γράφει ο Χρήστος Κάτσικας
«Βολές πυροβολικού» στο χαραγμένο εκπαιδευτικό σώμα που επιχειρούν να αλλάξουν τα ανεμολόγια και τους ορίζοντες.
Τα τελευταία χρόνια, από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων μέχρι και σήμερα, χαρτογραφούνται στην εκπαίδευση μια σειρά από -εκ πρώτης όψεως- «παράδοξα» χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια σειρά μόνιμων «επεισοδίων» που συνθέτουν, όμως μ΄ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο το παζλ ενός σχολείου που αλλάζει.
Οι «ήπιες δεξιότητες», οι «χρήσιμες δεξιότητες», οι «νέες εκπαιδευτικές θεματικές» και τα «εργαστήρια δεξιοτήτων», που κλείνει σε όλες τις πτώσεις η υπουργός Παιδείας σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν συγκεκριμένη εκπαιδευτική ιδιοκτησία της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, αλλά συνέχεια, με διαφορετικό, ενδεχομένως, πολιτικό μείγμα, όλων των ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας από το 2010 (Άννα Διαμαντοπούλου) και μετά, καθώς απλά αναπαράγουν την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ (οι δεξιότητες αυτές περιγράφονται εδώ και χρόνια στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, με βάση αυτές χτίστηκε ο διαγωνισμός PISA, με τη γνωστή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του) και το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα στην προοπτική ανάπτυξης μιας ευέλικτης εργατικής δύναμης σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας.
Στις θεραπευτικές αγωγές που προωθούνται τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση προβάλλει το σύνθημα «εκμάθηση της μάθησης» ή λαϊκότερα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω». Το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» προβάλλεται σαν το ελιξίριο της σύγχρονης παιδαγωγικής που αντιμετωπίζει την πλημμυρίδα πληροφοριών και την παλαίωση των γνώσεων.
Σύμφωνα με την επίσημη εκπαιδευτική ρητορική, ικανός για το μέλλον είναι όποιος είναι σε θέση να αναζητήσει μέσα στην πλημμύρα των πληροφοριών, που πέφτει επάνω του, εκείνη που έχει σημασία για μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Η «εκμάθηση της μάθησης», προτεραιότητα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης, το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει τη συνθετική-αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα είδος γενικής μόρφωσης με κεντρικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση της γνώσης, τον κατακερματισμό της.
Ο υπερτονισμός τού «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω», αποτελεί φανερή υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης.
Για να αποφύγουμε κάθε αχρείαστη παρεξήγηση επισημαίνουμε ότι η εκμάθηση μεθόδων μελέτης δεν είναι μια διαδικασία έξω από τη λογική της παιδαγωγικής. Προβληματικός γίνεται ο υπερτονισμός της μεθόδου από την κυρίαρχη πολιτική, καθώς αποσπάται από τα περιεχόμενα της διδασκαλίας-μάθησης και κυρίως από τον σκοπό της όλης μορφωτικής διαδικασίας.
Οι «ήπιες δεξιότητες», ο εθελοντισμός και η επιχειρηματικότητα, η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα, η ρομποτική και η παραγωγικότητα, που εντάσσονται στους θεματικούς κύκλους των «εργαστηρίων δεξιοτήτων», αφενός παρεμβαίνουν στον προσανατολισμό και το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, αφετέρου, υπονομεύουν τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, προωθώντας τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό και την άμεση εμπλοκή –ιδιωτικών συμφερόντων στην εκπαίδευση.
Νέος «θεός» η καινοτομία!
Παράλληλα με τις τάσεις τυποποίησης και ποσοτικοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, μέσα στους σχολικούς χώρους, μια ολόκληρη βιομηχανία, μια κοσμική θεολογία των λεγόμενων καινοτόμων Προγραμμάτων, προσπάθειες εμπλοκής με χορηγούς, μια καταναγκαστική εγχάραξη του οικονομισμού.
Το μάθημα όπως το γνωρίζαμε, η μαθησιακή διαδικασία που βασίζεται σε μια μεγάλη παράδοση της παιδαγωγικής σκέψης προβάλλεται συχνά ως αναχρονισμός ενώ η καινοτομία (ενισχυμένη με έννοιες τόσο πρόδηλες σε όλους μας για το θετικό τους πρόσημο, σύμφωνα με την κατήχηση που έχουμε υποστεί), ως το ελιξίριο που βάζει το σχολικό τρένο στις ράγες του μέλλοντος.
