Συνέντευξη του Wayne Au, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Washington, Bothell και εκδότη του περιοδικού Rethinking Schools, στον Σελιδοδείκτη
μετάφραση Μαλαματή Γρόλλιου
- Wayne, ποιες είναι οι κυρίαρχες τάσεις στην εκπαιδευτική πολιτική των ΗΠΑ, και ποιες βασικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τις προωθούν; Ποια είναι η επικρατούσα οπτική που διαμορφώνει το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου; Έχει αλλάξει κάτι κατά την προεδρία του Trump;
Οι κυρίαρχες τάσεις στην εκπαιδευτική πολιτική των ΗΠΑ ουσιαστικά είναι οι ίδιες τα τελευταία 25 χρόνια. Συνεχίζουμε να παρατηρούμε μεγάλη έμφαση στα στάνταρντς και τις εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων, ιδέες περί «λογοδοσίας» που κυρίως τιμωρούν μαθητές και σχολεία με στάσιμες επιδόσεις στις εξετάσεις, επιθέσεις στα δικαιώματα των δασκάλων να συνδικαλίζονται, ανεπαρκή χρηματοδότηση των δημόσιων σχολείων, καθώς και εντεινόμενους περιορισμούς στη διδασκαλία και το αναλυτικό πρόγραμμα. Αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο πρόσφατα -ας πούμε, τα τελευταία 15 χρόνια περίπου- είναι η ένταση αυτών των μεταρρυθμίσεων εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης τάσης για αποκόμιση κέρδους, χρηματιστικοποίηση και ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. Απ’ αυτήν την άποψη, η δημόσια εκπαίδευση έχει γνωρίσει μια μεγέθυνση εκείνου του φαινομένου το οποίο ο Michael Apple αποκαλεί «κουλτούρα ελέγχου», όπου οι εξετάσεις, τα στάνταρντς και η αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας για τη συλλογή στοιχείων μαθητών και δασκάλων χρησιμοποιούνται για να ελεγχθούν εξονυχιστικά η εργασία και οι επιδόσεις τους και να κριθούν σχολεία και κοινότητες. Και βέβαια, αντί να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα της σχολικής χρηματοδότησης, του μεγέθους των σχολικών τάξεων, της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, της κατοικίας, της υγιεινής των τροφίμων και να εφαρμοστούν ευρύτερα κοινωνικά προγράμματα που όντως θα συνεισέφεραν σε μια καλύτερη εκπαίδευση και μάθηση για τα παιδιά, η νεοφιλελεύθερη απάντηση συνίσταται σε περικοπές στη δημόσια εκπαίδευση και στο κλείσιμο δημόσιων σχολείων που δεν κατέχουν επαρκές «μερίδιο αγοράς».
Στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στις ΗΠΑ, το επίσημο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα χαρακτηρίζεται κυρίως από τον συνδυασμό δύο παραγόντων. Το ένα είναι οι εξετάσεις και τα στάνταρντς. Επειδή όλοι υπόκεινται στις εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων, οι οποίες ευθυγραμμίζονται με τα στάνταρντς, σχεδόν ολόκληρο το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα που ακολουθείται από σχολεία, περιφέρειες ή κρατικούς φορείς ευθυγραμμίζεται με αυτά. Αυτή είναι ουσιαστικά άλλη μία πλευρά της ιδιωτικοποίησης και της χρηματιστικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης, μιας και αυτά τα υλικά αναλυτικών προγραμμάτων προέρχονται από ιδιώτες εκδότες και παραγωγούς. Μάλιστα, αυτό μας δείχνει τον άλλον παράγοντα που επηρεάζει το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα: την αγορά των σχολικών εγχειριδίων. Κάποιες από τις πολιτείες των ΗΠΑ, όπως το Τέξας και η Φλόριντα, αντιπροσωπεύουν πολύ μεγάλες αγορές για την προμήθεια εγχειριδίων. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι εκδότες εγχειριδίων συχνά διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και τις πληροφορίες που περιέχονται στα εγχειρίδια που εκδίδουν, ώστε να συμφωνούν με τα (κυρίως) συντηρητικά στάνταρντς πολιτειών, όπως το Τέξας -πολιτείες που έχουν αλλάξει αρκετές φορές τα στάνταρντς τους, για να συγκαλύψουν τον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενώ, παράλληλα, δικαιολογούν την αποικιοκρατία.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσω πως πάντα υπάρχουν αγώνες για τις πολιτισμικές πολιτικές της σχολικής γνώσης και αυτές οι πολιτικές διαφέρουν μεταξύ πόλεων, πολιτειών και περιοχών. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα ανερχόμενο κίνημα για να συμπεριληφθούν οι Εθνικές Σπουδές στο επίσημο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα της Καλιφόρνια, της Ουάσινγκτον, του Όρεγκον, τμημάτων του Τέξας, και άλλων περιοχών στις ΗΠΑ. Οι Εθνικές Σπουδές γεννήθηκαν από τον ακτιβισμό μαθητών, δασκάλων και κοινοτήτων και αποτελούν μέρος ενός αναλυτικού προγράμματος που επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση της αποικιοκρατίας και της υπεροχής των λευκών στην εκπαίδευση και την κοινωνία. Με αυτά τα δεδομένα, ίσως δούμε τον αγώνα για ένα αναλυτικό πρόγραμμα που θα βασίζεται στη δικαιοσύνη να αναδύεται από κάποιες κοινότητες ως απάντηση στην εκλογή του υπερασπιστή της λευκής και εθνικής ανωτερότητας Trump, καθώς και στις οξυμένες φυλετικές, οικονομικές και πολιτικές εντάσεις των καιρών μας.
Το ποιες δυνάμεις προωθούν αυτές τις κυρίαρχες μεταρρυθμίσεις, είναι περίπλοκο να απαντηθεί. Στηρίζομαι ξανά στον Michael Apple για μερικές από τις σκέψεις μου πάνω σε αυτό το ζήτημα. Βασισμένος στην έννοια της ηγεμονίας του Gramsci, ο Apple κατανοεί όλες τις μεταρρυθμίσεις στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης ως το προϊόν ενός συνασπισμού δεξιών ομάδων. Είναι φανερό πως οι νεοφιλελεύθεροι είναι αρκετά ισχυροί στις ΗΠΑ και είναι και πολύ πιθανό να αποτελούν και τον ισχυρότερο παράγοντα στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας. Όμως, η εκλογή του Trump και ο διορισμός της Betsy DeVos ως Υπουργού Εκπαίδευσης των ΗΠΑ δείχνουν ότι και οι θρησκευόμενοι λαϊκιστές διαθέτουν επιρροή και έχουν σημαντική ισχύ ανάμεσα στις δυνάμεις που επιχειρούν να διαμορφώσουν τη δημόσια εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα. Η DeVos έχει επιχειρήσει να προωθήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα αγοράς με σχολικά κουπόνια, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου, πολύ συντηρητικού ευαγγελικού Χριστιανικού σχεδίου να πλήξει τα δημόσια σχολεία και να υποστηρίξει τα θρησκευτικά σχολεία από την άλλη. Βέβαια, η δύναμη αυτών των θρησκευόμενων λαϊκιστών ίσως να είναι περισσότερο συμβολική μέχρι στιγμής, μιας και η DeVos, όπως ο Trump, έχει αποτύχει οικτρά στην διακυβέρνηση.
