Τα τελευταία χρόνια πυκνώνουν τα περιστατικά βίας ή/και παραβατικότητας στα οποία, είτε πρωταγωνιστούν είτε εμπλέκονται με διάφορους τρόπους νέοι, κυρίως μάλιστα μικρότερων ηλικιών⸱ οι δράστες, δηλαδή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ανήλικοι, μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ακόμα και της πρωτοβάθμιας. Ειδικά, το τελευταίο διάστημα, είναι σχεδόν καθημερινά τα ρεπορτάζ για περιστατικά βίας από ανήλικους, στο περιβάλλον του σχολείου και έξω από αυτό, που περιλαμβάνουν από φαινόμενα bulling σε σχολεία μέχρι ξυλοδαρμούς, βιασμούς, δράση συμμοριών, οπαδικές συμπλοκές κλπ. Το ζήτημα που εύλογα τίθεται είναι το ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν νέα παιδιά σε τέτοιου είδους συμπεριφορές και πρακτικές και πως εξηγείται αυτή η έξαρση που παρατηρείται.
Υπάρχουν οι «εύκολες» απαντήσεις. Ο ηθικολογικός πανικός, αντιδραστικός στην ουσία του, για τη νεολαία που δεν έχει αξίες, που μιμείται ταινίες ή videogames με βίαιο περιεχόμενο, που ακούει trap και γι’ αυτό καταλήγει σε παραβατικές συμπεριφορές. Ακόμη και αν τα παραπάνω είναι υπαρκτές πλευρές αλήθειας στο ζήτημα του πως τα κυρίαρχα πολιτιστικά προϊόντα διαμορφώνουν ή επηρεάζουν τη μαζική συνείδηση, ψυχολογία και κουλτούρα της νεολαίας παράγοντας και πρότυπα συμπεριφοράς, η ερμηνεία αυτή είναι μάλλον φτωχή και μακριά από τους καθοριστικούς παράγοντες. Την πραγματικότητα, όμως, κυρίως διαστρεβλώνουν οι ερμηνείες που δίνει η κυρίαρχη πολιτική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το νόμο, της πρώην υπουργού παιδείας, της Κεραμέως για τη σχολική βία, όπου ως τέτοια βάφτιζε τις μαθητικές καταλήψεις, ταυτίζοντας αφενός ένα συλλογικό μέσο αγώνα με τις χειρότερες εκδοχές ατομισμού, αφετέρου τον δάσκαλο με το ρόλο του χαφιέ, αμαυρώνοντας μάλιστα και την πιο σημαντική δράση του δασκάλου, εκείνη που του επιτάσσει να δομεί σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους μαθητές του. Την ίδια στιγμή, άλλωστε, η συστημική ανάλυση περί των φαινομένων βίας στη νέα γενιά μέσα από μια σειρά σχετικών διαλέξεων εξαντλείται γύρω από “ψυχολογίστικες” ερμηνείες περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, βλέποντας, έτσι το δέντρο και χάνοντας το δάσος.
Τι ωστόσο οδηγεί παιδιά στη βία; Πρώτα και κύρια η κοινωνικό-οικονομική κατάσταση, η κοινωνία των διαδοχικών κρίσεων που διαμορφώνεται εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, στην οποία μεγάλωσαν οι σημερινοί έφηβοι, και οι επιπτώσεις που αυτή έχει τόσο στους όρους με τους οποίους ζουν, όσο και στους όρους με τους οποίους θα ζήσουν στο μέλλον τους. Η φτώχεια, η ανεργία, οι οικονομικές δυσκολίες και η γενική αίσθηση ότι «ζούμε και θα ζήσουμε χειρότερα» ₋και πιο πρόσφατα το «κατά τύχη ζούμε» (βλ. Τέμπη)₋ δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο, πολύ περισσότερο τους νέους που ξαφνικά ήρθαν αντιμέτωποι με αυτά μέσα στις οικογένειες τους ή δίπλα από αυτές, στο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Αυτοί οι υλικοί όροι με τη σειρά τους διαπερνούν και διαμορφώνουν τα οικογενειακά περιβάλλοντα, με γονείς βυθισμένους στις δικές τους σκοτούρες, με παιδιά ουσιαστικά εγκαταλελειμμένα σε σχέση με το τι κάνουν, με όξυνση της ενδοοικογενειακής βίας κ.α. Η οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση ειδικά των πιο φτωχών, λαϊκών στρωμάτων, βιώνεται και από τα παιδιά και μπορεί να οδηγήσει στην διαμόρφωση της αντίστοιχης «περιθωριακής» κουλτούρας.
