Ενα καράβι φορτωμένο με πρόσφυγες πλησιάζει σε κάποιο ελληνικό λιμάνι. Πριν αδειάσει το ανθρώπινο φορτίο του, ο λιμενάρχης ανακοινώνει στον καπετάνιο πως αποκλείει οποιαδήποτε αποβίβαση, καθώς εξαγριωμένοι κάτοικοι περιμένουν τους επιβάτες στην αποβάθρα μ’ επιθετικές διαθέσεις. Το πλοίο ανακρούει πρύμναν, αναζητώντας λιγότερο αφιλόξενο προορισμό· δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που συναντά παρόμοια υποδοχή σ’ αυτό του το ταξίδι. Οι άνθρωποι που μεταφέρει δεν προκαλούν πλέον οίκτο κι αλληλεγγύη στις τοπικές κοινωνίες αλλά απώθηση, ακόμα κι όταν πρόκειται για χαροκαμένες μανάδες με ανήλικα παιδιά.
Η παραπάνω σκηνή δεν προέρχεται από το Αιγαίο του 2020 αλλά από τη μακρινή δεκαετία του 1920, όταν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Μικρασίας και του Πόντου μεταφέρθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα −αυτόβουλα σε μια πρώτη φάση, για να ξεφύγουν από τη φωτιά και το μαχαίρι των κεμαλικών· καταναγκαστικά στην επόμενη, με τη σύμβαση της Λωζάννης για υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
Παρόμοια συμβάντα αποτυπώνονται σε δεκάδες μαρτυρίες προσφύγων που κατέγραψαν και δημοσίευσαν τις επόμενες δεκαετίες το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) ή μεμονωμένοι ερευνητές. Οσα παρακολουθούμε τούτες τις μέρες στις τηλεοπτικές μας οθόνες έχουν, μ’ άλλα λόγια, αρκετά πλούσια προϊστορία.
Η Ιστορία βέβαια δεν επαναλαμβάνεται −με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον. Τα προσφυγικά ρεύματα των τελευταίων χρόνων από τη Μέση Ανατολή έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και αυτοτέλεια ως ιστορικό φαινόμενο, όσο κι αν η ανθρώπινη δυστυχία που περικλείουν θυμίζει έντονα όσα συνέβησαν στις ίδιες ακτές πριν από έναν αιώνα. Αυτό που δεν έχει αλλάξει και τόσο είναι, αντίθετα, ο εγχώριος αντιπροσφυγικός λόγος και ρατσισμός: τα ίδια λίγο-πολύ αρνητικά στερεότυπα κι επιχειρήματα, που επιστρατεύτηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο ενάντια στους «γιαουρτοβαφτισμένους», τους «Αούτηδες» και λοιπούς «τουρκόσπορους» που μας ήρθαν από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου εξακολουθούν να αναπαράγονται στις μέρες μας, με στόχο τούτη τη φορά τους αλλοεθνείς επήλυδες από τη φλεγόμενη Συρία ή το Αφγανιστάν.
«Το προσφυγικόν στοιχείον δεν εννοή κατ’ ουδένα τρόπον να σκεφθή και να κρίνη ελληνιστί», εφ. «Ελληνικόν Μέλλον», 7/2/1936
Γνωρίζουμε πολύ καλά τον (εύκολο) αντίλογο: το 1922 οι πρόσφυγες ήταν Ελληνες, η αποδοχή των οποίων συνιστούσε -παρά τις όποιες αντιξοότητες- αυτονόητο εθνικό καθήκον· η δε εγκατάστασή τους όχι μόνο δεν έθιγε την εθνική ομοιογένεια και συνοχή, αλλά και την εμπέδωσε σε περιοχές με «προβληματική» μέχρι τότε πληθυσμιακή σύνθεση, όπως η Μακεδονία. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να γίνεται σήμερα καθολικά αποδεκτό, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο κι εκείνα τα χρόνια.
Οπως πιστοποιούν οι εκατέρωθεν μαρτυρίες και οι πηγές της εποχής, από τους «γηγενείς» Ελλαδίτες του Μεσοπολέμου οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι θεωρούνταν συχνά εξίσου ξένοι με τους σημερινούς πρόσφυγες. Το ίδιο ζωντανοί ήταν και οι φόβοι των ντόπιων για «πολιτισμική αλλοίωση», για πιθανή εκτόπισή τους από τη γη ή την εργασία τους, ακόμη και για μελλοντική «υποδούλωσή» τους στους ξενομερίτες που απολάμβαναν μια σκανδαλωδώς υπερβολική (κατά τη γνώμη τους) κρατική προστασία. Κάθε ρατσισμός πηγάζει άλλωστε πρωτίστως από υλικές σχέσεις και αντιθέσεις, που στην πορεία ιδεολογικοποιούνται σαν διαφορές «εθνικές» ή «πολιτισμικές».
Δεν χωρούν άλλοι
35-fantasma-kathimerini.png
Οπως έχουμε αναλύσει σε παλιότερο δημοσίευμα (16/4/2016), το ελληνικό κράτος προσπάθησε να εμποδίσει το προσφυγικό κύμα από τη Μικρασία ποινικοποιώντας αυστηρά με ειδικό νόμο (Ν.2870 της 10/7/1922) την «αποβίβασιν προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων».
Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, η κρατική πολιτική αναθεωρήθηκε και στάλθηκαν πλοία για να παραλάβουν τους επιζώντες. Τη σκυτάλη της απώθησης των προσφύγων παρέλαβε τότε μια μερίδα πολιτών, αποφασισμένων να προστατευτούν με κάθε τρόπο από τους ομόδοξους «εισβολείς».