Στο παραπάνω πλαίσιο έκανε το ντεμπούτο της στις διακηρύξεις του Υπουργείου Παιδείας και η λεγόμενη «μικτή μάθηση» και ο «Συνδυασμός διαφόρων μαθησιακών εργαλείων είτε ψηφιακών είτε μη ψηφιακών» που πλασάρει και πριμοδοτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ουσιαστικά αφορά στον εξοβελισμό της στέρεης και ολοκληρωμένης γνώσης και στην αντικατάστασή της από εφήμερες δεξιότητες αλλά και στο άνοιγμα του δρόμου για άμεση πρόσβαση των επιχειρήσεων στο σχολείο. Ένα είδος κατάρτισης και παράλληλα στη μαθητεία στις επιχειρήσεις, που θα συμπεριλαμβάνεται στο χρόνο εκπαίδευσης.
Πίσω από τις «αποτελεσματικές συμπράξεις για υποδομή και πόρους μεταξύ διαφορετικών παρόχων εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων από τον χώρο των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας εκπαιδευτικών πόρων (συμπεριλαμβανομένων της τεχνολογίας, των εκδόσεων και λοιπού εξοπλισμού προγραμμάτων σπουδών)» και πέρα από τον «Συνδυασμό του φυσικού χώρου του σχολείου και περιβαλλόντων εξ αποστάσεως μάθησης» κρύβεται η εξασφάλιση δωρεάν εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η ΕΕ καθοδηγεί τα κράτη-μέλη να αξιοποιήσουν την τηλεκπαίδευση όχι μόνο περιστασιακά, αλλά σε μόνιμη βάση.
Και εδώ ερχόμαστε στην ελληνική εκπαίδευση, στις εξαγγελίες και τις διακηρύξεις, στο «ψητό» δηλαδή, όπου με τη φορεσιά του «μοντέρνου» και του «ψηφιακού εκσυγχρονισμού», μέσα από τη λεγόμενη «αυτονομία», προωθούνται μια σειρά από αλλαγές στο σώμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μιλάμε για την αξιοποίηση ψηφιακών μέσων και τηλεκπαίδευσης, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την αυτονομία των σχολείων με μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση του ωρολογίου προγράμματος και απελευθέρωση της δυνατότητας συνεργασιών της σχολικής μονάδας με τρίτους, τον τρόπο αξιολόγησης μαθητών, τις αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση, τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ βάσει κριτηρίων-αποτελεσμάτων αξιολόγησης, την ψηφιακή αξιολόγηση, την ιδιωτικοποίηση κ.ά.
Από το «παράθυρο» η τυποποιημένη αξιολόγηση για μαθητές και εκπαιδευτικούς
Τα τελευταία χρόνια η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετεί τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν έμφαση αφενός στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους και αφετέρου στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων.
Στο ν. 4823/2021 προβλέπεται ότι κάθε σχολικό έτος θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών. Σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων, σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».
Σε αυτού του τύπου τις νέες εξετάσεις θα έχουμε αποκλειστικά εφαρμογή της τυποποιημένης αξιολόγησης.
Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»– να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Παράλληλα είναι ο δρόμος που το ΥΠΑΙΘ για να νομιμοποιούν στην κοινή γνώμη ότι για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός κι όχι η ταξικότητα του σχολείου, τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα και ο δημοσιονομικός κόφτης της καπιταλιστικής κρίσης.
Mεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού
H συζήτηση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προσπαθεί να τα συνδέσει με το επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου, έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους. Παράλληλα αποκρύπτει, μέσα σ’ ένα σύννεφο επικοινωνιακής σκόνης για τις «δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας», τις πραγματικές αιτίες που μεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Τι πραγματικά, λοιπόν, συμβαίνει στο σχολείο τα τελευταία χρόνια;
Αναφερόμαστε σ’ ένα ολοένα και αυξανόμενο τμήμα μαθητών μας που αδυνατούν να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να λογικοποιούν τις σκέψεις τους χωρίς χάσματα και αντιφάσεις, να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη, που σκοντάφτουν σε ερωτήσεις που απαιτούν κρίση. Το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό, καθώς στη γενίκευση του φαινομένου μπορούμε να μιλήσουμε για την εφιαλτική προοπτική μιας τεχνολογικώς υπεραναπτυγμένης και παράλληλα πειθαρχημένης κοινωνίας «κατακερματισμένων ανθρώπων»-υπηκόων, ένα είδος «προσοντούχων αγραμμάτων» και αργότερα «σοφών άσχετων».
