του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ η απόφαση της υφυπουργού Παιδείας κ.Ζέττας Μακρή, με την οποία ορίζονται οι 660 σχολικές μονάδες που θα συμμετάσχουν στις Εθνικές Εξετάσεις Διαγνωστικού Χαρακτήρα για τους Μαθητές/τριες της ΣΤ΄ Τάξης των Δημοτικών Σχολείων και της Γ΄ Τάξης των Γυμνασίων στα Γνωστικά Αντικείμενα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών για το σχολικό έτος 2023-2024, δηλαδή τη λεγόμενη «Ελληνική Pisa». Συγκεκριμένα θα συμμετάσχουν οι μαθητές της Στ΄ Δημοτικού από 330 Δημοτικά Σχολεία της χώρας και της Γ΄ Γυμνασίου από 330 Γυμνάσια της χώρας. Οι διαγνωστικές εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 22 Μαΐου 2024
Από τον ΟΟΣΑ «συνολική βελτίωση της εκπαίδευσης της χώρας μας»;
Πρόκειται για έναν διαγωνισμό του ΟΟΣΑ, που υπηρετεί τις αρχές του και τη γνωστή «εργαλειοθήκη» του, που επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Την εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ στην Εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία χρόνια: οι συγχωνεύσεις σχολείων, η αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη αξιολόγηση, η μισθολογική καθήλωση , οι απολύσεις, είναι δικής του έμπνευσης. Όλα τα δικαιώματα που χάσαμε, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο κι όλοι οι εργαζόμενοι, περιέχονταν στις οδηγίες του ΟΟΣΑ και των συμβούλων του. Αξίζει να σημειωθεί πως για να συμμετέχει η χώρα μας σ’ αυτόν τον διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 400.000€ σε τρία χρόνια. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τα διάφορα σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA, με σκοπό τη διασπορά της καλής του φήμης και την ενίσχυση της τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση. Κορυφαίοι χορηγοί του διαγωνισμού είναι η WB (Παγκόσμια Τράπεζα), ιδρύματα βιομηχανιών π.χ. Βosch καθώς και ΜΚΟ. Ο ετήσιος προϋπολογισμός PISΑ ανέρχεται σε 80 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζεται το ετήσιο κόστος συμμετοχής των 80 χωρών!
Κατηγοριοποίηση σχολείων – Αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών.
Είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί θα εξελιχθεί σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεύτερον τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις – οδηγίες – επιβολές του Ο.Ο.Σ.Α. για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο: «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο Ο.Ο.Σ.Α. αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και η ουσία της πολιτικής του. Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών» επισημαίνει ότι: «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Με λίγα λόγια η στόχευση είναι το να αποτελέσουν η «απόδοση» των μαθητών και τα «μαθησιακά αποτελέσματα» βασικό «πυλώνα» του νέου «οικοδομήματος» αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών.
Η ευθύνη της ποιότητας της εκπαίδευσης μεταφέρεται σχεδόν ολοσχερώς στις πλάτες του εκπαιδευτικού, συγκαλύπτοντας τις ευθύνες κυβέρνησης, κράτους ενώ σταδιακά οι εκπαιδευτικοί ωθούνται να διδάσκουν τα ίδια σε όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από το αν είναι μειονότητες, αν προέρχονται από μειονεκτικό οικονομικό περιβάλλον κλπ. Παράλληλα η επιλογή σχολείου ως δικαίωμα των γονιών αναγκάζει τα σχολεία που μειονεκτούν να βελτιώνονται και αν δεν μπορούν, είναι καταδικασμένα να χάνονται από το εκπαιδευτικό τοπίο.