Χαρακτηριστική η μαρτυρία του 18χρονου -τότε- Ποντίου, Ιορδάνη Ενεπεκίδη:
«Πλησιάσαμε στην Πάτρα, όπου ήθελε να μας αποβιβάση ο καπετάνιος. Αλλά οι Αρχές της πόλεως εδήλωσαν ότι δεν μας δέχονται, διότι η πόλις είναι κορεσμένη από πρόσφυγες και ότι δεν έχει άλλον χώρον να δεχθή ούτε εκατό πρόσφυγες. Τραβήξαμε προς την Κεφαλληνία. Μα και εκεί τα ίδια. Στη Ζάκυνθο έπειτα τα ίδια. Επτά ημερόνυκτα πάνω σ’ ένα βραδυκίνητο φορτηγό! 7.000 ψυχές εταλαιπωρούμεθα πάνω στα κύματα υπό δραματικές συνθήκες. Και να πλησιάζουμε τώρα σε ελληνικά εδάφη, σε ελληνικές πόλεις και να μη μας δέχονται! Αυτή ήτο και η πρώτη μας απογοήτευσις. Ενα πρωί το βαπόρι μας αγκυροβόλησε στα ανοιχτά ενός ωραίου νησιού, που λεγότανε Λευκάδα. Σε λίγο φάνηκαν να έρχωνται δύο λέμβοι προς εμάς. Ηταν του Λιμεναρχείου. Αφού μας επλησίασαν και μας επλεύρισαν ανέβηκαν στο πλοίο μας αξιωματικοί του Λιμεναρχείου, που κάνοντας εμετό από τη δυσοσμία που αναδινόταν από τα έγκατα του πλοίου διέταξαν τον πλοίαρχο να φύγη αμέσως, διότι αν τολμούσε να αποβιβάση τους πρόσφυγες στο νησί οι κάτοικοι ήταν οπλισμένοι και θα τους επετίθεντο. Με τη δικαιολογία ότι όλες οι αποθήκες και οι διαθέσιμοι χώροι είναι ήδη κατειλημμένοι από πρόσφυγες!» («Ο Γολγοθάς των Ελλήνων του Πόντου», Αθήναι 1976, σ.143).
Ο αφηγητής βγήκε τελικά κρυφά στο νησί, όταν έμαθε πως η υπόλοιπη οικογένειά του βρισκόταν ήδη εκεί.
«Παρουσιάσθηκα στον πλοίαρχο και του εζήτησα την άδεια να βγω από το πλοίο του “λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών”. Ο πλοίαρχος μου λέγει: “Εχεις απόλυτο δίκιο, παιδί μου. Εγώ όμως άδεια δεν μπορώ να σου δώσω. Εάν βασίζεσαι στον εαυτό σου και τα καταφέρης φύγε, η ώρα σου καλή”. […] Ημουν ο μόνος τυχερός που κατώρθωσε να αποβιβασθή λαθραία στη Λευκάδα» (σ.144-5).
Η εμπειρία του δεν ήταν καθόλου μεμονωμένη. «Το πλοίο γύριζε δεκατρείς μέρες στα διάφορα λιμάνια της Ελλάδας», αφηγείται π.χ. η Πιπίνα Ψαλτάκη από το Σιμάβ του Ουσάκ. «Δε μας δέχονταν πουθενά. Είχαν γεμίσει όλες οι πόλεις από πρόσφυγες. Από την Πάτρα μας έστειλαν στην Πρέβεζα, απ’ εκεί στην Κέρκυρα, μετά πάλι στην Πάτρα. Το τι υποφέραμε ήταν άλλο πράμα» (ΚΜΣ, «Έξοδος», τ.Β΄, Αθήνα 1982, σ.423).
«Φτάσαμε στον Πειραιά [αλλά] δεν αφήνανε κανένα ν’ αποβιβαστεί στο λιμάνι. Ηταν γιομάτος ο Πειραιάς από πρόσφυγες. Με μέσον βγήκαμε», συμπληρώνει ο Βασίλης Χατζηαθανασόγλου από τη Σπάρτη της Πισιδίας (σ.449).
Ακόμη γλαφυρότερη είναι η Καππαδόκισσα Αννίκα Χαριτωνίδου: «Φτάσαμε στα Φάρσαλα. Οι ντόπιοι φωνάζανε: Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ να μην μπαίνουν. Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσομε, να μην αγγίζομε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια» (σ.97).
Καθοριστικό ρόλο φέρεται πάντως να διαδραμάτιζε η πολιτική ιδεολογία των κατά τόπους «γηγενών», με τους βενιζελικούς και τους αριστερούς συνήθως φιλικότερους (ή λιγότερο εχθρικούς) απέναντι στους πρόσφυγες απ’ ό,τι οι βασιλόφρονες. Ορατή είναι επίσης η κλιμάκωση των όποιων αντιδράσεων στον χρόνο, καθώς τα αρχικά αισθήματα αλληλεγγύης παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στην κούραση και την ξενηλασία.