Οι σημερινές μορφωτικές απαιτήσεις της «νέας οικονομίας»
O πυρήνας της αντίληψης της κυρίαρχης πολιτικής για την εκπαίδευση, το σχολείο, τη μόρφωση, είναι ότι αυτή πρέπει να είναι άμεσα συμβατή με την αγορά και να αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός εργαζόμενου, ο οποίος θα γνωρίζει κάποιες πληροφορίες και εφαρμογές, θα μπορεί να επανεκπαιδεύεται σε νέες δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας και να εντάσσεται έτσι στη διά βίου εκπαίδευση, η οποία είναι στην πραγματικότητα διά βίου κατάρτιση και επανακατάρτιση.
Το ζητούμενο για τη μορφωτική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης δεν είναι η σύνθεση των γνώσεων, η κατανόηση της κοινωνίας και του κόσμου, πολύ περισσότερο δεν είναι η ανάπτυξη δυνατοτήτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της «εκμάθησης της μάθησης», με στόχο την επιλεκτική αξιοποίηση τεμαχισμένων γνώσεων σε συνθήκες εργασίας που αλλάζουν. Μιλάμε για την εξοικείωση του μαθητή με δεξιότητες απαραίτητες στην αγορά εργασίας, τον εφοδιασμό του με ένα «κουτί πρώτων βοηθειών» γεμάτο από βασικές γνώσεις/δεξιότητες, με τις οποίες θα βγει στην αγορά εργασίας.
H κρατούσα αντίληψη για την παιδεία προσπαθεί να πείσει ότι η μόνιμη και σταθερή απασχόληση ανήκει στο παρελθόν και καλεί σε συμφιλίωση με την απασχολησιμότητα. H αντίληψη αυτή επιβαρύνεται με την πρόσδοση ενός εργαλειακού χαρακτήρα στη γνώση, καθώς ταυτίζει τις έννοιες «μόρφωση» και «επανεκπαίδευση» με την παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων χρηστικού χαρακτήρα, δηλαδή άμεσα εφαρμόσιμων στην αγορά εργασίας. Nα η ιδέα που «ξύνει» τη γνώση ως συλλογικό εργαλείο ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου και τη μεταλλάσσει σε γνώση ως στενή εφαρμογή για την επίτευξη του ατομικού στόχου που στοιχίζεται με τις έννοιες «κόστος»-«κέρδος». Eδώ η γνώση έχει εφαρμοσμένη και μονοδιάστατη και μετατρέπεται σε «δεξιότητα», ενώ η σχολική ύλη είναι εξ αρχής προορισμένη για τον «σκουπιδοτενεκέ» της μνήμης την επομένη των εξετάσεων.
Aς έρθουμε σε όσα επιχειρεί αυτή την περίοδο το υπουργείο Παιδείας στον χώρο της εκπαίδευσης και ας ρίξουμε μια ματιά μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της μελλοντικής σχολικής αίθουσας, όπως πασχίζει να τη διαμορφώσει η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική.
Στο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας, το λύκειο θα έχει ιδιαίτερα αναβαθμισμένη την επιλεκτική λειτουργία σε βάρος της μορφωτικής. H εντατικοποίηση των σπουδών μέσα από την εξετασιομανία διαπερνά όλο το σχολικό πρόγραμμα και δεν αποτελεί παρά τη νεκρολογία της επαφής του μαθητή με την ουσία της γνώσης. Γιατί, βέβαια, αν εξετάσει κανείς τη σχέση του περιεχομένου των μαθημάτων (τι), της μεθόδου (πώς) και των πρακτικών ελέγχου (εξεταστικές δοκιμασίες), θα διαπιστώσει εύκολα ότι η σύνθεσή τους, την ίδια στιγμή που μεταλλάσσει τη μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί και να αναστείλει ακόμη και μορφές προσαρμοστικότητας στη μάθηση.
Ακόμη χειρότερα θα είναι τα πράγματα στην τεχνική εκπαίδευση, καθώς εκεί η κατάρτιση σε συνδυασμό με τη μαθητεία (δωρεάν εργασία για τις επιχειρήσεις) οικοδομεί ένα φονικό συνδυασμό για τη γνώση στην πιο κρίσιμη ηλικία.
πηγή: drepani.gr
e-prologos.gr