Η χώρα μου είναι στενάχωρο σπίτι, με ξεφλουδισμένους τοίχους, καμηλό μπατανίες στα φορμάκα γιαλιστερά και στα μεταλλικά κρεβάτια με τους κόμπους της κακοπερασμένης λαδομπογιάς, κι από πάνω κουβερλί με βελονάκι για να κρύβονται τα ξέφτια, ένα τσίγκινο καθίκι κάτω απ’ το κρεβάτι, στον πάνω τοίχο πάντες με παραστάσεις κυνηγιού κι ένα σεράι, για να σπάει η παγωνιά της υγρασίας. Στους τοίχους γύρω απ’ τη ντιβανοκασέλα, που της λείπει ένα πόδι και ισορροπεί σε άδειο κονσερβοκούτι τοματοπελτέ, πολλές φωτογραφίες των πεθαμένων, των ξενιτεμένων, των γάμων, των γιών φαντάρων, σε προφίλ τριών τετάρτων, όλες μυγοχεσμένες και με σπασμένη τη μια τουλάχιστον γωνία της κορνίζας, εικόνες αγίων δίχως τζάμι και άλλες με τζαμένια πρόσοψη και χαμηλά βαλμένες για να φιλιούνται στις προσευχές, ένα ξύλινο ρολόι σταματημένο κι άλλο ένα πλαστικό με μπαταρίες, βελούδινο βυσσινί τραπεζομάντηλο στο τραπέζι κι από πάνω μουσαμάς με τριαντάφυλλα για να φιλοξενεί πιάτα, γεμάτα τασάκια, το άπλωμα του φύλλου για τις πίτες και το μπακλαβά, σχολικά βιβλία και τετράδια με λαδιές και …φέρετρα.
Ένα αμερικάνικο μπαούλο με ξεφτισμένα νυφικά, κιτρινισμένα μωρουδιακά, ξεθωριασμένα γράμματα σε φάκελα με κομμένα τα γραμματόσημα κι ωστόσο χαμένα και το συμβόλαιο του στενάχωρου σπιτιού που είναι πάντα χρεωμένο και κληροδοτείται μετά θάνατο.
Στο σπίτι αυτό που ‘ναι η χώρα μου, ζούνε οι φτωχοί, οι αγνώστου πατρός, οι άνεργοι, η Ευανθούλα που την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί, η χωρίς κανένα συγγενή, αγία πουτάνα.
Όλα μείνανε όπως ήτανε και πιο πριν κι ας μπήκε κι ένας καναπές γωνία απ’ το ΙΚΕΑ κι ας μη βρωμοκοπάνε γκάζι οι κεραμικές εστίες. Οι λαχτάρες, οι ξενιτιές, τα χρέη, οι απλήρωτοι λογαριασμοί κι αυτοί που μπουκάρουν απρόσκλητοι και φοράνε στολές και τα κάνουν όλα γης μαδιάμ και αυτοί που δεν φοράνε στολές, ο δικαστικός επιμελητής με το κατασχετήριο, ο κομματάρχης με το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο, ο κτηματομεσίτης με την αντιπαροχή, όλα έμειναν ίδια.
Είδα σήμερα, χάρη στη Γεωργία, το μονόλογο Ζωή Χαρισάμενη και το σπίτι αυτό που ‘ναι η χώρα μου, έτσι ζωντάνεψε μέσα μου, και με στοίχειωσε.
Ο μαγικός μονόλογος του Κώστα Τσιάνου έγινε από την Αγγελική Λεμονή αρχαία και σύγχρονη τραγωδία, συγκλονιστική ερμηνεία, απαράμιλλη διδασκαλία της νεότερης ιστορίας μιας χώρας που την αλωνίζουν μαυραγορίτες, νταβατζήδες, ρουφιάνοι και τοκογλύφοι υποκριτές που σταυροκοπιούνται.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το