Τα πρώτα σημάδια αυτού του κορεσμού φάνηκαν πάντως από τις πρώτες εβδομάδες, ιδίως στα νησιά και τα λιμάνια της πρώτης γραμμής:
● «Το καράβι μάς έβγαλε στη Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Δε μας δεχτήκανε. Οσοι πήγαν πρώτοι έμειναν στις εκκλησιές. Εμείς μείναμε οκτώ μέρες κάτω από τα δέντρα. Μετά ήρθε άλλο καράβι και μας πήρε. Μας πήγε στον Πειραιά. Δε μας δεχτήκανε. Φωνάζανε ότι η Αθήνα έχει πολύ κόσμο. Μας πήγανε συνέχεια στην Πάτρα. Κι εκεί δε μας θέλανε. Τότε οι άντρες βάλανε σανίδες και κατεβήκανε με το έτσι θέλω» («Έξοδος», τ.Α’, Αθήνα 1980, σ.65, Αγλαΐα Κόντου από τη Μενεμένη).
● «Βγήκαμε στη Χίο [1/9/1922]. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Κάτω στα χώματα κοιμόμαστε. […] Τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δε φύγαμε. “Κερατά”, του λέει ο άντρας μου, “εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;” […] Ενα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. Μετά σπάσαμε μιαν αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε» (σ.72-3, Μαρία Μπιρμπίλη από το Γιατζηλάρι της Ερυθραίας).
Για το υλικό υπόβαθρο αυτών των αντιδράσεων, αφοπλιστική είναι η μαρτυρία του Νίκου Παπανικολάου από τον Τσεσμέ (σ.76-7): «Οταν ήρθαμε στη Χίο ήμαστε περισσότεροι από τους ντόπιους. Υποφέραμε εμείς, αλλά υπόφερε και η Χίος πολύ. Ούτε αγκάθια δεν είχαν μείνει. Αλλος πήγαινε για ξύλα, άλλος για κουκουνάρες… Μας κυνηγούσαν πολύ οι αγροφύλακες κι όλος ο κόσμος. Αλλος ζητιάνευε, άλλος πήγαινε στα περιβόλια. Ο,τι έβρισκε ο καθένας έπαιρνε για να ζήσει».
Από την άλλη, δεν λείπουν οι μαρτυρίες άγριας εκμετάλλευσης των προσφύγων από δαιμόνιους συμπατριώτες μας. Ο παπα-Ιωακείμ Πεσματζόγλου από τη Σπάρτη της Πισιδίας περιγράφει λ.χ. αναλυτικά πώς ο καπετάνιος και ορισμένοι ναύτες του πλοίου που τους έφερε στην Ελλάδα καταχράστηκαν «διακόσια ψωμιά της μιας οκάς και έξι τσουβάλια γαλέτες» της αμερικανικής βοήθειας, πουλώντας το ψωμί «σ’ όσους μπορούσαν να το πληρώσουν μιάμιση μπαγκανότα [χάρτινη λίρα] την οκά», με δώρο «δυο τρία ποτήρια νερό» (τ.Β΄, σ.444).
Ο συμπολίτης του Χατζηαθανασόγλου θεωρεί δε πως «οι Ελληνες ναυτικοί» αποδείχτηκαν «χειρότεροι από τη συμπεριφορά των Τούρκων»: «Στη Ρόδο φέρανε με τα καΐκια νερό και πουλούσαν μια παγκανότα τη στάμνα. Οσοι είχανε πήρανε μερικές στάμνες, όσοι δεν είχαν υποφέρανε από δίψα και πείνα» (σ.449).
Φορείς ανομίας
Οι αντιδράσεις σ’ αυτά τα κρούσματα μπορούσαν να πάρουν βίαιη μορφή. Ο καπετάνιος που τους έφερε στα τέλη του 1922 από την Τρίπολη της Συρίας, θυμάται ο Παύλος Στεφάνογλου από το Ουρούμ Τσιφλίκ, «ήταν κάθαρμα. Διάλεγε τα όμορφα κορίτσια και τα έπαιρνε στην καμπίνα του. Μια μέρα τον πιάσανε τ’ αδέλφια ενός κοριτσιού και τον δείρανε. Τρεις Πόντιοι ήτανε. Τους έπιασε ύστερα κρυφά και τους σκότωσε».
Στην Κεφαλονιά, συνεχίζει, «μας διώξανε και πήγαμε στον Αγιο Ευθύμιο. Εβγαλε ο καπετάνιος καμιά δεκαπενταριά-εικοσαριά άτομα χωριανούς μας. Τους άφησε έξω. Εμείς φωνάζαμε. Θέλαμε να είμαστε όλοι μαζί. Τον δείραμε, πήραμε τη βάρκα και πήγαμε, φέραμε τους χωριανούς μας στο καράβι» (σ.532).
Στους Αθηναίους μικροαστούς, η απεγνωσμένη πάλη των προσφύγων για επιβίωση θύμιζε σκυλιά παγιδευμένα σε ξεροπήγαδο, μεταφορικό σχήμα που απαθανάτισε ο λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης στη «Λεηλασία μιας ζωής» («Εφ.Συν.», 15/2/2020). Τη χαρακτηριστικότερη ίσως εικόνα αυτού του αγώνα, απ’ τη σκοπιά των ίδιων των προσφύγων, τη δίνουν πάντως οι μεταγενέστερες αφηγήσεις τους για τη χαώδη διαδικασία (αυτο)στέγασής τους:
«Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς;», ρωτά τον καταγραφέα του ΚΜΣ η Μαριάνθη Καραμουσά από το Μπαγαράσι. «Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατέλειωτα ακόμη· κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχανε πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε» («Εξοδος», τ.Α’, σ.194-5). «Το σπίτι είναι μισοτελειωμένο, χωρίς πόρτες και παράθυρα και μπαίνει όποιος πρόσφυγας προφτάξει, κρεμά ένα άδειο σακί στο άνοιγμα της πόρτας, μπαίνεις μέσα, κάθεσαι κι έτσι το κυριεύεις» συμπληρώνει η Σαρούλα Σκύφτη από το Ερίκιοϊ της Σμύρνης, που υπερασπίστηκε πεισματικά το απόκτημά της απέναντι σε άλλους, εξίσου ταλαίπωρους, διεκδικητές (σ.125).
Ορισμένες τουλάχιστον πτυχές αυτής της «ανομίας» πατάχθηκαν δυναμικά το καλοκαίρι του 1925 με κατεδαφίσεις παραπηγμάτων, βίαιες εξώσεις και ξυλοδαρμούς προσφύγων στον Βύρωνα, την Καισαριανή και τους Ποδαράδες (σημ. Νέα Ιωνία) από τη χωροφυλακή και τα ειδικά «Τάγματα Κυνηγών» του στρατού. Σε αντίποινα κάποιοι πρόσφυγες πυροβόλησαν θανάσιμα τον αστυνομικό σταθμάρχη Καισαριανής («Καθημερινή» & «Ριζοσπάστης», 17/7/1925).
Αποτελεσματικότερα φαίνεται πως υπήρξαν, ως συνήθως, τα πλάγια μέσα. Το επιβεβαιώνει ένας νεαρός Πόντιος που κατατάχθηκε ως εθελοντής στη Χωροφυλακή για ν’ αποφύγει τον στρατό και μετατέθηκε, «ως μορφωμένος», στη Διεύθυνση Δημοσίας Ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών: «Με τις γνωριμίες που είχα κάμει στο διάστημα αυτό του στρατιωτικού μου επέτυχα ένα σπίτι μόλις ανεγειρόμενο στον προσφυγικόν συνοικισμόν Νέας Κοκκινιάς. Ενήργησα μέσω της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων και μου παρεχωρήθη ο άνω όροφος» (Ενεπεκίδης 1976, σ.153).
Λεφούσια προνομιούχων
Η οργανωμένη αποκατάσταση των προσφύγων πυροδότησε πάντως άλλου είδους αντιδράσεις: τη δυσφορία ουκ ολίγων ντόπιων για την «προνομιακή» αντιμετώπιση των «τουρκομεριτών» μέσω του δυσβάστακτου προσφυγικού δανείου που θ’ αποπλήρωναν όλοι. Οι φοροαπαλλαγές που χορηγήθηκαν στους πρόσφυγες για να ορθοποδήσουν τροφοδοτούσαν ακόμα περισσότερο αυτή τη δυσφορία −και το σχετικό σπεκουλάρισμα κάθε λογής καλοθελητών, με αποτέλεσμα την καλλιέργεια και διάδοση των πιο απίθανων αστικών μύθων. Αψευδής μάρτυρας, η αντιπροσφυγική αρθρογραφία των ημερών και, πάνω απ’ όλα, η επιστολογραφία των αναγνωστών που φιλοξενούσαν οι εφημερίδες ως αδιαμεσολάβητη φωνή του «μέσου πολίτη».
«Ητο πλέον καιρός να εκραγή αυτή η υπέρ των γνησίων Ελλήνων επανάστασις» διαβάζουμε λ.χ. σε επιστολή από τον Πειραιά στο προσφυγοφάγο «Ελληνικόν Μέλλον» (10/2/1936). «Είνε πλέον καιρός και είνε δίκαιον μετά από μίαν δεκαπενταετίαν να εμφανισθή μία Ελληνική εφημερίς με αναγνωστικόν κοινόν μόνον Ελληνας, να ενδιαφερθή διά τους Ελληνας. […] Μας εγκατέλειψε το Κράτος εις το έλεος του Θεού μόλις αφίχθημεν εκ του Μικρασιατικού μετώπου με τας πληγάς πυορροούσας και ενηγκαλίσθη τους “αδελφούς μας” (!) πρόσφυγας, ημείς δε επετάχθημεν ανάπηροι και ανίκανοι πλέον δι’ εργασίαν εις τους δρόμους. Τους αποκαταστήσατε εις οικίας που μόνον εις όνειρον θα έβλεπον, τους αποζημιώσατε όλους ανεξαιρέτως λες και είχαν όλοι κτήματα και περιουσίες και σαν να μην υπήρχε ουδείς απ’ αυτούς πτωχός, τους απαλλάξατε πάσης φορολογίας, αμέσου και εμμέσου, και σήμερον βλέπομεν πρόσφυγας έχοντας τρία και τέσσαρα ακίνητα, εισπράττοντας δεκάδας χιλιάδας ενοίκια, έχοντας καταστήματα, ομολογίας κ.λπ., χωρίς να καταβάλλουν ουδ’ οβολόν προς το Κράτος».
Τα ίδια περίπου υποστήριζαν και φυσιογνωμίες της εποχής, όπως ο πολιτικός και διπλωμάτης Περικλής Ι. Αργυρόπουλος: «Οι δυστυχείς γηγενείς απαλλοτριόπληκτοι παραμένουν αναποζημίωτοι, ενώ άφθονον το χρήμα του δημοσίου διατίθεται διά τους πρόσφυγας» («Ελληνικόν Μέλλον», 5/2/1936). Το έδαφος το έστρωναν φυσικά πολύ λιγότερο ευγενικά κηρύγματα.
