Χρήστος Κάτσικας*

Ενώ βρισκόμαστε στην κορύφωση της πανδημίας και πολλά σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας αναστέλλουν και πάλι τη λειτουργία τους,  δεκάδες τμήματα δεν λειτουργούν και  οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να διαχειριστούν την κατάσταση δίνοντας προτεραιότητα στη διατήρηση του παιδαγωγικού  κλίματος  στα σχολεία τους,η Κυβέρνηση προσπαθεί να δυναμιτίσει αυτή την  προσπάθεια με την επιβολή της αυτοαξιολόγησης- αξιολόγησης.

Σχεδόν 40 χρόνια μετά την κατάργηση του επιθεωρητισμού και 24 χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου μιας σειράς νόμων για την αξιολόγηση που ακυρώθηκαν στην πράξη από το εκπαιδευτικό κίνημα, το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην έκδοση Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.) με ΦΕΚ 140/20-1-2021 και τίτλο: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο».

Όπως καταγγέλλει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών ΠΕ «Αλέξανδρος Δελμούζος» αποκομμένη από την εκπαιδευτική πραγματικότητα  αγνοώντας επιδεικτικά, για ακόμη μια φορά  τη  ΔΟΕ,  που ομόφωνα κήρυξε απεργία – αποχή από κάθε διαδικασία αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας  καλεί τους διευθυντές των σχολικών μονάδων από τη Δευτέρα 8.2.21 σε επιμόρφωση σχετικά  με την έναρξη εφαρμογής του συστήματος «Συλλογικού προγραμματισμού, εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων».

Είναι γνωστό ότι δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, με ομόφωνη απόφαση του Δ. Σ. της Δ. Ο. Ε. διατράνωσαν την αντίθεσή τους στην εφαρμογή του ν. 4692/2020 για την «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών προκηρύσσοντας ΑΠΕΡΓΙΑ – ΑΠΟΧΗ από κάθε αξιολογική διαδικασία. Στα πλαίσια αυτά ο Συλλόγος Εκπ/κών Π. Ε. Αμαρουσίου καλεί τα μέλη του Διευθυντές/Διευθύντριες των Δημοτικών Σχολείων της περιοχής ευθύνης του να μη συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο ενημερωτικό σεμινάριο και παρέχει πλήρη συνδικαλιστική κάλυψη.

Νίκη Κεραμέως: «Η αξιολόγηση συνιστά ένα πολύτιμο εργαλείο»

Μετά από συνεδρία με στελέχη εκπαίδευσης για την εσωτερική  και εξωτερική  αξιολόγηση των σχολείων, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως δήλωσε σχετικά: «Η αξιολόγηση συνιστά ένα πολύτιμο εργαλείο, εισάγει μία νέα κουλτούρα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με στόχο τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου προς όφελος των μαθητών μας».

            Παράλληλα, η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι το ΥΠΑΙΘ προχωράει  «γρήγορα στο επόμενο νομοσχέδιο, που περιλαμβάνει θεμελιώδεις αξίες της ΝΔ αλλά και της κοινωνίας. Θα αφορά στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και στα στελέχη της εκπαίδευσης. Η πρόθεση μας είναι να ισχύσει από το αμέσως επόμενο σχολικό έτος η αξιολόγηση και μόλις ψηφιστεί να ξεκινήσει η διαδικασία για την ανάδειξη των νέων στελεχών εκπαίδευσης».

Ωστόσο, όποιες διακηρύξεις, όποιων κυβερνήσεων και να διαβάσει κανείς για την αξιολόγηση θα διαπιστώσει ότι προβάλλεται σαν το μαγικό ραβδί «δια πάσαν νόσον» που θεραπεύει με αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση, όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.

            Οι διατάξεις του νόμου 4692/2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2020 εμπεδώνουν ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό που ήδη περιέχονταν στο ν. 4547/2018, με μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Διαδικασία, βέβαια, που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες. Αντίθετα, μαζί με το νέο νομοσχέδιο «Αυτονομία σχολικών μονάδων, αξιολόγηση εκπαιδευτικών και νέο σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης» που φέρνει το ΥΠΑΙΘ στη Βουλή στο τέλος του Φεβρουαρίου, συγκροτούν ένα πανοπτικό μοντέλο,  που  διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων, που θα πάρει σαφέστερα χαρακτηριστικά με την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που θα ορίσουν φόρμες και δείκτες αξιολόγησης. Μιλάμε για μια διαδικασία που οδηγεί στην κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών και ένα εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Η Νταϊάν Ράβιτς, διακεκριμένη Αμερικανίδα καθηγήτρια με ειδίκευση στην εκπαιδευτική πολιτική, εξηγεί γιατί, μετά την εμπειρία της ως υφυπουργός Παιδείας επί Τζορτζ Μπους πατρός, έπαψε να υπερασπίζεται την αξιολόγηση: «Σήμερα δεν πιστεύω πια πως η αξιολόγηση ή η επιλογή σχολείου μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως είχαμε ελπίσει. … Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία…. Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. … Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές..»

Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στη λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος. Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.

*Ο Χρήστος Κάτσικας είναι εκπαιδευτικός μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης και των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων Εκπαιδευτικών

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το