- Στο βιβλίο σου Σχεδιασμένα Άνισοι (Unequal by Design) θέτεις μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση: «Ποια είναι η σύνδεση μεταξύ των εξετάσεων υψηλών απαιτήσεων και της αναπαραγωγής κοινωνικο-εκπαιδευτικών ανισοτήτων». Μίλησέ μας γι’ αυτό το ζήτημα. Οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ τα έτη 2011 και 2017 σχετικά με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ασκούν πίεση για την υιοθέτηση κεντρικών τεστ αξιολόγησης για τους μαθητές, τα οποία θα λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Την ίδια στιγμή, η κοινωνική ανισότητα στην Ελλάδα συνεχίζει να αυξάνεται, μετά από 8 χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Νομίζω πως η απόδειξη σ’ αυτό το ζήτημα είναι ατράνταχτη και αδιαμφισβήτητη. Εδώ, στις ΗΠΑ, οι επιδόσεις στις εξετάσεις πάντα σχετίζονταν με την κοινωνικοοικονομική θέση και αντιστοιχούσαν στις φυλετικές ανισότητες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το γεγονός οφείλεται στη δομή των ίδιων των τυποποιημένων εξετάσεων, οι σχεδιαστές των οποίων ακόμη λειτουργούν με βάση την εσφαλμένη υπόθεση ότι η νοημοσύνη διανέμεται ανισομερώς στους ανθρώπινους πληθυσμούς (σε κανονική καμπύλη), οπότε έχουμε λίγους «ευφυείς» ανθρώπους, πολλούς «κανονικούς» ανθρώπους στη μέση και μια ομάδα «λιγότερο ευφυών» ανθρώπων στον πάτο. Για τους σχεδιαστές των εξετάσεων, μια τυποποιημένη εξέταση που τα αποτελέσματά της παράγουν αυτού του είδους την κανονική καμπύλη θεωρείται φυσιολογική, κανονική και επιθυμητή. Γι’ αυτό οι νεοφιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές της εκπαίδευσης αγαπούν αυτές τις εξετάσεις: δίνουν την εντύπωση πως είναι ουδέτεροι κριτές της ανθρώπινης νοημοσύνης, αλλά στην πράξη η ανθρώπινη διαστρωμάτωση που παράγουν είναι ό,τι πρέπει για την «Hunger Games»[1] κοσμοαντίληψή τους περί ανθρώπινου ανταγωνισμού, επιτυχίας και αποτυχίας. Όμως, βέβαια, παλιότερα αλλά και σήμερα, τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων πάντα στρωματοποιούσαν τους ανθρώπινους πληθυσμούς κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά. Στις ΗΠΑ αυτές οι εξετάσεις πάντα έβρισκαν τους φτωχούς, μη-λευκούς και τους μετανάστες να είναι λιγότερο έξυπνοι σε σύγκριση με όσους ήταν πλούσιοι, λευκοί, μιλούσαν την Αγγλική και είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να δικαιολογούνται όλες οι υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές διαφορές.
Φαίνεται πως ο ΟΟΣΑ πιέζει την Ελλάδα να βαδίσει στον δρόμο των ΗΠΑ. Ως άνθρωπος που έχω ζήσει και παλέψει ενάντια σ’ αυτό το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα των τιμωρητικών εξετάσεων για τα τελευταία 20 χρόνια, μπορώ να σας πω καθαρά τι σημαίνει, από διάφορες οπτικές γωνίες. Το πρώτο που πρέπει να ξέρετε είναι πως, ακόμα και μέσα στα όρια της χρήσης των επιδόσεων στις εξετάσεις, αυτού του είδους η πολιτική συνιστά μια παταγώδη αποτυχία. Μετά από 15 χρόνια ομοσπονδιακά θεσπισμένων υποχρεωτικών εξετάσεων, το χάσμα ανάμεσα στα αποτελέσματα των λευκών και των μαύρων μαθητών, των λευκών και των Λατίνων, καθώς και των πλούσιων και των φτωχών μαθητών, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να μεγαλώσει. Αν ο σκοπός αυτών των πολιτικών ήταν να επιτευχθεί κάποιου είδους ισότητα μεταξύ των αποτελεσμάτων στις εξετάσεις, δεν επιτεύχθηκε. Για την ακρίβεια, έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Άλλη μία επίπτωση αυτού του είδους της πολιτικής για εμάς εδώ στις ΗΠΑ είναι ότι έχει υποβαθμίσει την ποιότητα της εκπαίδευσης των μαθητών τους οποίους ισχυρίζεται πως επιθυμεί να βοηθήσει. Για παράδειγμα, εδώ, αυτές οι πολιτικές σχεδόν πάντα εφαρμόζονται στο όνομα της βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης παιδιών φτωχών και φυλετικά περιθωριοποιημένων ομάδων. Το αναλυτικό πρόγραμμα και η διδασκαλία αυτών των μαθητών κατακρεουργείται από τις εξετάσεις. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι επειδή αυτές οι ομάδες έχουν χαμηλές επιδόσεις σ’ αυτές τις εξετάσεις (κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού), τότε οι περιοριστικές μεταρρυθμίσεις για την αποτυχία στις εξετάσεις εφαρμόζονται σε αυτές τις ομάδες με μεγάλη ένταση. Αυτό σημαίνει πως τα συγκεκριμένα παιδιά εστιάζουν περισσότερο στα προς εξέταση μαθήματα, χάνουν ευκαιρίες για εξερεύνηση, περικόπτουν τον χρόνο που αφιερώνουν στο φαγητό και την ξεκούραση, στερούνται μαθήματα όπως οι τέχνες, η μουσική και η φυσική αγωγή, και όλα αυτά, για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στις εξετάσεις εστιάζοντας στις σχετικές ικανότητες. Το αποτέλεσμα είναι ότι, μιας και είναι εύπορα, τα λευκά παιδιά λαμβάνουν μια σφαιρική εκπαίδευση με επαρκείς πόρους, ενώ τα παιδιά της εργατικής τάξης και ειδικά αυτά που δεν ανήκουν στη λευκή φυλή, συνεχίζουν να εκπαιδεύονται όλο και περισσότερο σε εξεταστικές βιομηχανίες.
