Η εκτελεστική εξουσία και οι διανοούμενοί της έχουν αναγάγει τα Πανεπιστήμια σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με στόχο την καθυπόταξη της διδασκαλίας στις προσταγές τους
Στο περιθώριο του “Λεβιάθαν”, ο πολιτικός στοχαστής Τόμας Χομπς έγραφε ότι “για το έθνος μας, τα πανεπιστήμια είναι ό,τι και ο Δούρειος Ίππος για τους Τρώες. Πρέπει να επιβάλλεται σε δασκάλους και φοιτητές να πειθαρχούν στους νόμους και τα διατάγματα του βασιλιά. Σήμερα διδάσκουν την ανυποταξία, συνηγορούν υπέρ της διαίρεσης των εξουσιών και διασπείρουν δόγματα της αρχαίας πολιτειακής ελευθερίας και της αρνησιθρησκίας. Δεν τρέφω κάποια ελπίδα πως θα υπάρξει στη χώρα μας διαρκής ειρήνη έως ότου καμφθούν τα πανεπιστήμια και στρέψουν τις μελέτες τους αποκλειστικά και μόνο στη διδαχή της απόλυτης υπακοής στους νόμους του βασιλιά”.
Αιώνες αργότερα, ο ναζιστής συνταγματολόγος, Καρλ Σμιτ, περιέγραφε τις πανεπιστημιακές αίθουσες ως “κοιτίδες αμφισβήτησης του κυρίαρχου που προσπαθούν να υποσκάψουν το κύρος της εξουσίας του όταν αυτός καλείται να επιβάλει την κατάσταση εξαίρεσης”. “Η Führerprinzip είναι αδιαπραγμάτευτη και στα πανεπιστήμια” υποστήριζε ο συνταγματολόγος θαυμαστής του Αδόλφου Χίτλερ. Στο πλαίσιο της πολιτειακής θεωρίας του απολυταρχικού φιλελευθερισμού, την οποία εισηγήθηκε ο Σμιτ για να εξηγήσει τον ναζισμό, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν ήταν έξω από την εμβέλεια της απόλυτης αρχής του Φύρερ και το μεν σκέλος της απολυταρχικής διακυβέρνησης και επιβολής αφορούσε το περιεχόμενο των μαθημάτων και των παραδόσεων και το εύρος της διδασκαλίας σε αυτά, το δε σκέλος του φιλελευθερισμού αναφερόταν κατά κύριο λόγο στη σύνδεση των αμφιθεάτρων με την αγορά και την προετοιμασία των φοιτητών τους για τη βιομηχανική παραγωγή, το εμπόριο, την επιχειρηματικότητα και την οικονομία, γενικά.
Το 1935, ο επίσης ναζιστής πολιτικός φιλόσοφος, Μάρτιν Χάιντεγκερ υπερθεμάτιζε γράφοντας ότι “έξω από τα σύνορα της Γερμανίας μας, ο κόσμος σκοτεινιάζει. Καθήκον των πανεπιστημιακών δασκάλων και φοιτητών μας είναι να βρουν εκείνες τις πνευματικές εφεδρείες και να προβούν σε εκείνες τις πνευματικές ενέργειες που θα κινητοποιούν τον λαό στο πλευρό της κυβέρνησης και του Φύρερ μας προκειμένου η Γερμανία να είναι σε θέση να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή. Αυτή η αποστολή, αυτός ο υπέρτατος σκοπός ύπαρξης του έθνους μας είναι η σωτηρία του κόσμου από την απόλυτη καταστροφή στα χέρια του ομοιόμορφου και του αδιάφορου που ανθεί στις ΗΠΑ και τη Ρωσία”.