Το «τι» το «πώς» και το «γιατί» της τυποποιημένης αξιολόγησης
Το PISA που αποθεώνει τις μετρήσεις, κατατάσσει, κατηγοριοποιεί και υποκινεί τον ανταγωνισμό, τελικά έχει συνέπεια την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, υποβαθμίζοντας τις γνώσεις σε πληροφορίες και «δεξιότητες», διαστρεβλώνει και υποβιβάζει τη διδασκαλία και τη μάθηση, τις καθοδηγεί ώστε να προσαρμόζονται στην ανταπόκριση στις εξετάσεις και να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη γνώση και την κριτική σκέψη, τελικά «προπονεί» τους μαθητές για τέτοιου είδους εξετάσεις αντί να τους διδάσκει και τους «καταρτίζει» αντί να τους εκπαιδεύει.
Μέσα στην τάξη, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα σπρωχτούν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να ενστερνιστούν τις προκατασκευασμένες απαντήσεις στο πλαίσιο μιας λογικής που υποτάσσει τη διδασκαλία και την επικοινωνία μέσα στην τάξη στο νέο «θεό»: στο μέτρημα με «αντικειμενικό και έγκυρο τρόπο» του τελικού αποτελέσματος μιας τυποποιημένης και μηχανιστικής μαθησιακής διαδικασίας που θα λαμβάνει χώρα με τον ίδιο τρόπο από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.
Τι ελέγχεται, όμως, με αυτά τα τεστ που παρουσιάζονται σαν τη λυδία λίθο της αξιολόγησης των μαθητών;
Θραύσματα γνώσεων και επιλεκτικής μνήμης που δεν είναι παρά μια από τις μορφές που παίρνει η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών που δρομολογείται στα ίδια ίχνη της αποστήθισης που υποτίθεται ότι έρχεται να αναιρέσει. Έχει σημειωθεί, με σαφήνεια, ότι τα τεστ αυτά ευνοούν περισσότερο τους «συλλέκτες επιλογών» από εκείνους που έχουν μια επί της ουσίας σχέση με τη σχολική γνώση, τους επιφανειακά έξυπνους, από αυτούς που είναι βαθιά δημιουργικοί.
Γιατί τι άλλο απαιτεί η σημείωση των επιλογών του μαθητή σε μια διακεκομμένη γραμμή ή στις ερωτήσεις «σωστό – λάθος» από το να δείξει – αναγνωρίσει απλώς λειτουργία που απαιτεί τη μικρότερη προσπάθεια του νου, εξαιρουμένης αυτής του να παραμένουμε ξύπνιοι.
Στο όνομα της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης, περιορίζεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλονται κατά κύριο λόγο φορμαλιστικές τεχνικές αξιολόγησης του διδακτικού έργου.
Ο διαγωνισμός PISA επιβραβεύει «δεξιότητες» σε επιλεγμένα-αποσπασματικά πεδία. Εισάγει και εδραιώνει αποκλειστικά την επιφανειακή αντίληψη για τη γνώση: χρήσιμη είναι μόνον η γνώση που έχει άμεσο όφελος – κέρδος σε βάρος της γενικής μόρφωσης.
Στα σχολεία δε διδάσκονται μόνο γλώσσα και μαθηματικά. Διδάσκεται και ιστορία και γεωγραφία και πολιτική αγωγή και φυσική και τέχνες και ξένες γλώσσες και φυσική αγωγή και πληροφορική και (κυρίως) καλλιεργούνται στάσεις ζωής, κοινότητα και προσωπικότητα, που δεν μπορούν και δεν πρέπει να μετρηθούν. Στα σχολεία η γλώσσα δεν είναι μόνο κατανόηση (χρηστικών) κειμένων. Είναι και λογοτεχνία και έκφραση και συνειδητοποίηση. Οι εξετάσεις αυτές οδηγούν στην συρρίκνωση της διδασκαλίας σε ό, τι εξετάζεται και στην εφαρμογή των πιο απαρχαιωμένων μεθόδων διδασκαλίας.
Έχουν απορρίψει μετά βδελυγμίας την προοδευτική αντίληψη ότι όλα τα παιδιά πρέπει να είναι αποδέκτες του συσσωρευμένου πλούτου των γνώσεων και του πολιτισμού της ανθρωπότητας, ώστε να αναπτυχθεί ολόπλευρα η προσωπικότητά τους και να αναδειχθούν οι ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητές τους και ότι αυτό αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας, που πρέπει να την εκπληρώνει με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο.
