Θα ‘ταν δε θα ‘ταν εικοσιπέντε χρονών. Λεχώνα, με την κοιλιά πρησμένη ακόμη. Καθόταν στο παγκάκι έξω από τα επείγοντα. Είχε το κεφάλι σκυμμένο και κρατιόταν να μην κλάψει. Έσφιγγε τη λαβή από το καρεκλάκι αυτοκινήτου που είχε ακουμπισμένο δίπλα της, κι ας ήταν σταθερό, ασφαλές, μην πέσει. Μέσα το μωρό της. Νεογέννητο, επτά ημερών. Ο πρωτότοκος. Κίτρινος σαν το φλουρί, δεν έκλαιγε, δεν έτρωγε. Μην το πας στην κλινική που γέννησες, της είπε ο γυναικολόγος της, θα σου τον κρατήσουν πολλές μέρες γιατί κερδοσκοπούν, άσε που δεν έχουν και νεογνολογικό και, αν χρειαστεί, πάλι στο δημόσιο θα τρέχεις. Ακριβό ξενοδοχείο είναι η κλινική. Στο δημόσιο να τον πας εξαρχής.
Και τον πήγε. Επτά ημερών, μέσα στο βρεφικό καρεκλάκι του αυτοκινήτου. Από πίσω κι η μάνα της, να μην την αφήσει μόνη – ο πατέρας του μωρού στο χωριουδάκι που ήταν διορισμένος. Να πάτε από τα επείγοντα, της είπαν, να περιμένετε στην ουρά, να το εξετάσουν, να το δουν οι γιατροί, να αποφανθούν, να το παραπέμψουν στο σωστό τμήμα.
Και περίμενε. Προσπαθούσε να εξηγήσει στην προϊσταμένη ότι ήταν επτά ημερών, λεχούδι, μήπως να το έβλεπαν με προτεραιότητα; Όχι, κοπέλα μου, δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ, να περιμένεις τη σειρά σου. Και περίμενε. Βγήκε έξω, στο παγκάκι, φοβόταν τα μικρόβια, νεογέννητος ο θησαυρός της, στον διάδρομο κόσμος πολύς, άνθρωποι σ ́όλα τα χρώματα και μεγέθη μιλούσαν δυνατά σε γνωστές και άγνωστες γλώσσες, μήπως αυτή δεν καταλάβαινε από τη στεναχώρια και τα δάκρυα που έπνιγε να μην τρέξουν, έκαναν και τους ήχους, όχι μόνο τις εικόνες, συγκεχυμένους, ποιος ξέρει… Έβγαινε στο παγκάκι, έμπαινε μέσα να μην χάσει τη σειρά της. Γλυκός ο καιρός, φθινοπωράκι, ευτυχώς, ο αέρας καθαρός και ευεργετικός. Ξανά μέσα, κουβαλώντας στο χέρι και το καρεκλάκι με το πολύτιμο φορτίο της. Σας παρακαλώ, μήπως να μας δείτε… Να περιμένετε, είπαμε, πάλι τα ίδια θα λέμε; Περίμενε κι αυτή μαζί με τους άλλους, τους άγνωστους, είχαν πλυθεί άραγε, ήταν εμβολιασμένοι, ήταν άρρωστοι, τι θα πάθαινε το μωρό της το απροστάτευτο, πόσο ακόμη θα ήταν στον διάδρομο…
Ξαφνικά, εμφανίζεται στην πόρτα γυναίκα καλοντυμένη, καλοχτενισμένη, παρφουμέ, με τον δωδεκάχρονο γιο της. Διασχίζει αποφασιστικά τον διάδρομο κάνοντας έξυπνους ελιγμούς αποφεύγοντας τη λεριασμένη πλέμπα και μιλάει με την προϊσταμένη. Ω του θαύματος, η πολυπόθητη πόρτα της επαγγελίας, η πόρτα του εξεταστηρίου άνοιξε γι’ αυτή και τον γιο, τους δέχτηκαν με βιάση. Γιατί αυτούς και όχι το δικό μου, ρώτησε η λεχώνα, είναι επτά ημερών το μωρό μου, καθόμαστε στο παγκάκι ώρες τώρα. Γιατί το παιδί έχει ανεμοβλογιά, απάντησε η προϊσταμένη, δεν μπορεί να περιμένει με τους άλλους.