Η συγκεντρωτική και συγκριτική αξιολόγηση μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων στην Ελλάδα δεν θα διορθώσει την εκπαίδευση ή την οικονομία, αλλά πιθανότατα θα κάνει την κατάσταση χειρότερη.
- Άλλο ένα αυταπόδεικτο γεγονός σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι η σχολική αυτονομία, τα επιλεκτικά σχολεία και τα κουπόνια. Ποια είναι η σχετική εμπειρία στις ΗΠΑ; Επικρατεί αυτή η πολιτική σε τμήματα των κυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων μετά από δεκαετίες υποχρηματοδότησης και απαξίωσης του δημόσιου σχολείου;
Σ’ αυτό το πνεύμα, τα σχολεία charter και τα συστήματα σχολικής επιλογής είναι μια σημαντική πτυχή των σύγχρονων εκπαιδευτικών αλλαγών στις ΗΠΑ. Τα σχολεία charter ουσιαστικά είναι σχολεία υπό ιδιωτική διοίκηση που χρηματοδοτούνται με δολάρια της δημόσιας φορολογίας. Έχουν οργανωθεί με γνώμονα ένα μοντέλο ανταγωνιστικής αγοράς ιδιαίτερα προσφιλές στις μικρές επιχειρήσεις, όπου οι γονείς είναι εκείνοι που διαλέγουν σε ποιο σχολείο charter θα στείλουν το παιδί τους. Όσα απ’ αυτά τα σχολεία προσελκύουν περισσότερους μαθητές ευδοκιμούν, ενώ εκείνα που δεν το κάνουν κλείνουν, σύμφωνα με το ιδανικό του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος. Τα σχολεία charter χρησιμοποιούνται στην επίθεση ενάντια στη δημόσια εκπαίδευση στις ΗΠΑ σε πολλαπλά μέτωπα. Πρώτον, εξυπηρετούν τη διοχέτευση κονδυλίων του δημοσίου στα ταμεία ΜΚΟ και ιδιωτικών βιομηχανιών, οπότε τα δημόσια σχολεία υποχρηματοδοτούνται ακόμη περισσότερο. Δεύτερον, χρησιμοποιούνται για την προώθηση ανταγωνιστικών προγραμμάτων επιλογής και λειτουργούν σαν «σκαλοπάτι» της ελεύθερης αγοράς στο δρόμο προς ένα πλήρες σχολικό σύστημα με κουπόνια, όπου ο καθένας θα μπορεί να διαθέτει το δικό του κουπόνι από δημόσια κονδύλια, για να το ξοδέψει σε οποιοδήποτε σχολείο, ιδιωτικό ή δημόσιο, επαρχιακό ή θρησκευτικό. Τρίτον, απομυζούν τον δημοκρατικό θεσμό των δημόσιων σχολείων στις ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί στηρίζονται σε διορισμένα σώματα εκπαιδευτικής διοίκησης, τα οποία παραδίδουν την επίβλεψη των χρημάτων του δημοσίου σε μη-δημόσια, μη-δημοκρατικά εκλεγμένα σώματα. Η επίθεση των σχολείων charter στη δημοκρατική λειτουργία της εκπαίδευσης συμβαίνει, επίσης, γιατί διαθέτουν ποικίλους τρόπους, για να αποφεύγουν, για να δέχονται και για να εκπαιδεύουν όλα τα παιδιά. Τα σχολεία charter στις ΗΠΑ έχουν την φήμη πως δέχονται λιγότερα παιδιά με αναπηρίες και λιγότερους μαθητές των οποίων τα Αγγλικά είναι η δεύτερη γλώσσα τους. Επιπλέον, τα σχολεία charter είναι ευρέως γνωστά για τον λόγο ότι αποβάλλουν μαθητές με χαμηλές επιδόσεις, ώστε να διογκώσουν με τεχνητό τρόπο τα αποτελέσματα στις εξετάσεις και τα ποσοστά αποφοίτησης.