Χαρακτηριστικά δείγματα από πρωτοσέλιδη σχετική καμπάνια του «Ελληνικού Μέλλοντος»:
● «Χθες εδημοσιεύσαμεν λεπτομερή πίνακα τριών χιλιάδων νέων σπιτιών που ετοιμάζονται να καταβροχθίσουν πάλιν οι σαρικοφόροι εφέντηδες των συνοικισμών. Τα σπίτια αυτά, τα οποία κοστίζουν ΕΚΑΤΟΝ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΡΑΧΜΩΝ, θα τα πληρώσουν βέβαια οι γηγενείς, οι οποίοι εν τούτοις ζουν εις αθλίας τρώγλας. Οι Γηγενείς λοιπόν ΚΑΤΗΝΤΗΣΑΝ ΦΟΡΟΥ ΥΠΟΤΕΛΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ. […] Αλλά έως πότε; Πρέπει κάποτε να τελειώση αυτή η ιστορία […] Αρκετά έφαγαν τον αγλέουρα τα διάφορα σαρικοφόρα λεφούσια. Αρκετά επλήρωσαν οι Ελληνες δι’ αυτούς. Αρκετά έζησαν ως προνομιούχος φυλή. Τώρα να εργασθούν και αυτοί διά να ζήσουν. Και να φορολογηθή η εργασία των και το εισόδημά των, όπως φορολογείται η εργασία και το εισόδημα όλων των Ελλήνων» (9/2/1936).
● «Ο αγών υπέρ των Γηγενών, των οποίων τα δικαιώματα και το χρήμα αποστραγγίζονται χάριν των αχαρίστων λεφουσίων των συνοικισμών, έχει προκαλέσει πραγματικόν συναγερμόν των γνησίων Ελλήνων, οι οποίοι κατακλύζουν καθημερινώς το Ελληνικόν Μέλλον με χιλιάδας επιστολών, που αποκαλύπτουν άλλαι σωρείαν κρατικών σκανδάλων υπέρ των λεφουσίων και άλλαι διεκτραγωδούν τον πόνον και την απελπισίαν του γηγενούς πληθυσμού, βλέποντος τον πρωτοφανή παραγκωνισμόν του προς χάριν των πασάδων, των αγάδων και των μπέηδων της Σπιναλόγκας των συνοικισμών» (10/2/1936, άρθρο με τίτλο «Η συνοικισμοκρατία. Ολα διά τους αγάδες, τίποτε διά τους γηγενείς!»).
Κοινωνικο-οικονομική απειλή
36-prosfyges-1924.png
Αυτό που κυρίως τροφοδότησε τα αντιπροσφυγικά αισθήματα σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας και εν συνεχεία παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ήταν βεβαίως ο κοινωνικο-οικονομικός ανταγωνισμός −επαγγελματικός, στεγαστικός ή για τη διανομή της γης. Εξίσου σημαντικός παράγοντας κατά τα πρώτα ιδίως χρόνια, πριν από την ένταξη των προσφύγων στο εργατικό κίνημα, ήταν η αξιοποίησή τους από τους εργοδότες ως «εφεδρικού στρατού» για το ρίξιμο των μεροκάματων, την επιδείνωση των όρων δουλειάς και το σπάσιμο των απεργιών.
Υλική βάση είχαν συνήθως και οι αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες σε βάρος προσφύγων. Μέσα σ’ ένα μόνο πενθήμερο, τον Νοέμβριο του 1924, καταγράφονται λ.χ. τέσσερες επιθέσεις: στο Κιούπκιοϊ (σημ. Πρώτη) των Σερρών, με δεκάδες τραυματίες και ισοπέδωση του προφυγικού οικισμού από «ομάδας μαινομένου λαού» (5/11)· στον Ποδονίφτη, με καταστροφή της οριοθέτησης του οικισμού από Μενιδιάτες χωρικούς (8/11)· στους Αμπελόκηπους, με απόπειρα κατεδάφισης των προσφυγικών «οικίσκων» από «οικοπεδοφάγους αξιωματικούς» (7/11)· στο Αγρίνιο, με τραυματισμούς προσφύγων από ντόπιους.
Για τις λιγότερο θεαματικές πιέσεις διαφωτιστικές είναι οι αναμνήσεις της Μαρίας Κάργατζη-Κυρατζή από την εγκατάσταση των προσφύγων του Αγίου Νικολάου σε ελαιώνες που μέχρι τότε νοίκιαζαν αγρότες της γειτονικής Κριτσάς: «Οι Κριτσώτες δεν μας θέλανε. Μας φωνάζανε Τουρκόσποροι! Σαν εμάθανε πως ήθελαν πάνε οι πρόσφυγες στο Θεολόγο, επήγανε και εμαζώξανε τσ’ ελιές. Αλλες τσι μαζώξανε κι άλλες τσι κόψανε άλλες τσι πήρανε, να μη βρίσκομε εμείς» (Μαρία Σώρου, «Πρόσφυγες στο Μεραμπέλο», Αγ. Νικόλαος 2008, σ.232).
Μια πλειάδα συμπληρωματικών ανταγωνισμών πλαισίωνε τις βασικές αυτές αντιθέσεις. Από τις χειραφετημένες προσφυγοπούλες που σαγήνευαν τους ντόπιους άντρες, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της λέξης «παστρικιά» (καθαρή) σε βρισιά συνώνυμη του «πουτανίτσα», μέχρι τους παραπηγματούχους πρόσφυγες που κατηγορούνταν από τους παλιούς καταστηματάρχες για αθέμιτο συναγωνισμό, καθώς δεν βαρύνονταν με τα δικά τους λειτουργικά έξοδα και δημοτικά τέλη.
Το 1926 τα επιμελητήρια της Κέρκυρας και ο τοπικός Τύπος ξεκίνησαν έτσι καμπάνια για «την απελευθέρωσιν της ιστορικής Πλατείας 10ου Συντάγματος από την ασχημίαν των πάσης αηδίας προσφυγικών παραγκών», αίτημα που ικανοποιήθηκε το 1930 με καταστολή της αντίστασης κάποιων «μωρών και πεισμόνων προσφύγων παραγκούχων» (Σπ. Μουρατίδης, «Πρόσφυγες της Μ. Ασίας, Πόντου και Ανατ. Θράκης στην Κέρκυρα», Αθήνα 2005, σ.179-82).
Αγριότερα εξελίχθηκαν τα πράγματα στον Βόλο, όπου τα προσφυγικά παραπήγματα της πλατείας Ρήγα Φεραίου, κατοικίες και καταστήματα ταυτόχρονα των ενοίκων τους (αλλά και καρφί στο μάτι των ντόπιων εμπόρων που ζητούσαν επίμονα το ξήλωμά τους) πυρπολήθηκαν στις 24/12/1935 και ξανά στις 13/2/1936, με θύμα έναν 17χρονο πρόσφυγα (Δημήτρης Κωσταντάρας-Σταθάρας, «Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Μαγνησία», Ν. Ιωνία 2008, σ.91-102).
Αμφίβολης αποτελεσματικότητας υπήρξαν πάντως οι προτροπές για «έναρξιν ωργανωμένου και συστηματικού μποϋκοτάζ κατά των προσφύγων εμπόρων και επαγγελματιών, και γενικώς κατά των προσφυγικών προϊόντων, προς αποτίναξιν του προσφυγικού ζυγού» («Ελληνικόν Μέλλον», 6/2/1936). Το μόνο σίγουρο είναι η ανατριχιαστικά οικεία επιχειρηματολογία που πλαισίωσε αυτή την προπαγάνδα: «Το προσφυγικόν χρήμα μέσα εις τους συνοικισμούς κυκλοφορεί μόνον μεταξύ των προσφύγων. Κανείς πρόσφυξ δεν αγοράζει τίποτε, ούτε και φάρμακα ακόμη, από καταστήματα γηγενών. Φροντίζουν να “τζιράρουν” τα χρήματά των διαρκώς μεταξύ των. […] Διατί οι γηγενείς εξακολουθούμεν ηλιθίως να τους περιθάλπωμεν; Διατί εις τας εργασίας μας έχομεν πρόσφυγας; Διατί δίνομεν μισθούς εις πρόσφυγας; Διατί ενισχύομεν αφελώς, εις όλας τας κοινωνικάς και εμπορικάς εκδηλώσεις τους πρόσφυγας και ημείς, οι γηγενείς, υφιστάμεθα το αντεθνικόν και ανθελληνικόν μποϋκοτάζ των αδιαμαρτυρήτως;» (4/2/1936).
Πολιτισμική απειλή
Τον κοινωνικό ανταγωνισμό επένδυσε ιδεολογικά η επίκληση της «πολιτισμικής» (ή ακόμη και της «εθνικής») διαφοράς. Το υβριστικό προσωνύμιο «τουρκόσποροι» υπονοούσε μια διπλή άρνηση της ελληνικότητας των επήλυδων: όχι μόνο βιολογικό μπαρστάρδεμα, αλλά και απουσία ελεύθερης συνείδησης λόγω της μέχρι πρότινος διαβίωσής τους σε συνθήκες «οθωμανικής σκλαβιάς».
Η ελληνικότητα των προσφύγων θα αμφισβητηθεί και με επίκληση της ανεπαρκούς συμβολής τους στους εθνικούς αγώνες: «200 χιλιάδες γηγενείς επολέμησαν εν Μικρά Ασία και 50 χιλιάδες αφήκαν τα οστά των εκεί, ενώ εκ των 60 χιλιάδων Μικρασιατών, των κληθέντων υπό τα όπλα, μόνον 6-8 χιλιάδες επολέμησαν υπέρ βωμών και εστιών» (Περικλής Αργυρόπουλος, «Ελληνικόν Μέλλον», 5/2/1936).
«Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από “την προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και των προσφύγων» θρηνεί σε κύριο άρθρο της «Καθημερινής» ο Γεώργιος Βλάχος (16/7/1928), διαμαρτυρόμενος λίγο αργότερα (19/7) επειδή η παράταξή του περιέλαβε στα ψηφοδέλτιά της και κάποιους πρόσφυγες: «Αλλά είνε Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είνε και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι».
Οπως επισημαίνει ο καθηγητής Μαυρογορδάτος, οι διατυπώσεις αυτές ισοδυναμούν με «ευθεία και ωμή αμφισβήτηση της ελληνικότητας των προσφύγων (ως “εξαδέλφων”) αλλά και της δυνατότητάς τους να γίνουν ποτέ ελεύθεροι πολίτες και όχι πλέον “αγέλη”» («Μετά το 1922», Αθήνα 2017, σ.194).
Κατά τα άλλα, τα στερεότυπα που επιστρατεύονταν θα μπορούσαν κάλλιστα ν’ αφορούν το σήμερα. «Δεν παρέρχηται ημέρα, καθ’ ην να μην υπάρχουν 2-3 εγγραφαί εις το βιβλίον συμβάντων των αστυνομικών τμημάτων των συνοικισμών» υποστηρίζει επιστολογράφος του «Ελληνικού Μέλλοντος» (10/2/1936), ισχυριζόμενος επίσης πως οι πρόσφυγες «τεκνοποιούν δις το έτος» και «οι συνοικισμοί των είνε εστία όλων των ασθενειών και τούτο διότι ποτέ δεν ενδιαφέρονται διά την υγεία των, τους ενδιαφέρει μόνο το λούσο και η κοιλιά των, ασχέτως αν μέσα τα δωμάτιά των βρωμούν».
