γράφει η Κατέ Καζάντη
Εάν οι κανόνες της ηθικής, στην τρέχουσα δυτική/ευρωπαϊκή αντίληψη, βασίζονταν στα καντιανά παραδεδομένα, ο καπιταλισμός θα ήταν, εξ ορισμού, μη ηθικός. Επί της ουσίας, παντελώς ανήθικος. Διότι αφού, κατά τον Καντ, ηθική συμπεριφορά είναι εκείνη που εάν γενικευόταν, θα ευεργετούνταν το σύνολο της κοινωνίας, η καπιταλιστική συμπεριφορά είναι το ανάποδό της: η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, βασισμένη στην αρχή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και η συσσώρευση του πλούτου, δια της διαρκούς αναπαραγωγής της φτώχειας, εξασφαλίζουν παράδεισο αφθονίας μόνο για τους ολίγους, τους εκλεκτούς του συστήματος. Οι, πολλοί, υπόλοιποι φυτοζωούν στο μαγγανοπήγαδο. Το σύστημα, άρα, κινείται πέρα από κάθε κώδικα καντιανής, ή και άλλης, ηθικής. Στο ξέφραγο αμπέλι του ανταγωνισμού, η χειρ της ελεύθερης αγοράς γίνεται, για όσες/ους αρνούνται να γίνουν αδίστακτοι, «αιματηρό χέρι» θανάτου.
Στον υπαρκτό καπιταλισμό, να ζουν, να διαπλέκονται και να συνδιαμορφώνουν πολιτικές, μαζί με τους/ις εκλεγμένες/ους εκπροσώπους του λαού, οι περιβόητοι λομπίστες, εκείνες οι ομάδες, δηλαδή, που εκπροσωπούν τα μεγάλα συμφέροντα, είναι κανονικότητα. Μια κανονικότητα ανατριχιαστική, η συνειδητοποίηση της οποίας από τους από κάτω ενισχύει την αίσθηση αδυναμίας: ακόμα και η σοβαρότητα της ψήφου αποδυναμώνεται, αφού η πολιτική μεταβάλλεται σε παίγνιο των «μεγάλων».
Στην κινητικότητα του κεφαλαίου, ό,τι αποκαλούμε «σκάνδαλο» είναι η φυσική κατάσταση στην οποία συνδράμουν πάμπολλοι/ες πρόθυμοι/ες. Όχι μοναχά «ταπεινοί» ευρωβουλευτές του Νότου ή συνεργάτες τους, αλλά πρωθυπουργοί: Κολ, Μπερλουσκόνι, Ραχόι, Σαρκοζί είναι μόνο μερικοί από τους εμπλεκόμενους που, ιστορικά, γνωρίζουμε, σε έναν μακρύ και σκοτεινό κατάλογο που δεν θα τον μάθουν ποτέ οι υποτελείς τάξεις.
Αν με τον όρο ηθική νοείται ο τρόπος που καθένας πορεύεται στον ενήλικο βίο του, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο ορίζει τον εαυτό του εντός του κοινωνικού συνόλου και αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπό του, στην καπιταλιστική ηθική η δύναμη είναι το δίκαιο που επιτρέπει τα πάντα: να πλουτίζεις καταπιέζοντας, κλέβοντας τον εργατικό μόχθο, να «αριστεύεις» με τις γνωριμίες σου, να ανεβαίνεις με το σπαθί σου, αυτό που κατακρεουργεί τους ηττημένους –φτωχαδάκια, μετανάστες, φυλετικές μειονότητες κ.ο.κ. Αν θεωρείς αυτονόητο τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, κανονικοποιείς τη βία των από πάνω.
Στη δεξιά ιδεολογία, η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου θεωρείται κλοπή της ιδιοκτησίας των ικανών. Οι άριστοι πρέπει να βοηθιούνται, οι τράπεζες να στηρίζονται με κρατικό χρήμα και, όλοι μαζί, να ζούνε στη χλιδή. Ο χυδαίος πλούτος προτείνει ένα ποταπό λάιφ στάιλ, εθίζοντας την κοινωνία σ’ αυτό, η οποία, με τη σειρά της προσπαθεί να το μιμηθεί.
Για να θυμηθούμε τον Λούκατς, «η σκέψη των μεγάλων μαζών βασανίζεται από την καταχνιά των αντιδραστικών ιδεών, που τις εμποδίζουν να δουν καθαρά». Στηρίζει, έτσι, και ψηφίζει δεξιές κυβερνήσεις. Δίχως να σκεφτόμαστε πως το πρόταγμα «τάξη και ηθική» δεν είναι παρά η πολιτική της φτωχοποίησης, της διαπλοκής, των απευθείας αναθέσεων, της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας, των σκανδάλων. Διότι «τάξη» είναι η αναπαραγωγή του συστήματος και «ηθική» ο ρατσισμός της αριστείας.
Οι άριστες και οι άριστοι, διαγραμμένοι/ες ή μη, θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωμά τους να παίρνουν χρήμα απ’ τους λομπίστες, αφού μπορούν, να τρωγοπίνουν μεταξύ τους και να μοιράζουν καθρεφτάκια στους ιθαγενείς. Κι αν τώρα ο αστικός νόμος στέφεται εναντίον τους, είναι διότι, στιγμές στιγμές, το σύστημα δίνει και κάνα πιστοποιητικό ακεραιότητας. Βάζοντας στο στόχαστρο μικρά ψάρια συνήθως.
Πώς θα απαλλαγεί το προλεταριάτο από τούτη τη Λερναία Ύδρα είναι μια άλλη, πικρή ακόμα, ιστορία.
πηγή: artinews.gr
e-prologos.gr