Παράλληλα, η αίσθηση του αποκλεισμού, της ατομικής ανημπόριας και της στέρησης ενός ευοίωνου μέλλοντος ₋ελλείψει συλλογικών απαντήσεων₋ μέσα στο περιβάλλον των συνεχών και παρατεταμένων κρίσεων φέρνει στο προσκήνιο λογικές και συμπεριφορές επιβολής απέναντι στον διπλανό, τον πιο “αδύναμο”, τον διαφορετικό. Πρόκειται για λογικές εγγενείς στο καπιταλιστικό σύστημα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και του ατομισμού, οι οποίες σε μια προηγούμενη περίοδο εμφανίζονταν ως κυνήγι της επιτυχίας, της ανέλιξης, αυτού που σχηματικά ονομαζόταν «αμερικάνικο όνειρο». Πλέον, σε συνθήκες γενικευμένης εξαθλίωσης για την κοινωνική πλειοψηφία, εμφανίζονται στην πιο βάρβαρη εκδοχή τους. Περιστατικά, όπως η πρόσφατη δολοφονία του Αντώνη που σπρώχτηκε στη θάλασσα από μέλη του πληρώματος του «Blue Horizon» στο λιμάνι του Πειραιά μόνο και μόνο, γιατί θεωρούνταν αδύναμος με βάση τη νοητική του υστέρηση, είναι χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που μπροστά στην ανημπόρια της να διεκδικήσει ένα καλύτερο παρόν και μέλλον στρέφεται απέναντι στα πιο “αδύναμα” μέλη της. Γιατί, λοιπόν, να μας παραξενεύει πχ. η είδηση ότι έγινε άγρια συμπλοκή τριών μαθητριών ηλικίας 13 και 14 χρονών με γροθιές και κλωτσιές στο πρόσωπο και το κεφάλι. Γιατί, βλέποντας την παραπάνω στάση του πληρώματος, λοιπόν, ένα παιδί, να μην αντιδράσει με βία;⸱ πολλώ δε μάλλον, όταν οι ειδήσεις καθημερινά το μόνο που κάνουν είναι να τρομοκρατούν με συνεχείς αναφορές σε σωρεία περιστατικών βίας, φοβίζοντας μας ότι υπάρχουν παντού κίνδυνοι με μαχαιροβγάλτες έτοιμους να επιτεθούν, λες και η εποχή μας δεν έχει κάτι άλλο να προβάλλει ₋την ίδια στιγμή μάλιστα που δεν θα γίνει ποτέ αναφορά σε κάποια συλλογική διεκδίκηση και αγώνα. Δεν θα οικοδομηθεί άραγε έτσι μια κοινωνία στην οποία τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νέοι θα ασκούν περισσότερη βία;
Τι, άλλωστε, έχει να θυμάται εν γένει η σημερινή νέα γενιά, οι 15άρηδες πχ., πέρα από το φόβο, την απειλή και την διαρκή καταστολή; Γιατί πέρα από την οικονομική κρίση, η κοινωνία μας πρόσφατα βίωσε την υγειονομική κρίση. Και σε αυτήν την κρίση ο “άλλος” και η επαφή μαζί του μετατράπηκαν σε απειλή, βυθίζοντας έτι περαιτέρω το άτομο στη λογική του ότι οι άλλοι άνθρωποι, όχι μόνο δεν είναι μέρος της λύσης των προβλημάτων του, αλλά και είναι οι ίδιοι πρόβλημα για αυτό. Μάλιστα, με το παρατεταμένο lockdown και την αστυνομικού τύπου αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δημιουργήθηκαν ή ενισχύθηκαν ήδη υπάρχοντα σοβαρά προβλήματα στον πυρήνα των οικογενειών των παιδιών. Επιπλέον, βίωσε ή/και βιώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την τρομοκρατία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που αντί να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά ως θύματα των πολέμων και της φτώχειας, βαφτίζονται σαν «απειλή» για την καθημερινότητα μας, τον πολιτισμό μας κλπ. Βιώνει το φόβο του πολέμου, με τα διάφορα μέτωπα να ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο. Παράλληλα, η καταστολή, ως το αναγκαίο συμπλήρωμα της κρατικής πολιτικής, είναι πανταχού παρούσα και στρέφεται με την πιο άγρια μορφή της ειδικά απέναντι στους νέους⸱ το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι ο ξυλοδαρμός 17χρονης μαθήτριας που συμμετείχε σε αντιφασιστική συναυλία στο Ν. Ηράκλειο, από τα ΜΑΤ. Τα παραπάνω, συνθέτουν ένα ασφυκτικό περιβάλλον, που τροφοδοτεί και αυτό τη βία της νεολαίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα κυρίαρχα πολιτιστικά προϊόντα ως έκφραση της κυρίαρχης ιδεολογίας συμβάλλουν και αυτά με το δικό τους τρόπο στην διαμόρφωση λογικών επιβολής μέσω της βίας. Πρόκειται για πρότυπα που είτε άμεσα προβάλλουν και νομιμοποιούν τέτοιου είδους συμπεριφορές ως έκφραση “μαγκιάς” ₋και ιδιαίτερα “ανδρισμού”₋ (π.χ στίχοι τραγουδιών της τραπ), ή εθίζουν στην βία ως εικόνα (π.χ videogames με σκοτωμούς, ταινίες με ανάλογο περιεχόμενο), είτε έμμεσα ωθούν σε αυτήν σαν εύκολο δρόμο για “διασημότητα” μέσα από την προβολή τέτοιων πρακτικών⸱ κάτι που εξηγεί και το γεγονός ότι όλο και περισσότερα περιστατικά βίας βιντεοσκοπούνται με σκοπό να ανέβουν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ₋και μάλιστα σε ζωντανό χρόνο για λόγους αύξησης της “ακροαματικότητας”.
Σε όλα τα παραπάνω, σημαντικό αντιστάθμισμα θα μπορούσε να αποτελέσει το δημόσιο σχολείο διαμορφώνοντας αντιπαραθετικά πρότυπα από εκείνα παραπάνω, προβάλλοντας άλλες αξίες, προωθώντας την αλληλεγγύη, το σεβασμό και την ανθρωπιά. Ένα σχολείο που δεν θα υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, δεν θα καλλιεργεί ένα άγριο ανταγωνισμό, δεν θα υπερφορτώνει τους μαθητές με στείρες και αποσπασματικές γνώσεις (βλ. Τράπεζα Θεμάτων) και δεν θα επιβάλλει τη “βία” του αποκλεισμού από τα πανεπιστήμια με την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Το σημερινό, όμως, σχολείο απέχει πολύ από αυτό, γιατί το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας, το σχολείο χωρίς μόνιμο προσωπικό, χωρίς δομές με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, το σχολείο των λίγων και εκλεκτών που περιθωριοποιεί τους κοινωνικά αδύναμους, εξ’ ορισμού οξύνει τα φαινόμενα βίας. Όσο, όμως, η φτώχεια (οικονομική και πνευματική), ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση κυριαρχούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα βίας στη νέα γενιά χωρίς το σχολείο να μπορεί να το αντιμετωπίσει.
Απέναντι σε αυτή τη κατάσταση δεν έχει σε τίποτα να προσφέρει η εύκολη απαξίωση της νεολαίας και η προσχώρηση σε λογικές ότι ₋σε επίπεδο ιδεολογίας και συμπεριφορών₋ αποτελεί μια χαμένη γενιά. Χρειάζεται αφενός διεκδίκηση για να μην υποβαθμιστούν άλλο, αλλά να αναπτυχθούν οι απαραίτητες δομές κοινωνικής στήριξης και προστασίας των παιδιών, χρειάζεται να μπει φρένο στη διάλυση του δημόσιου σχολείου, αφετέρου ₋και πρωτίστως₋ χρειάζεται να δοθεί η ιδεολογική και κοινωνική μάχη για να κερδηθεί η νεολαία στο συλλογικό δρόμο του αγώνα, ενός αγώνα που θα σταματήσει την λυσσαλέα επίθεση που γεννά τη βία ως κοινωνική παθογένεια μέσα σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, οικονομικής εξαθλίωσης και πνευματικής στέρησης, αντί να χαθεί η γενιά αυτή στις αυτοκαταστροφικές πρακτικές της βίας.
Αγαθή Σ.
περιοδικό “πορεία”, τ. 57
e-prologos.gr