Κι όμως, αυτά τα σχολεία στοχεύουν σε κοινότητες μη-λευκών της εργατικής τάξης, που έχουν υποστεί εκμετάλλευση και έχουν στερηθεί πόρους για δεκαετίες. Εν μέσω αυτής της στέρησης πόρων διαβίωσης, τα σχολεία charter και τα προγράμματα των κουπονιών φαντάζουν ελκυστικά επειδή τα υποχρηματοδοτούμενα δημόσια σχολεία είναι σε τόσο κακή κατάσταση, ώστε η όποια άλλη επιλογή φαίνεται καλή -και όντως μπορεί να είναι έτσι. Βέβαια, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς μπορεί μόνο να αποσκοπεί στην ανάλωση της εργατικής τάξης και των περιθωριοποιημένων ομάδων, όχι στη σωτηρία τους. Παρομοίως, τα σχολεία charter και τα ιδιωτικά σχολεία με κουπόνια στις ΗΠΑ επιτελούν ένα φρικτό έργο απέναντι σ’ αυτές τις κοινότητες και θα υποστήριζα πως στην πραγματικότητα απλά εξαντλούν τους πόρους τους.
- Τι κινήσεις γίνονται από το εκπαιδευτικό κίνημα στις ΗΠΑ ενάντια στον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό στην εκπαίδευση, τόσο από άποψη των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων όσο και της καθημερινής σχολικής πρακτικής;
Υπάρχει μεγάλη αντίσταση ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό στην εκπαίδευση των ΗΠΑ. Μερικά από τα τοπικά σωματεία εκπαιδευτικών στις μεγάλες πόλεις έχουν αποδειχτεί σημαντικά. Ενώ τα εθνικά σωματεία παίζουν πολιτικά παιχνίδια και έχουν φτάσει σε σημείο να συνεργάζονται με τους νεοφιλελεύθερους μεταρρυθμιστές, τα σωματεία των εκπαιδευτικών σε πόλεις, όπως το Σικάγο, το Σιάτλ, το Μιλγουόκι και το Λος Άντζελες προβάλλουν αντίσταση. Το Σωματείο Εκπαιδευτικών του Σικάγο (Chicago Teachers’ Union/CTU) είναι μάλλον ένα από τα καλύτερα μοντέλα. Έχει συνδέσει τα συνηθισμένα ζητήματα των όρων διαβίωσης με ευρύτερους κοινοτικούς αγώνες για το κλείσιμο σχολείων, την ασφάλεια των συνοικιών και τα ισχυρότερα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας. Με τη δράση του αυτή, το CTU κατόρθωσε να συνδεθεί με τις ανησυχίες των γονέων και μαζί σχημάτισαν μια ισχυρή συμμαχία μέσα στο ιστορικό κέντρο του νεοφιλελευθερισμού, το Σικάγο. Η Εκπαιδευτική Ένωση του Σιάτλ (Seattle Education Association/SEA) ακολούθησε το παράδειγμα του σωματείου του Σικάγο και διαπραγματεύτηκε όχι μόνο για καλύτερους μισθούς, αλλά και για αύξηση της διάρκειας της ανάπαυλας (η οποία είχε σταδιακά μειωθεί, ώστε να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος στην προετοιμασία για πιο πολλές εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων), καθώς και για να εμπλακούν ομάδες εκπαιδευτικών στον αγώνα για φυλετική ισότητα στα σχολεία της περιοχής. Με τους αγώνες του για φυλετική ισότητα και περισσότερο χρόνο παιχνιδιού για τα παιδιά, η Εκπαιδευτική Ένωση του Σιάτλ μπόρεσε να συμμαχήσει με τους γονείς και να αποκρούσουν νεοφιλελεύθερες κινήσεις στην περιοχή.