Και τότε το πολύχρωμο πλήθος, το άπλυτο, το άγνωστο, με τις μαντίλες, οι ξυπόλητοι άνθρωποι, οι γύφτοι που περίμεναν στον διάδρομο, που δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της και που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν απλά περιγράμματα στην ουρά αναμονής του δημόσιου νοσοκομείου, άρχισαν να φωνάζουν και να χτυπάνε την πόρτα του εξεταστηρίου. Ντροπή σας, βάζετε μέσα το δωδεκάχρονο και αφήνετε το νεογέννητο στον δρόμο, ανοίξτε, να το δείτε πρώτο. Κι έχει και ανεμοβλογιά και το μωρό περιμένει έξω, ντροπή, ντροπή. Οι άγνωστοι άνθρωποι, οι φτωχοί, οι κολασμένοι, αυτοί που τρώνε τις κλωτσιές και την απαξίωση του κόσμου κάθε στιγμή, την είχαν λυπηθεί, τη στιγμή που οι άλλοι, οι δικοί της, η φυλή της, ακολουθούσαν τους κανόνες όπως αυτοί νόμιζαν ότι ήταν σωστό, τους κανόνες της κοινωνίας που έφτιαξαν και ήξεραν να λειτουργήσουν μέσα της. Τη στιγμή που, εκτός από τη μάνα της, δεν στάθηκε δίπλα της κανείς, όπως λέει κι ο ποιητής, αυτοί που την υποστήριξαν και ύψωσαν φωνή και παράστημα για να την υπερασπιστούν ήταν οι άγνωστοι, οι καταφρονεμένοι, αυτοί που ποτέ δεν είχαν κάποιο “γνωστό” για να περάσουν πρώτοι στη σειρά αναμονής, αυτοί που κανείς ποτέ δεν τους βοήθησε, οι πλάνητες, οι πάντα φταίχτες, οι κλέφτες που βλέπουν τα παιδιά τους στους καταυλισμούς να τους τρώνε τ’ αυτιά τα ποντίκια και οι αρουραίοι.
Δεν μπόρεσε να μείνει κλειστή η πόρτα του εξεταστηρίου μπροστά σε τέτοια οργή, τέτοια ομαδική διαμαρτυρία. Άνοιξε, το πλήθος την έσπρωξε απαλά να περάσει μπροστά. Το μωρό της μπήκε στο νεογνολογικό, τίποτα ασυνήθιστο, είχε ίκτερο. Τόσο απλό.
Στην πτέρυγα τον νεογνών την είχαν γνωρίσει τα κορίτσια, οι νοσηλεύτριες. Πήγαινε κάθε τρεις ώρες να θηλάζει το μωρό της, να μη μάθει το μπιμπερό. Σιγά-σιγά γνώρισε και τα άλλα βρέφη. Τα άκουγε να κλαίνε από τη γωνία όπου καθόταν με το δικό της στην αγκαλιά, στο τέλος τα ξεχώριζε και από το κλάμα. Ερχόταν οι νοσηλεύτριες, τους έβαζαν την πιπίλα, τα περιποιούνταν. Ένα φώναζε πιο δυνατά από τ’ άλλα. Αυτό το άφηναν στο τέλος. Τελευταίο το άλλαζαν, τελευταίο το τάιζαν, έπρεπε να ξεσηκώσει τον κόσμο για να του βάλουν πιπίλα. Στο τέλος ρώτησε γιατί έκλαιγε τόσο πολύ το συγκεκριμένο, συνέχεια αυτό ακουγόταν στον θάλαμο. “Γυφτάκι είναι. Έτσι κάνουν αυτά, κλαίνε πολύ. Μην ανησυχείς, είναι η ράτσα τους τέτοια”.
Πήρε εξιτήριο και το μωρό της και βγήκε από το νοσοκομείο. Στην είσοδο μια ομάδα Ρομά, μικροί, μεγάλοι, παιδιά, φώναζαν στον φύλακα προσπαθώντας να βρουν πού έπρεπε να πάνε, κάποιος απ ́όλους ήταν άρρωστος. Ναι, είναι η ράτσα τους τέτοια, τελικά. Θηλάζουν την αδικία από τα γεννοφάσκια τους και, όσο και να φωνάζουν, όσο και να διαμαρτύρονται, για όλα φταίει η φυλή τους.
Κωνσταντίνα Παπακώστα
πηγή: artinews.gr
e-prologos.gr