Τα παραπάνω αποσπάσματα θα χρησιμοποιήσει αργότερα, με τις ανάλογες τροποποιήσεις και χωρίς να αναφερθεί στις πηγές και τους συγγραφείς τους ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λάρι Μάμπερ, όταν από τον Οκτώβριο του 2003 έως τον χειμώνα του 2005, θα ξεκινήσει έναν πολιτικό και συγγραφικό αγώνα δρόμου προκειμένου να επιβληθεί μια αυστηρή, κατασταλτική και εξαιρετικά αντιδραστική νομοθεσία λειτουργίας και διδασκαλίας στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Μάμπερ, ο οποίος βασιζόταν στον Χομπς και τον Σμιτ και δρούσε ως “λαγός” του Λευκού Οίκου του Τζορτζ Μπους τζούνιορ, “η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Αμερική προωθεί απόψεις με έντονη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ή μάλλον αντιθρησκευτική χροιά, υπονομεύοντας την ιστορική αποστολή της χώρας μας στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας και τον αγώνα για την υπεράσπιση των δυτικών αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας”. Ο Μάμπερ μάλιστα ως άλλος Τζόζεφ Μακάρθι είχε συντάξει μαζί με τον νεοσυντηρητικό καθηγητή Ντέιβιντ Χόροβιτς και μια υποτιθέμενη “διακήρυξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας” με τον βαρύγδουπο και ψευδεπίγραφο τίτλο “Έκκληση για την υπεράσπιση των ακαδημαϊκών δικαιωμάτων στην ανώτατη εκπαίδευση”.
Η “έκκληση” απευθυνόταν “σε κάθε σκεπτόμενο και ελεύθερο Αμερικανό πολίτη” που “έχει κουραστεί και εξοργιστεί από τη ροπή των πανεπιστημίων προς τις προοδευτικές αντιλήψεις, την τιμωρία που υφίστανται μέσα σε αυτά οι συντηρητικών απόψεων φοιτητές και την προαγωγή διδακτικών αντικειμένων που προωθούν τον αντιαμερικανισμό, τα αισθήματα υπέρ των Παλαιστινίων, την εχθρότητα προς το Ισραήλ και άλλα αντίστοιχα δόγματα των φιλελεύθερων και των αριστερών που έχουν καταλάβει και σχεδόν μονοπωλούν τις πανεπιστημιακές έδρες (…). Περίπου το 80% των καθηγητών σήμερα στα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι Δημοκρατικοί, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι αριστεροί και σοσιαλιστές που θέλουν να εμποτίσουν τους σπουδαστές με τις επικίνδυνες για το έθνος και το κράτος ιδέες τους”.
Στη δέσμη μέτρων που εισηγούταν ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής προκειμένου τα αμερικανικά πανεπιστήμια να επανέλθουν “στην οδό της σωφροσύνης και της πίστης στο έθνος και τη δημοκρατία” περιλαμβάνονταν η αυτεπάγγελτη παρέμβαση της αστυνομίας και της εθνοφρουράς στον χώρο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων “όταν απειλούνται τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ”, η κατάργηση των πανεπιστημιακών τμημάτων που διδάσκουν Οικονομία, Επιστήμη της Διακυβέρνησης, Κοινωνιολογία, Ιστορία επειδή “εξετάζουν με μεροληπτικό τρόπο τα ανθρώπινα ζητήματα”, ο πλήρης εξοβελισμός μαθημάτων όπως ήταν εκείνα για την ιστορία και την κοινωνία στη Μέση Ανατολή, την παγκόσμια ειρήνη, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και τον αραβικό κόσμο, επειδή “υποσκάπτουν τις εθνικές προσπάθειες στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας” και η διεξαγωγή εκτεταμένης ομοσπονδιακής και πολιτειακής έρευνας π.χ. σε πολιτείες όπως η Πενσυλβάνια και το Οχάιο, όπου εκλεγόταν ο Μάμπερ, προκειμένου να διαπιστωθούν και να εξεταστούν “τα κριτήρια πρόσληψης και προαγωγής του διδακτικού προσωπικού, το κατά πόσο δίκαια αξιολογούνται οι σπουδαστές και αν τους παρέχεται η δυνατότητα να εκφράζουν προσωπικές απόψεις χωρίς τον φόβο να τιμωρηθούν από τους φιλελεύθερους και τους αριστερούς”.