Η μονοδιάστατη χρήση σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ποσοτικών δεικτών και η αμφισβητήσιμης αξίας διασύνδεση της γνώσης με «ζητήματα της πραγματικής ζωής» φανερώνουν ότι η πραγματική στόχευση του ΟΟΣΑ (που διεξάγει το διαγωνισμό) δεν είναι η βελτίωση της εκπαίδευσης, αλλά η τροποποίησή της με όρους αγοράς. Διόλου τυχαία, μια από τις πιο επιδραστικές φωνές στο χώρο της εκπαίδευσης παγκοσμίως, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κάνσας Yong Zhao, παρατηρεί ότι τα τεστ του PISA είναι μια διεθνής «μηχανή» δημιουργίας ψευδών ειδώλων εκπαιδευτικής αριστείας.
Άλλες σοβαρές παρενέργειες
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις πανελλαδικού χαρακτήρα που επιβάλλονται ακόμα και σε παιδιά δημοτικού, αποτελούν μία αιτία πρόσθετης ψυχοσυναισθηματικής πίεσης και άγχους γι αυτά, ενώ μια πιθανή αποτυχία των παιδιών επιδρά αποθαρρυντικά και εσωτερικεύεται ως προσωπική ανικανότητα. Είμαστε η μοναδική χώρα παγκόσμια που «κατεβάζει» τον διαγωνισμό αυτό σε τόσο μικρούς μαθητές, στην Στ΄ Τάξη του Δημοτικού. Οι μαθητές/τριές μας οδηγούνται σε ένα αγώνα δρόμου ώστε να ανταπεξέλθουν σε «φασόν», πανελλήνιου τύπου εξετάσεις, που καλλιεργούν την κουλτούρα απόρριψης που θα τους συνοδεύει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Σε όποιες χώρες υπάρχουν εξετάσεις και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τους ζουν με μεγάλο άγχος για να τα καταφέρουν σε κάτι που πολλές φορές είναι έξω από τις δυνάμεις ή τις δυνατότητές τους. Τα θέματα και το πλαίσιο καθορίζεται από άλλους έξω από το σχολείο. Η λογική τους είναι: πρέπει από πολύ μικρή ηλικία να ξεχωρίσουν αυτοί «που τα καταφέρνουν» από αυτούς που «δεν μπορούν». Είτε αυτό αφορά το κάθε παιδί ξεχωριστά, είτε τη σχολική μονάδα ως σύνολο.
Οι εξετάσεις δημιουργούν άγχος, ξεχωρίζουν τους μαθητές σε «ικανούς» και «μη ικανούς», τα σχολεία σε «καλά» και «κακά» χωρίς να παίρνουν υπόψη τους την ιδιαιτερότητα, τις ειδικές κλίσεις, τις ξεχωριστές ανάγκες του κάθε παιδιού ή τις συγκεκριμένες συνθήκες μιας περιοχής ή ενός σχολείου. Σε καμία περίπτωση το σχολείο σε κάθε του βαθμίδα – πόσο μάλλον στο δημοτικό – δεν πρέπει να είναι απλά ένας χώρος που τα παιδιά προετοιμάζονται για εξετάσεις.
Ο δρόμος της αντίστασης…
…είναι μονόδρομος. Γιατί θέλουμε ένα σχολείο που να μορφώνει ολόπλευρα και ουσιαστικά, που δεν «θα διδάσκει για το τεστ». Γιατί δεν θέλουμε να γίνει και ο διαγωνισμός PISA άλλος ένας τρόπος που θα χωρίζει σε κατηγορίες μαθητές και σχολεία, που θα ανοίγει το δρόμο για ακόμα περισσότερες αντιεκπαιδευτικές πολιτικές
* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
e-prologos.gr