Ένας άλλος τομέας αντίστασης στη νεοφιλελευθεροποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης είναι ο τομέας των εξετάσεων. Ενώ αυτή η αντίσταση έχει υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, στο χρονικό διάστημα περίπου από το 2013 μέχρι το 2016 υπήρξε ένα ισχυρό κίνημα από μεγάλη μερίδα γονέων με σκοπό τα παιδιά τους να μπορούν να μη συμμετέχουν στις υποχρεωτικές, υψηλών απαιτήσεων εξετάσεις. Ήταν τόσο ισχυρό που σε μερικές πολιτείες, όπως στη Νέα Υόρκη, εκατοντάδες χιλιάδες γονείς δε δήλωσαν τα παιδιά τους στις εξετάσεις. Τα χρόνια εκείνα υπήρχε βασικά ένα ισχυρό εθνικό κίνημα από γονείς που αντιστέκονταν στις εξετάσεις. Σε συγκεκριμένες περιοχές, οι εκπαιδευτικοί πήραν και αυτοί μέρος, αρνούμενοι να πραγματοποιήσουν τις εξετάσεις. Στο Σιάτλ, για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί ενός εμβληματικού σχολείου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Garfield High School) συμφώνησαν ομόφωνα να αρνηθούν τη διεξαγωγή μιας τοπικής εξέτασης για παιδιά της 9ης τάξης. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτού του είδους η αντίσταση προκάλεσε σάλο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Επειδή οι εκπαιδευτικοί έμειναν ενωμένοι και επειδή κατάφεραν να οικοδομήσουν μια ισχυρή συμμαχία που συμπεριλάμβανε γονείς, μαθητές και άλλους εκπαιδευτικούς στο Σιάτλ, δεν τιμωρήθηκαν και ξεκίνησαν μια επιτυχημένη καμπάνια για την κατάργηση της συγκεκριμένης εξέτασης στο σύνολό της.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι υπήρχαν και προοδευτικά και συντηρητικά στοιχεία στο κίνημα αντίστασης κατά των εξετάσεων. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν πως οι εξετάσεις ήταν καταστροφικές για τα παιδιά, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και μερικές ομάδες γονέων αντιστάθηκαν στις εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων στη βάση της προοδευτικής κριτικής για τις εξετάσεις αυτές: την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων σχολείων, τον ρατσισμό και την ανισότητα που συνδέονται με τις εξετάσεις, την αδικία να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία με τα αποτελέσματα των εξετάσεων, τη στατιστική έλλειψη εγκυρότητας στη χρήση τέτοιων εξετάσεων για τόσο σημαντικές αποφάσεις, τον τρόπο που οι εξετάσεις έχουν χρησιμοποιηθεί, για να χτυπηθεί η πολυπολιτισμική εκπαίδευση, οι προοδευτικές παιδαγωγικές και η δημοκρατική σχολική εκπαίδευση. Ωστόσο, οι συντηρητικοί θρησκευόμενοι λαϊκιστές πολύ συχνά διαφωνούσαν με τις πολιτειακά και ομοσπονδιακά υποχρεωτικές τυποποιημένες εξετάσεις για έναν τελείως διαφορετικό λόγο: δεν τους άρεσε η εμπλοκή της κοσμικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Θεωρούσαν πως υπήρχε «υπερέκταση» και υπερβολικός έλεγχος από τη μεριά του κράτους μέσα από τις εξετάσεις (ένα σημείο στο οποίο οι προοδευτικοί θα συμφωνούσαν από άποψη αρχών), σε τέτοιο βαθμό που επενέβαινε στις πιο συντηρητικές και θρησκευτικές αξίες τις οποίες ήθελαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους (αυτό είναι το σημείο στο οποίο οι προοδευτικοί θα διαφωνούσαν).
