι ήταν που άναψε φωτιά στο μυαλό του . Δεν το έψαξε κανείς. Και γιατί να το κάνει; Έδειχνε φυσικό στους δικούς του- αργότερα σε όσους τον γνώριζαν- να ψάχνει για το κάθε τι, να αναρωτιέται με μία περιέργεια άσβεστη, ακόρεστη, όλο και πιο λαίμαργη. Δεν ήταν μόνο η περιέργεια που φούντωνε ασταμάτητα αλλά κι η φαντασία του μικρού που κάλπαζε λεύτερη , όμορφη ό,τι κι αν ήταν αυτό που αντίκριζε. Είχε αυτή τη συνήθεια ο Γ. Να ξεκινά βουτώντας στον κόσμο της φαντασίας. Να τον διασχίζει λίγο λίγο, κομμάτι κομμάτι μέχρις ότου να’ βγει στην αφτιασίδωτη πραγματικότητα. Δεν την πετούσε στην άκρη τη φανταστική βουτιά. Τη χρησιμοποιούσε για να καταλήξει εκεί που έπρεπε, στην αλήθεια. Και κάθε φορά , σε κάθε του εξερεύνηση, με κάθε αποκάλυψη ο Γ. έπαιρνε φόρα για νέες εξερευνήσεις. Λάτρευε κυριολεκτικά τη διαδικασία, εθισμένος στις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Τέτοιος ήταν ο Γ. Αγαπούσε να μαθαίνει…να μαθαίνει…
Ύστερα από κάποια ηλικία αγαπούσε και να δίνει μάθηση σ’ άλλους. Σε όποιον έβρισκε εύκαιρο, μεγάλο, μικρό δεν είχε σημασία. Μ’ έναν ωραίο, αγνό τρόπο που δεν ενοχλούσε, δεν έδιωχνε. Νεράκι η γνώση κι η αναζήτηση. Έρεε απ’ το μυαλό του, ξεδιψασμένο πάντοτε προσωρινά, προς κάθε κατεύθυνση . Και πάντα με τον ίδιο τρόπο που ακολουθούσε από παιδί. Άφθονη δόση φαντασίας. Τσίγκλισμα μυαλού και σκέψης όποιου έπεφτε στα χέρια του. Τον έβαζε σιγά σιγά στο ίδιο μονοπάτι. Ίδιος φάρος ο Γ. που με το φως του δείχνει το δρόμο στα καράβια. Θέλοντας και μη τον ακολουθείς μαγνητισμένος. Στις παρέες δεν άργησαν να του κολλήσουν , με αγάπη κι όχι χαιρέκακα, το παρανόμι ,«Δάσκαλος». Κι ο Γ. το έβαλε μέσα του βαθιά. Κι έγινε δάσκαλος …
……………………………………………………………………………………………………………….
Ήταν όμορφος νέος ο Γ. Ομορφιά βγαλμένη από μέσα του. Φωνή δυνατή, μπάσα, καθηλωτική για όποιον τον άκουγε. Θάρρος πολύ. Κάθε φορά που είχε την τύχη να εργαστεί σε σχολείο εμφάνιση, φωνή, θάρρος του φάνηκαν χρήσιμα , του χάριζαν τουλάχιστον την προσοχή των άλλων.
Σύμμαχο είχε την αγάπη για τη δουλειά του, μαζί με την ορμή της νιότης. Ορμή, μα δίχως απερισκεψία. Ζύγιζε καλά τα πράγματα. Με φλογισμένα οράματα, δοσμένος στο έργο που έπεφτε στους ώμους του. Φλογισμένο μυαλό από τα μικράτα του, έβγαζε φλόγες και μεγάλος πια και μάλιστα σε μια δουλειά δύσκολη, απαιτητική, με πολλές αντιξοότητες. Έπαιρνε μέρος παντού με ενθουσιασμό, τόσο στο καθημερινό του μάθημα με τα παιδιά του, όπως του άρεσε να λέει, όσο και σε κάθε εκδήλωση στο σχολείο και έξω από αυτό. Πατρική φιγούρα για τους μαθητές του. Πατέρας πολύτεκνος , πολυμήχανος στην ανατροφή τους και πολυπράγμονας, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε δάσκαλο, εκ των πραγμάτων.
Σαν έμπαινε, τις πρώτες μέρες, μες στην τάξη στέκονταν ορθός μπροστά στο γεμάτο χαρτιά και βιβλία γραφείο του. Άγγιζε, δίχως κουβέντα, κάθε βιβλίο μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια των μικρών μαθητών. Κάποια από αυτά , τα μεγαλύτερα, δεν ήταν συνηθισμένα σε τέτοιες βουβές, περίεργες εισόδους των δασκάλων. Άλλα, τα μικρότερα, δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ στη μικρή τους ζωή. Χάιδευε απαλά τα βιβλία μπροστά στα παραξενεμένα μάτια των παιδιών. Τα έφερνε μπρος στη μύτη του, λες και πάσχιζε να κλείσει με την όσφρηση τη μυρωδιά που βγάζουν μέσα του. Έπαιρνε, τον άκουγαν τα παιδιά , βαθιές εισπνοές. Απελευθέρωνε έπειτα τον αέρα που είχε εισπνεύσει , ξεφυσώντας με απόλαυση και με ένα χαρακτηριστικό θόρυβο.
Γύριζε στο πλάι, τόσο όσο να τον βλέπουν καθαρά, για λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Έπιανε το βιβλίο με τα δυο του χέρια. Έσπρωχνε ο αντίχειρας τις σελίδες των βιβλίων , ξεφυλλίζοντας τα στον αέρα. Θαρρείς πως γύρευε μ’ αυτήν την κίνηση να φυσήξει στα πνευμόνια κι από κει στα ανυψωμένα παιδικά κεφάλια όσα είχαν γραμμένα μέσα τους, μ’ έναν αιθέριο τρόπο,. Λίγη φαντασία αν είχε κανείς ίσως να έβλεπε γράμματα, αριθμούς, εικόνες, ιδέες να ξεπετάγονται και να ταξιδεύουν στον περιβάλλοντα χώρο, μικρά, αποδημητικά πουλιά που μεταναστεύουν σ’ άλλους τόπους! Να μπορούσε να θαυμάσει μικρά παιδικά ρουθούνια, διάπλατα, να δέχονται ιπτάμενους ταξιδιώτες, φερμένοι από το θαυμαστό κόσμο των βιβλίων. Να μπορούσε να δει προσωπάκια και μάτια να λάμπουν. Μικρά κεφάλια να ανοίγουν όπως ένα λουλούδι που δέχεται το φως της μέρας. Θα μπορούσε κανείς να τα δει όλα αυτά και να τα θαυμάσει, αν είχε ασφαλώς γερή φαντασία.
Έτσι κέρδιζε, από την πρώτη στιγμή, τις καρδιές των παιδιών του. Αβίαστα. Το είχε συνήθεια παλιά να ανεμίζει μπρος στα μάτια όλων τα βιβλία του . Να τα αγαπά με τέτοιον τρόπο. Του έβγαινε φυσικά. Και όποιος τον αντίκριζε έπεφτε στα αόρατα δίχτυα αυτής της μαγικής σκηνής. Άγγιζαν έπειτα οι μαθητές, ασυναίσθητα σχεδόν, τα δικά τους. Τα σήκωναν , προσπαθώντας να μιμηθούν το δάσκαλο, ψηλά στο φως. Τα χάιδευαν κι αυτοί, τα ξεφύλλιζαν. Τα αγαπούσαν κεραυνοβόλα !
Ήταν απ’ τους δασκάλους που τα παιδιά λάτρευαν γιατί τους φέρονταν με αγάπη. Δεν τα κρατούσε σε απόσταση. Κανένα δεν ξεχώριζε και για κανέναν λόγο. Υπάκουε ο Γ. στην εσωτερική φωνή που τον καλούσε να γίνει φάρος φωτεινός, παράδειγμα για όλα τα παιδιά. Μήτε καμιά φορά τον άκουσε κανείς να μιλάει άσχημα, να κάνει οποιαδήποτε διάκριση για κανένα τους. Φρόντιζε να αναδεικνύει τα καλά, ξέροντας πως όλα τα παιδιά, αξίζουν το ίδιο. Έχουν ανάγκη το ίδιο. Το γνώριζε καλά αυτό ο Γ. Το πίστευε βαθιά, το έκανε πράξη.
Έμοιαζε η τάξη του Γ. να μη χωρά , να μη δέχεται παιδί να μη χαμογελά. Τα’ σπρωχνε να κάνουν κάτι που αγαπούν, να ζωγραφίσουν, να παίξουν θέατρο, να τραγουδήσουν. Τα’ σπρωχνε να διαβάσουν και να γράψουν. Να γευτούν τη χαρά που κι ο Γ. ένιωθε κάθε φορά που μάθαινε κάτι. Έλειπε από τα μάτια όλων των παιδιών ο φόβος, η αγωνία, η αδιαφορία που μπορεί κανείς πολλές φορές να συναντήσει. Περίσσευαν όλα τα καλά συναισθήματα. Κι αν καμιά φορά τύχαινε να υπάρξει πρόβλημα ήταν παρών ο Γ. να το εξαφανίσει από προσώπου γης.
………………………………………………………………………………………………………………
Έτσι κυλούσαν οι μήνες. Με το σχολειό και τα παιδιά του, να τον γεμίζουν χαρά, ικανοποίηση. Να κάνουν την καρδιά του να χαμογελάει. Με τους φίλους συναδέλφους να συζητά τα μικρά και μεγάλα ζητήματα που βγαίναν στην επιφάνεια. Κι είχε δεκάδες φίλους ο Γ. , συγκομιδή της περιπλάνησης χρόνων από περιοχή σε περιοχή, από σχολείο σε σχολείο, από τάξη σε τάξη. Άλλωστε ήταν γεννημένος για αυτή τη ζωή και αν περνούσε μέρα χωρίς να καταπραΰνει αυτή του την ανάγκη και να βρεθεί στο πλάι των μικρών, ένιωθε κενός.
Είχε σαφή επίγνωση, γνώση της κατάστασης. Ένιωθε κάποιες φορές όμηρος. Φυλακισμένος σε μια κατάσταση που τέντωνε με κίνδυνο να σπάσει σα λάστιχο. Έτσι ένιωθε κι έτσι ήταν, αν αναλογιστεί κανείς πως τα τελευταία χρόνια γνώρισε την πατρίδα απ’ την καλή και την ανάποδη. Μέτρησε γωνιά προς γωνιά περιοχές και σχολεία άφθονα. Το’ ξερε . Άκουγε κι αυτός τις υποσχέσεις που έμεναν κάθε φορά υποσχέσεις κι έκρυβαν πίσω τους άλλες επιδιώξεις. Ήξερε πως δεν ήθελαν το καλό το δικό του. Ούτε των παιδιών. Το’ ξερε…και δεν έμεινε ποτέ άπραγος. Ένιωθε φορές απογοήτευση μα δεν το’ βαζε κάτω. Συνέχιζε να πιστεύει και να αγωνίζεται για να λήξει γι’ αυτόν και τους άλλους η, ιδιότυπη, ομηρεία. Πάλευε και ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει. Κι αυτό ήταν που τον κρατούσε όρθιο, του έδινε αντοχή. Πεποίθηση.
………………………………………………………………………………………………………………
Άκουσε και διάβασε κι αυτή τη χρονιά. Υποσχέσεις και σχέδια, ανακοινώσεις κι αριθμούς. Ο Γ. κουνούσε το κεφάλι, ξέροντας πως δεν ήταν παρά κούφια λόγια. Άκουσε για άλλη μια φορά λέξεις, διαστρεβλωμένες από την πραγματική τους σημασία, να λέγονται, χωρίς ντροπή . Και κάθε φορά κουνούσε το κεφάλι και θυμόταν τα λόγια του συγγραφέα… «Ειπώθηκαν ψέματα, που ντράπηκαν τα ίδια, μια και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα είπαν».
Τον γέμισε χαρά, όπως κάθε φορά, το τέλος του σχολείου. Όχι, γιατί τελείωνε μία ακόμη, κουραστική , σχολική χρονιά, όπως θα νόμιζε κάποιος. Όχι. Στο τρένο που τον έφερε πριν από μήνες, κατέβηκε κρατώντας μία βαλίτσα με ρόδες για ευκολία. Κι ένα σακίδιο πλάτης, ίσως εκστρατείας. Η αποβάθρα του σταθμού αδειανή. Σήμερα η αποβάθρα γέμισε από χαρούμενες φωνές που τον αποχαιρετούσαν και του εύχονταν. Ο Γ. ανέβηκε τα σκαλιά του βαγονιού, στρίμωξε σε μία άκρη τη βαλίτσα με τις ρόδες. Ξεφόρτωσε από την πλάτη το σακίδιο. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, που’ κανε θόρυβο ασφαλίζοντας κι έβγαλε από το παράθυρο το κεφάλι , κοιτώντας χαμογελαστός. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που χαμογελούσε επί μήνες στην τάξη. Χαμογελούσε συνεχώς, μέχρι την ώρα που έτριξαν οι ρόδες του μεταλλικού συρμού και τον πήραν μακριά. Για αλλού!

Γιάννης Μελιόπουλος, δάσκαλος, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το