Το μυθιστόρημα του Τραυλαντώνη καταγγέλλει πάλι την «ογλοκρατία» της διαδοχής των παλιών καταστηματαρχών της Αθήνας από νέους με «άγνωστα ονόματα, κάτι …όγλου», οι πελάτες των οποίων μιλούσαν «όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα».
Η τουρκοφωνία ενός τμήματος των προσφύγων προκαλούσε βέβαια ευνόητα προβλήματα, σε μια πρώτη τουλάχιστον φάση. Στην Κέρκυρα, θυμάται ο Ιωάννης Μισαήλογλου από το Καρατζορέν της Καισάρειας, «δε μας άφηναν να κατεβούμε στην αγορά. Βγήκαμε στην αναφορά και μας άφησαν. Κατεβήκαμε κάτω να ψωνίσουμε. Μπήκαμε σ’ ένα μπακάλικο. Μας ρωτάει: Τι θέλετε; Δεν καταλαβαίνομε. Μας ρωτάει πάλι: Πώς σας λένε; Νόμισα ότι ζητάει από μας… γυναίκες, καμιά Ελένη! Φρένιασα. Επεσα πάνω του και τον έσπασα στο ξύλο! Ηρθε αστυφύλακας. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Μας νόμιζαν Τούρκους, επειδή δεν ξέραμε ελληνικά» («Εξοδος», τ.Β’, σ.81).
Την οργάνωση των στερεοτύπων σε συγκροτημένο αντιπροσφυγικό αφήγημα θ’ αναλάβουν σταδιακά όσοι είχαν συμφέρον από την καλλιέργεια του μίσους. Τα πρωτεία ανήκουν κι εδώ στο «Ελληνικό Μέλλον», με χαρακτηριστικότερο το άρθρο του που φέρει τον μακρόσυρτο τίτλο «Προσφυξλέρ Χαϊβάν Ολμαδικλαρινή Ισπάτ Ιδεδζεκλέρ Ζιρά Μπιρ Τακήμ… και τα παρόμοια. Ιδού οι… “Ελληνες” οι οποίοι θα μας κυβερνήσουν. Το Κράτος τα δίδει όλα εις το λεφούσι και τους αγάδες του. Οι γηγενείς πρέπει να διεκδικήσουν με τον βούρδουλα τα δικαιώματά των» (9/2/1936):
«Το λεφούσι των συνοικισμών έχει εγκαταστήσει γύρω της ελληνικής πρωτευούσης ένα είδος Τουρκοκρατίας, την οποίαν και παραδίδει από γενεάς εις γενεάν. Είναι γνωστόν ότι οι ακραιφνείς αυτοί “Έλληνες”, υπό τους οποίους υπεδουλώθη η ελευθέρα Ελλάς, δεν κατόρθωσαν καν ούτε την ελληνικήν γλώσσαν να εκμάθουν κατά τα δεκατέσσαρα έτη τής εις την ελευθέραν Ελλάδα διαβιώσεώς των. Δι’ αυτό και οι “εκλεκτοί” των, οσάκις απευθύνονται προς αυτούς, είνε υποχρεωμένοι να γράφουν τας προκηρύξεις των… τουρκιστί, προς αίσχος της Ελλάδος, η οποία ανέχεται αυτή την κατάστασιν. Η εν φωτοτυπία δημοσιευομένη προκήρυξις δίδει ακριβεστάτην απόδειξιν της ελληνικότητος των λεφουσίων. Είνε βέβαια δικαίωμά των να μη καταδέχωνται την ελληνικήν γλώσσαν οι ακραιφνείς αυτοί “Ελληνες”, οι οποίοι δεν έμαθαν εδώ τίποτε άλλο παρά να παίρνουν αποζημιώσεις, επιδόματα και μέγαρα, να επαναστατούν και να ψηφίζουν Βενιζέλον και Πλαστήραν. Αλλ’ από αυτό το “δικαίωμα” των λεφουσίων, πρέπει να φθάσμεν μοιραίως και εις τα δικαιώματα των Γηγενών. Είνε πράγματι δίκαιον να ερωτηθή το επίσημον Κράτος: Εκείνοι, οι οποίοι δεν καταδέχωνται ούτε την ελληνικήν γλώσσαν να ομιλούν, θα εξακολουθήσουν να έχουν την προνομιούχον θέσιν απέναντι των Ελλήνων, οι οποίοι εγεννήθησαν εις αυτόν τον τόπον, εργάζονται διά την πρόοδόν του, στρατεύονται, πληρώνουν φόρους και δεν ζητούν επιδόματα;»
Πολιτική Σπιναλόγκα
Ο προσφυγικός εποικισμός αποδιδόταν συνήθως σε μικροκομματική πρόθεση των βενιζελικών ν’ ανατρέψουν τις αντιφρονούσες πλειοψηφίες της Παλαιάς Ελλάδας, ενώ δεν έλειψαν και παρανοϊκά σενάρια περί «ανθελληνικής συνωμοσίας» Κεμάλ και Βενιζέλου, αμφοτέρων «εβραϊκής καταγωγής», με στόχο το μπαστάρδεμα του ελληνισμού. Γενικευμένη ήταν πάντως η πρόσληψη της προσφυγικής ψήφου ως «νοθείας» της βούλησης των «καθαρών» Ελλήνων.
«Εάν από τας 411.805 ψήφους των βενιζελικών [το 1926] αφαιρεθούν αι ψήφοι των προσφύγων, οι οποίοι εφήφισαν κατά τα 3/4 αγεληδόν και ασυνειδήτως, πού είναι η δύναμις του βενιζελισμού και της δημοκρατίας;», αναρωτιέται ρητορικά η «Ελληνική» (2/6/1928). Ακόμη γλαφυρότερο, το «Σκριπ» διακηρύσσει (18/12/1923) πως οι κάλπες εκείνων των ημερών ήταν πολιτικά απονομιμοποιημένες, αφού προσήλθαν μαζικά μόνο «αι προσφυγικαί αγέλαι» της «πανουγλίτιδος» και των «διαφόρων Συμεωνόγληδων», ενώ «εκ των Αθηναίων εψήφισαν μόνον 2.696».
Εκτός από τη νοθεία υπήρχε όμως και η (υποτιθέμενη) βία: σενάρια τρόμου για το τι θα πάθαιναν οι «καθαροί» Ελληνες στα χέρια των προσφύγων σε περίπτωση επικράτησης του αντιπάλου. «Μόλις εγίνετο γνωστή η νίκη» του Βενιζέλου, ισχυρίζεται την επαύριο των τελευταίων προπολεμικών εκλογών «Ο Τύπος» του Κρανιωτάκη (4/2/1936), «θα κατήρχοντο εις τας πόλεις τα λεφούσια των Βαμβακιάδων και των Τσαλαβούτηδων, σύσσωμοι δηλαδοί περίπου οι συνοικισμοί και… Από του σημείου πλέον αυτού δεν υπάρχει πρόβλεψις του τι θα εγίνετο. Εις τους Βαμβακιάδες των Αθηνών είχαν ειπεί την 1ην Μαρτίου [1935] να πέσουν μέσα εις την πόλιν, μόλις σβύση το φως, και να κάμουν την νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Εις τους συνοικισμούς της Μακεδονίας είχαν ειπεί να καταταγούν εθελονταί, δια να λεηλατήσουν την Θεσσαλονίκην. Τώρα λοιπόν θα εγίνετο περισσότερον από ό,τι είχεν ετοιμασθή διά την νύκταν εκείνην του Μαρτίου».
Για την ανάσχεση του κακού θα προταθούν, μέσω των εφημερίδων της παράταξης, ποικίλες καλπονοθευτικές λύσεις: αφαίρεση της ψήφου από τους πρόσφυγες· περιορισμός της σε όσους είχαν υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό· διαχωρισμός των προσφύγων σε «ειδικούς εκλογικούς καταλόγους» που θα έβγαζαν το πολύ 10-15 βουλευτές. Την αποτελεσματικότερη λύση, που εφαρμόστηκε τελικά, εισηγήθηκε πάντως έγκαιρα το «Ελληνικό Μέλλον» (30/1/1936):
«Η αντιβενιζελική δικτατορία είνε η μόνη απομένουσα λύσις! […] Ο λαός, ο πραγματικός ελληνικός λαός, δεν θέλει ούτε να ακούση περί βενιζελικών […] Ο λαός της Ελλάδος και όχι των προσφυγικών συνοικισμών, το αξιοθρήνητον αυτό λεφούσι, το οποίον δανείζει τους εγκληματίας του και τους ψήφους του εις τους βενιζελικούς. […] Αυτή η ιστορία, πρέπει να το πάρουν απόφασιν ότι ετελείωσεν οριστικώς. Λαός ελληνικός είνε εκείνος ο οποίος εγεννήθηκε εις αυτήν την γην, ο οποίος έδωσε το αίμα του διά την απελευθέρωσίν της, ο οποίος έδωσε το χρήμα του διά να οργανώση το ελεύθερον ελληνικόν κράτος, ο οποίος υπέστη όλας τας θυσίας της εκατονταετούς απελευθερωτικής προσπαθείας μέχρι των προθύρων της Αγκύρας και αυτός ο λαός θα διευθύνη τας τύχας του. Είνε τερατώδες και να σκεφθή κανείς, ότι μετά εκατόν ετών ελεύθερον βίον, θα δεχθή ο ελληνικός λαός να υποταχθή εις τα λεφούσια των συνοικισμών, διά την περίθαλψιν των οποίων επλήρωσε και πληρώνει δισεκατομμύρια δραχμών από δεκατεσσάρων ετών. […] Είμεθα μισοί και μισοί; Εστω, αφού η αναλογική μάς επιβάλλει να προσμετρήσωμεν ως πολίτας Ελληνας τους σαρικοφόρους τουρκογλώσσους της Κοκκινιάς, της Καλαμαριάς, της Καισαριανής και των Ποδαράδων. Εστω. Αλλά οι μισοί υγιείς και οι άλλοι μισοί χολερόβλητοι. Θα αποκλείσωμεν λοιπόν οι υγιείς τους χολεροβλήτους, θα θέσωμεν όρια και θα υψώσωμεν εις τα σύνορά των καραντίναν, έως ότου αποθάνουν ή γίνουν και αυτοί υγιείς. Αλλη λύσις δεν υπάρχει. Αυτή είνε και αυτήν επιβάλλει η θέλησις του ελληνικού λαού: Αντιβενιζελική δικτατορία. Εξηγήθημεν;»
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr
e-prologos.gr