Τελικά, όσον αφορά την αντίσταση, οι ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί πάντα έβρισκαν τους χώρους για να αντιπαρατεθούν στις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και να διδάξουν για τη δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, είμαι επιμελητής και εκδότης εδώ και πολύ καιρό του μη-κερδοσκοπικού περιοδικού και του εκδοτικού οίκου Rethinking Schools (www.rethinkingschools.org). Το περιοδικό Rethinking Schools γράφεται γενικά από εκπαιδευτικούς για εκπαιδευτικούς και γονείς και είναι ένας χώρος όπου δημοσιεύουμε αναλύσεις πολιτικών και σχέδια μαθημάτων κατά του ρατσισμού, του σεξισμού, της ομοφοβίας, της ισλαμοφοβίας και υπέρ της δημοκρατίας και της σωτηρίας του περιβάλλοντος. Εκατοντάδες εκπαιδευτικοί γράφουν για μας κάθε χρόνο, χιλιάδες γράφονται συνδρομητές στο τριμηνιαίο περιοδικό μας και δεκάδες χιλιάδες μάς ακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αγοράζουν τα βιβλία μας. Γίνονται, επίσης, αρκετά τοπικά συνέδρια από ριζοσπάστες εκπαιδευτικούς που προέρχονται από διάφορα μέρη των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, τώρα ασχολούμαι με την οργάνωση του Βορειοδυτικού Συνεδρίου με τίτλο Εκπαίδευση για την Κοινωνική Δικαιοσύνη, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό. Το συνέδριό μας προσελκύει γύρω στους 1.300 εκπαιδευτικούς. Το Συνέδριο Εκπαιδευτικοί για Κοινωνική Δικαιοσύνη στο Σαν Φρανσίσκο προσελκύει περίπου 1.600 εκπαιδευτικούς, επίσης, κάθε χρόνο, ενώ οργανώνονται παρόμοιες εκδηλώσεις στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη, το Μιλγουόκι και άλλες μεγάλες πόλεις. Αυτοί είναι χώροι όπου οι εκπαιδευτικοί διαμορφώνουν κριτική συνείδηση και πνεύμα αλληλεγγύης για να μας κρατούν σε εγρήγορση στους αγώνες που συνεχίζονται.
- Wayne, γνωρίζουμε πως γράφεις ένα βιβλίο με τίτλο «Μια Μαρξιστική Εκπαίδευση». Μίλησέ μας για αυτό το βιβλίο σου. Γιατί Μαρξισμός και εκπαίδευση; Πώς μπορεί ο Μαρξισμός να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς σε όλα τα επίπεδα, την ώρα που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα διδάσκοντας στο δημόσιο σχολείο; Ποια είναι η προοπτική της τρέχουσας ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής θεωρίας, η οποία κυριαρχείται τις περισσότερες φορές από ένα μεταδομιστικό, μεταμοντέρνο θεωρητικό πλαίσιο.
Λοιπόν, το βιβλίο εστιάζει στον Μαρξισμό ως διαλεκτικό υλισμό. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός έχει εμβαθύνει σε μεγάλο βαθμό την κατανόησή μου γύρω από την παιδαγωγική, τη μάθηση και τις πολιτικές της εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, στο βιβλίο έχω γράψει ένα κεφάλαιο για τον τρόπο με τον οποίο οι θεωρίες για τη μάθηση του Vygotsky συνδέονται στενά με τη διαλεκτική υλιστική επιστημολογία και τις πολιτικές του Lenin για τον επαναστατικό αγώνα. Στην ουσία, ο Vygotsky εφάρμοσε πολλή από τη δουλειά του Engels σχετικά με την ανθρώπινη συνείδηση και τη συλλογική χρήση εργαλείων για την οικοδόμηση της κοινωνίας και του κόσμου, προκειμένου να οικοδομήσει τις δικές του θεωρίες για την κριτική συνείδηση και μάθηση. Στην περίπτωση του Vygotsky, ήταν ιδιοφυές από μέρους του να θεωρήσει τη γλώσσα ως κοινωνικό εργαλείο για την κατασκευή της συνείδησης. Υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο σχετικά με τη μαρξιστική διαλεκτική της παιδαγωγικής του Freire, η οποία χρησιμοποιεί τον γραμματισμό και την κωδικοποίηση/αποκωδικοποίηση του κόσμου μέσα από τη γλώσσα, κάτι που ταιριάζει με την εργασία του Vygotsky. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι ο μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός που αποδεικνύεται θεμελιώδης για την κατανόηση της διδασκαλίας και της μάθησης.
Με παρόμοιο τρόπο, στο βιβλίο έχω συμπεριλάβει κεφάλαια τα οποία μιλούν για τη χρήση του μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού στην κατανόηση της πολιτικής οικονομίας της σχολικής εκπαίδευσης. Σ’ αυτό το πνεύμα, επανεξετάζω μακροχρόνιες διαφωνίες για τη σχέση μεταξύ του καπιταλισμού και των σχολείων, πηγαίνοντας πίσω στη νεο-μαρξιστική στροφή των αναλύσεων για την εκπαίδευση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, διερευνώντας πώς οι νεο-μαρξιστικές κριτικές του Μαρξισμού στηρίχτηκαν σε ορισμένες πολύ μεγάλες παρανοήσεις του διαλεκτικού υλισμού. Σ’ αυτό το σημείο ισχυρίζομαι ότι οι περιγραφές του Marx και του Engels για τη σχέση μεταξύ του κράτους και της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν πολύ πιο εκλεπτυσμένες, σύνθετες και, τολμώ να πω, διαλεκτικές, σε σχέση με όσα πρότεινε η νεο-μαρξιστική κριτική.
