Όλο και πιο συχνά αναδεικνύεται η τάση στην αμερικανική (κυρίως) δημοσιογραφία, της συστηματικής αναφοράς σε ανώνυμες πηγές και σε μυστικά έγγραφα του εθνικού συμβουλίου ασφαλείας των ΗΠΑ ως επιχείρημα εγκυρότητας. Αυτές οι πηγές και τα απόρρητα έγγραφα – που με κάποιον τρόπο είχαν το προνόμιο να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά μονάχα ορισμένοι δημοσιογράφοι – αποτελούν και τις μόνες αποδείξεις των ισχυρισμών τους. Κανείς όμως δεν μπορεί στην πράξη ούτε να αποδείξει τις «ανώνυμες μαρτυρίες» ούτε να δημοσιοποιήσει τα «απόρρητα έγγραφα». Τίθεται λοιπόν πολλές φορές όχι μόνο θέμα εγκυρότητας των λεγομένων, αλλά και γενικότερης δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Η περίπτωση της Βενεζουέλας αποτελεί συχνά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής από την εποχή του Ούγκο Τσάβες. Πίσω στο 2008, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Μπους, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κατηγόρησε ευθέως υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης του Καράκας για την παροχή «υλικής υποστήριξης στις δραστηριότητες διακίνησης ναρκωτικών» των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας, γνωστών και ως FARC. Μία σειρά από διεθνούς εμβέλειας μέσα, όπως οι Νew York Times, αναπαρήγαγαν τις κατηγορίες της αμερικανικής κυβέρνησης αγνοώντας ωστόσο επιδεικτικά τις δηλώσεις του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, Μιγκέλ Ινσούλζα, πως δεν υπάρχουν αποδείξεις για οποιαδήποτε συνεργασία του FARC με την κυβέρνηση της Βενεζουέλας.

Την ίδια περίοδο, τον Δεκέμβρη του 2008, ο Guardian δημοσίευσε άρθρο με τον τίτλο: «Αποκάλυψη: O ρόλος του Τσάβες στο δρόμο της κοκαΐνης προς την Ευρώπη». Ο συγγραφέας του άρθρου επικαλέστηκε ως απόδειξη κάποια ανώνυμη πηγή προερχόμενη από υπηρεσία πληροφοριών καθώς και ορισμένους ισχυρισμούς πρώην ανταρτών του FARC που λιποτάκτησαν. Η πιο έγκυρη πηγή λοιπόν στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, αφορά τις γνώσεις ορισμένων πρώην ανταρτών που δρούσαν στα τροπικά δάση της Κολομβίας μέχρι πρότινoς. Αυτοί οι πρώην αντάρτες, εκτός της ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου καθώς επιθυμούσαν να διασφαλίσουν αμνηστία για τους εαυτούς τους, υποτίθεται πως γνώριζαν τον ακριβή ρόλο του Τσάβες στην διακίνηση κοκαΐνης από την Λατινική Αμερική προς στην Ευρώπη.

Σε πιο πρόσφατα δημοσιεύματα, ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal, Χουάν Φορέρο, αποτελεί έναν από τους βασικούς αριστοτέχνες της τακτικής της επίκλησης στην ανώνυμη πηγή. Το 2015 ο Φορέρο, επικαλούμενος ανώνυμους αξιωματούχους του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατηγόρησε ανοιχτά σε άρθρο του το νούμερο δύο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας, Ντιοσδάτο Καμπέγιο, ότι κατέχει ηγετική θέση σε καρτέλ ναρκωτικών. Παρά ταύτα, δεν υποβλήθηκαν ποτέ αποδεικτικά στοιχεία για να επιβεβαιωθούν οι ισχυρισμοί και το Υπουργείο Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα δεν έχει εκδώσει εναντίον του Καμπέγιο ένταλμα σύλληψης ή έστω κατηγορητήριο.

Τέσσερα χρόνια μετά, ο Φορέρο με τη στήριξη – προφανώς – της Wall Street Journal δεν φαίνεται να έχει βελτιώσει τις πηγές του ή έστω να μοιραστεί την ανωνυμία τους με τους αναγνώστες του. Τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο Φορέρο σε άρθρο του κατήγγειλε την προσπάθεια του Ούγκο Τσάβες, τη δεκαετία του 2000, να κατακλύσει την αμερικανική αγορά με κοκαΐνη, ως μέσο αποσταθεροποίησης της Ουάσινγκτον, παρουσιάζοντας έτσι το Καράκας σαν μία ασύμμετρη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Για άλλη μια φορά, ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται σε έγγραφα που έχουν υποτίθεται αποκτηθεί από τη Wall Street Journal, χωρίς ωστόσο αυτά να δημοσιοποιούνται, ενισχύοντας επιτέλους και την εγκυρότητα των λεγομένων. Σε ενδεχόμενη δυσπιστία των αναγνωστών όμως, ο Φορέρο φτάνει στο σημείο να επιβεβαιώσει τα μυστικά έγγραφα με άλλη μια ανώνυμη μαρτυρία πρώην αμερικανού αξιωματούχου. Σε αυτή τη γιορτή μυστικοπάθειας, ο ανώνυμος αξιωματούχος συμφωνεί με τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Wall Street Journal και δηλώνει πως, ειδικά την περίοδο Τσάβες, η οικονομική ενίσχυση διακινητών ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ αποτέλεσε κομμάτι της εθνικής στρατηγικής της Βενεζουέλας. Φαίνεται λοιπόν μέσα από τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα πώς διάφορα μέσα, μάλλον εκούσια, έχουν κυριολεκτικά παραδώσει το λόγο σε ανώνυμους πρώην ή νυν αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίοι διαμορφώνουν τις περισσότερες φορές την ουσία της είδησης.

Εκτός αυτού όμως, διαβάζοντας κανείς τα άρθρα του Φορέρο δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει την απουσία αποδείξεων των λεγομένων, αλλά και την απουσία μια πολύπλευρης οπτικής των πραγμάτων. Στις αναλύσεις του αγνοείται συστηματικά ο ρόλος και οι ευθύνες των αμερικανικών αρχών στο εμπόριο ναρκωτικών στην ευρύτερη περιοχή της βόρειας και κεντρικής Αμερικής. Η κοκαΐνη, για παράδειγμα, καταναλώνεται πρώτα και κύρια από την αμερικανική αγορά. Το ξέπλυμα των κερδών από την αγοραπωλησία αυτού του ναρκωτικού διεξάγεται λοιπόν κατά βάση υπό την σκέπη του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παράλληλα, οι όλο και αυξανόμενοι προϋπολογισμοί του αμερικανικού κράτους από τη δεκαετία του ’80, για την ενίσχυση του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών, δεν αποφέρουν μέχρι σήμερα τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Ο Φορέρο αγνοεί επίσης και τα ίδια τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ: το 90% της κοκαΐνης που κατασχέθηκε σε αμερικανικό έδαφος τα τελευταία χρόνια προέρχεται από την φιλοαμερικανική Κολομβία και όχι από την αντιδραστική Βενεζουέλα. Μάλιστα, από τη διάλυση των FARC το 2016 και έπειτα, η παραγωγή κόκας φτάνει κάθε χρόνο σε νέα επίπεδα ρεκόρ. Παράλληλα, οι βασικές αρτηρίες μεταφοράς ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ περνούν από χώρες της κεντρικής Αμερικής και το Μεξικό. Πρόκειται δηλαδή για χώρες όπου οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είναι πανταχού παρούσες.

Παρ’ όλα αυτά, η Βενεζουέλα μονοπωλεί όλο και πιο συχνά τα αμερικανικά μέσα, λαμβάνοντας τον ρόλο του βασικού ναρκο-κράτους της Λατινικής Αμερικής. Η συγκεκριμένη τακτική αποδόμησης δεν είναι ούτε τυχαία ούτε καινούργια στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Από την δεκαετία του ’80 όταν η αμερικανική αγορά κατακλύστηκε με λατινοαμερικάνικης προέλευσης κοκαΐνη, η προπαγάνδα της Ουάσινγκτον περιέγραφε την άνθηση του ναρκεμπορίου ως δάκτυλο κομμουνιστικών συνωμοσιών.

Σε αυτό το πλαίσιο, με σύγχρονα όμως δεδομένα, η κυβέρνηση του Καράκας παρουσιάζεται από δημοσιεύματα τα τελευταία χρόνια μεταξύ άλλων ως ένα κομμουνιστικό ναρκο-κράτος, που εργάζεται για την αποσταθεροποίηση των ΗΠΑ. Τα δημοσιεύματα αυτά φυσικά, ούτε στοχεύουν σε μία ουσιαστική συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της διακίνησης ναρκωτικών από λατινοαμερικάνικα κράτη προς τις ΗΠΑ, ούτε βασίζονται, όπως είδαμε, σε ατράνταχτες αποδείξεις. Υστερούν σε μεγάλο βαθμό τόσο σε αντικειμενικότητα όσο και στην υποχρέωση του δημοσιογράφου να παρουσιάσει και τις δύο όψεις του νομίσματος, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Βασικός στόχος είναι η χειραγώγηση της αμερικανικής κοινής γνώμης για την ενίσχυση της νομιμοποίησης  επίδοξων αμερικανοκίνητων πραξικοπηματιών, όπως ο Γουαϊδό, ή ακόμα και μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στη χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα, το γνωμικό του αμερικανού συγγραφέα και διανοούμενου, Γκορ Βιντάλ, μοιάζει πραγματικά εύστοχο: «Ο έλεγχος της αμερικανικής κοινής γνώμης είναι ένα από τα θαύματα του δυτικού κόσμου. Καμία χώρα του πρώτου κόσμου δεν κατόρθωσε ποτέ να εξαλείψει σε τέτοιο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσής της την αντικειμενικότητα, πόσο μάλλον τη διαφωνία με την επικρατούσα άποψη».

Μετάφραση/Επιμέλεια: Δημήτρης Μακκός
Πηγή: fair.org μέσω info-war.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το