Η “διακήρυξη” των Μάμπερ και Χόροβιτς βάδιζε στα χνάρια του πονήματος δύο άλλων νεοσυντηρητικών διανοούμενων, του Τζέρι Μάρτιν και της Αν Νιλ που είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια. Με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Περί Πανεπιστημιακών Κληροδοτημάτων, που συνδιοικούσαν η σύζυγος του τότε αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι, Λιν και ο Ορθόδοξος Εβραίος γερουσιαστής των Δημοκρατικών, Τζόζεφ Λίμπερμαν που ήταν και υποψήφιος αντιπρόεδρος του Αλ Γκορ το 2000, οι δύο ενσωματωμένοι διανοούμενοι εξέδωσαν στις 9 Νοεμβρίου 2001 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο “Τι δεν κάνουν τα αμερικανικά πανεπιστήμια για να ενισχύσουν τις πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες της Αμερικής στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας”.
Σε αυτό το βιβλιαράκι, ο Μάρτιν και η Νιλ υποστήριζαν ότι “οι καθηγητές στα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν δείξει ελάχιστη διάθεση να στηρίξουν την Αμερική στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Τα μηνύματα που προσπαθούν να περάσουν στην αμερικανική κοινωνία είναι διφορούμενα και στερούνται πατριωτισμού, ενώ ξεχειλίζουν από μια ανεπίτρεπτη, άδικη και ακατάλληλη στις περιστάσεις διάθεση αυτοκριτικής¨”. Οι δύο συγγραφείς κατηγορούσαν μάλιστα ονομαστικά τους Νόαμ Τσόμσκι, Τζέσι Τζάκσον και Ιμάνουελ Βάλερσταϊν μεταξύ άλλων για πάνω από 117 δηλώσεις και διαλέξεις τους που θεωρούνταν “αντιπατριωτικές και εκτός κλίματος”, απαιτώντας να ληφθούν άμεσα πειθαρχικά μέτρα μέσα στις αμερικανικές πανεπιστημιακές σχολές προκειμένου να διδάσκονται αποκλειστικά “ο ηρωισμός, η πραγματική φύση της δυτικής κοινωνίας και οι αρετές της ελεύθερης αμερικανικής κοινωνίας”.
Τόσο η “διακήρυξη” των Μάμπερ και Χόροβιτς όσο και οι “εκκλήσεις” των νεοσυντηρητικών για αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υιοθετήθηκαν για παράδειγμα και στην Πενσυλβάνια και στο Οχάιο που από τον χειμώνα του 2004 προχώρησαν σε σχετικές, εσωτερικές έρευνες ανακριτικού περιεχομένου για την “εμπέδωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας” σύμφωνα με τον οργουελικό τίτλο των σχετικών ψηφισμάτων προκειμένου στην πραγματικότητα να κατοχυρώσουν την πλήρη συντριβή της.
Αποτέλεσμα αυτών των νεομακαρθικών ερευνών ήταν μεταξύ άλλων η κατάργηση των μεσανατολικών σπουδών και ο αναπροσανατολισμός κονδυλίων σε πιο “αμερικανικές” σπουδές, όπως η διοίκηση επιχειρήσεων, στα πανεπιστήμια του Οχάιο. Ο Χόροβιτς δυσκολευόταν να κρύψει τον ενθουσιασμό του μπροστά στα γεγονότα: “Επιτέλους, ορισμένοι οφείλουν να μάθουν πως η πίστη στην ηγεσία ανταμείβεται και η απειθαρχία τιμωρείται. Οι πανεπιστημιακοί ή θα είναι μαζί μας ή θα είναι εναντίον μας”.
Πίστη στην ηγεσία ήταν η άνευ όρων υποστήριξη στους σχεδιασμούς των γερακιών της Ουάσιγκτον που προπαγάνδιζαν τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς στη Μέση Ανατολή ως “επιχείρηση για την προώθηση της δημοκρατίας”. Απειθαρχία, μεταξύ άλλων, η κριτική και σε βάθος διδασκαλία της ιστορίας της πολύπαθης περιοχής που έθετε σε δοκιμασία τα ψέματα και τις συκοφαντίες της τότε προεδρίας Μπους και της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικανών. Ή μαζί μας ή εναντίον μας, ήταν το εκβιαστικό δίλημμα που είχαν θέσει πρώτοι οι συμβουλάτορες του Μπους στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας απευθυνόμενοι με ωμότητα και σκαιότητα στη διεθνή κοινότητα.
Κάπου μεταξύ Χομπς, Σμιτ, Χάιντεγκερ, Μάρτιν, Νιλ, Μάμπερ και Χόροβιτς κινείται και η κυβέρνηση της ΝΔ στην Ελλάδα με αρμόδια υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, τη Νίκη Κεραμέως. Με τη γνωστή χρονοκαθυστέρηση που υπάρχει στα πολιτικά, κοινωνικά και επικοινωνιακά δάνεια, τα οποία παίρνει μαζί με τα χρηματικά ειδικά η ελληνική Δεξιά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, προκειμένου να επιβάλει την προγραμματική της ατζέντα στη δημόσια σφαίρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί και θεσμοθετεί σήμερα την ίδρυση μιας “πανεπιστημιακής αστυνομίας” που προετοιμάζει και το έδαφος για τη μελλοντική “εσωτερική παρέμβαση στο περιεχόμενο, το ύφος και το είδος των μαθημάτων στα πανεπιστήμια όπου το 80% των καθηγητών είναι Δημοκρατικοί, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι αριστεροί και σοσιαλιστές”, όπως υποστήριζε ο Λάρι Μάμπερ προς δεκαπενταετίας.
Η αστυνόμευση των πανεπιστημίων φέρνει την υπονόμευση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τουλάχιστον εκείνης που συνεχίζει να κηρύσσει την “ανυποταξία” στους νόμους και τα διατάγματα, άλλοτε του βασιλιά και του δικτάτορα, σήμερα του πρωθυπουργού της Ελλάδας που έχει κάνει σημαία του τον απολυταρχικό φιλελευθερισμό, ακόμη και αν δυσκολεύεται να παραδεχτεί δημόσια αυτήν τη ιδεολογική του ταύτιση που τον φέρνει στον προθάλαμο του “ξορκισμένου” ολοκληρωτισμού και του “επάρατου” νεοναζισμού.
Όσοι καθηγητές και φοιτητές θα πειθαρχούν και θα πιστεύουν στην ηγεσία, όπως έγραφε και ο Χόροβιτς, συντασσόμενος με τον Ντικ Τσέινι, τον Πωλ Γούλφοβιτς, τον Ντόναλντ Ράμσφελντ και τα άλλα καλόπαιδα των Ρεπουμπλικάνων, θα ανταμείβονται. Όσοι καθηγητές και φοιτητές δεν θα υποτάσσονται, θα τιμωρούνται.
Η αστυνομική ράβδος θα είναι το πρώτο μέσο καθυπόταξης και κολασμού των δεύτερων. Οι άλλοι θα περιμένουν τη σειρά τους για να ταϊστούν σαν όρνια στο μεγάλο φαγοπότι και το ακόμη μεγαλύτερο πλιάτσικο που προετοιμάζει πάνω στο κουφάρι της δημόσιας, δωρεάν και ανώτατης εκπαίδευσης η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Γιάννης Νικολόπουλος
πηγή: Κοσμοδρόμιο
e-prologos.gr