Στο βιβλίο, επίσης, φέρνω αυτό το είδος της μαρξιστικής διαλεκτικής υλιστικής ανάλυσης κοντά στην πιο πρόσφατη πολιτική οικονομία του νεοφιλελευθερισμού και των σχολείων του σήμερα. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζω τις τυποποιημένες εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων και τα σχολεία charter ως συνυφασμένες πλευρές της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης που χρησιμοποιούνται με τρόπους οι οποίοι είναι ρατσιστικοί και πολιτισμικά και οικονομικά εκμεταλλευτικοί για τα σχολεία και τις κοινότητες των χαμηλών εισοδημάτων.
Εκείνο που θεωρώ ιδιαίτερα ισχυρό στον διαλεκτικό υλισμό, σε έντονη αντίθεση με τις μετα-δομιστικές και μετα-μοντέρνες αναλύσεις, είναι ότι ο μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός αναγνωρίζει την αντικειμενική ύπαρξη του υλικού κόσμου -ενός κόσμου που μπορεί να αλλάξει και να επηρεαστεί από την ανθρώπινη παρέμβαση και αλληλεπίδραση. Κατά συνέπεια, φιλοσοφικά και πρακτικά, αντίθετα με το μετα-δομισμό και το μετα-μοντερνισμό –που ως επί το πλείστον βλέπουν τον κόσμο να αποτελείται αποκλειστικά από σύμβολα και σημεία– ο Μαρξισμός αναγνωρίζει πως υφίσταται μια αντικειμενικά υπάρχουσα πραγματικότητα η οποία όχι μόνο μπορεί να αλλάξει, μα και πρέπει να αλλάξει ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαζών και του πλανήτη. Ακόμα καλύτερα, οι διαλεκτικές του Μαρξισμού δημιουργούν χώρο, για να αναγνωριστεί πως τα σύμβολα και τα σημεία είναι σημαντικά, εφόσον είναι υποκειμενικές, ανθρώπινες ερμηνείες της πραγματικότητας και ως τέτοιες είναι κρίσιμες για την οικοδόμηση της κουλτούρας και της ανθρώπινης συνείδησης. Με αυτήν την έννοια, ο μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός είναι ισχυρός γιατί θεμελιώνει το σημείο και το σύμβολο στον υλικό κόσμο ως εργαλεία αλλαγής, με τρόπους που οι μετα-δομιστές και οι μετα-μοντερνιστές δεν μπορούν να το κάνουν.
Τέλος, θεωρώ ότι ο Μαρξισμός είναι σημαντικός για την καθημερινή επιβίωση των δασκάλων. Ως εκπαιδευτικοί, έχουμε ανάγκη να συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε την κριτική μας συνείδηση για τις υλικές καταστάσεις της πραγματικότητάς μας –τα συστήματα που κατοικούμε, τα σχολεία και τα ιδρύματα, όπου εργαζόμαστε, τις δυνάμεις που επιδιώκουν να διαμορφώσουν την εκπαίδευση και τη συνείδηση των παιδιών. Ο Μαρξισμός μπορεί να βοηθήσει τους δασκάλους, όχι μόνο να κατανοήσουν τους εαυτούς τους και τους μαθητές τους, αλλά και να καθοδηγήσουν πιο στρατηγικά και αποτελεσματικά τα πολιτικά πράγματα της εκπαίδευσης. Οι μεταμαρξιστικές προσεγγίσεις;
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Wayne Au αναφέρεται εδώ στην ομώνυμη ταινία επιστημονικής φαντασίας, η οποία περιγράφει ένα δυστοπικό μέλλον, όπου ένας αριθμός παιδιών καλείται σε μια τηλεοπτική εκπομπή να αγωνιστεί μέχρι θανάτου για να απομείνει τελικά μόνο ένας/ μια νικητής/τρια. Ο Αu χρησιμοποιεί μεταφορικά την ταινία για να περιγράψει τον άκρατο ανταγωνισμό που επικρατεί στο αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα.
Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο 4o τεύχος του Σελιδοδείκτη, Άνοιξη 2018.
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr