Ο 63χρονος ακροδεξιός, πρόεδρος πλέον της Βραζιλίας, που συχνά αποκαλείται ο Τραμπ των τροπικών, πριν ακόμη και μερικά χρόνια θεωρούνταν γραφική φιγούρα, που κατά καιρούς απλώς προκαλούσε με ακραίες δηλώσεις.

Παρολά αυτά, έχοντας τη στήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και εξασφαλίζοντας οικονομικές δωρεές όσο κανένας Βραζιλιάνος υποψήφιος στο παρελθόν, ο φασιστοτραμπούκος Μπολσονάρο εξασφάλισε πάνω από 49 εκατομμύρια ψήφους. Αναμφίβολα ευνοήθηκε και από τα χτυπήματα που δέχθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια το Κόμμα των Εργατών του Λούλα, με τις κυβερνήσεις του να κατηγορούνται για διαφθορά και να ανατρέπονται και τον ίδιο να βρίσκεται στη φυλακή χωρίς το δικαίωμα να συμμετάσχει στις εκλογές, ενώ ο διάδοχός του, Φερνάντο Χαντάντ, δεν απολαμβάνει την ίδια λαϊκή αποδοχή.

Πάντως τώρα γίνεται φανερό πού αποσκοπούσε όλη αυτή η εκστρατεία ενάντια στο κόμμα του Λούλα με αφορμή τη διαφθορά: Στη διαφαινόμενη πολιτική αλλαγή στη Βραζιλία, που αποτελεί τμήμα των συνολικών αρνητικών πολιτικών αλλαγών στη Λατινική Αμερική.

Όπως ήταν φυσικό, ο Τραμπ έσπευσε πρώτος απ’ όλους να συγχαρεί τον ακροδεξιό Μπολσονάρο για τη νίκη του, για να ακολουθήσουν η Μαρίν Λεπέν και ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας, υπουργός της ιταλικής κυβέρνησης. Από δίπλα πανηγυρίζει και η δεξιά αντιπολίτευση της Βενεζουέλας, θεωρώντας ότι όχι μόνο δημιουργείται κλίμα που την ευνοεί, αλλά και ότι η κυβέρνηση Μαδούρο θα απομονωθεί περισσότερο, καθώς ο Μπολσονάρο είναι σφοδρός πολέμιός της. Η νίκη του θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ανατροπή κυβερνήσεων και μεταρρυθμίσεων σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής των τελευταίων ετών, σε κάπως φιλολαϊκή και αντιαμερικάνικη κατεύθυνση, όπως στη Βολιβία και ίσως στον Ισημερινό.

Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο της Χριστίνας Πάντζου που φωτίζει μια ακόμη πλευρά της “φατρίας του Μπολσονάρο”:

Με την ανάληψη της προεδρίας της Βραζιλίας από τον Ζαΐρ Μπολσονάρο, τη διακυβέρνηση της χώρας δεν την ανέλαβε μόνο η θρησκευτική Ακροδεξιά, τα πιο αντιδραστικά τμήματα του στρατιωτικού κατεστημένου και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, με προεξάρχοντα εκπρόσωπο την πανίσχυρη αγροτοβιομηχανία, αλλά και μια νοσηρή φασίζουσα δυναστεία ενός αρχηγού και των γιων του (από τον πρώτο του γάμο), του Φλάμπιο, του Κάρλος και του Εντουάρντο.

Παρότι (προς το παρόν) δεν κατέχουν κυβερνητικές θέσεις, η επιρροή που ασκούν στο προεδρικό μέγαρο Πλανάλτο και οι συνεχείς παρεμβάσεις τους στο κυβερνητικό έργο έχουν αρχίσει να δημιουργούν δυσφορία ακόμη και στους συμμάχους του Μπολσονάρο.

Ο 37χρονος Φλάμπιο, δικηγόρος, εξελέγη ομοσπονδιακός γερουσιαστής έπειτα από τέσσερις διαδοχικές θητείες ως πολιτειακός βουλευτής του Ρίο ντε Τζανέιρο. Αντιτίθεται στις πολιτικές πρόνοιας γιατί «συμβάλλουν στην εξάρτηση του πιο φτωχού πληθυσμού και ευνοούν τις ακόλαστες σχέσεις». Είναι γνωστός για την αμέριστη στήριξη που προσφέρει στις παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές.

Οχι μόνο αντιτάχθηκε σθεναρά ως πολιτειακός βουλευτής να διερευνηθούν η δράση και οι διασυνδέσεις τους με πολιτικούς, αλλά οργάνωνε εκδηλώσεις προς τιμήν στρατιωτικών που ηγήθηκαν τέτοιων ομάδων και μετέπειτα καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν, όπως ο Μαγκαλιάες ντε Νoμπρέγκα.

Μάλιστα μετά την καταδίκη του τελευταίου, που είναι ηγέτης και της παραστρατιωτικής ομάδας «Γραφείο Εγκλήματος», το οποίο διερευνάται για τη δολοφονία της ακτιβίστριας Μαριέλα Φράνκο πέρσι τον Μάρτιο, ο Φλάμπιο προσέλαβε τη σύζυγο και την κόρη τού Νομπρέγκα στο βουλευτικό του γραφείο. Στη διάρκεια δε της προεκλογικής εκστρατείας, μια ειδική επιχείρηση κατέληξε στη σύλληψη 40 παραστρατιωτικών, ανάμεσά τους και τα αδέλφια Ολιβέιρα, που ήταν μέλη της ιδιωτικής ασφάλειας του Φλάμπιο.

Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο μαζί με τον πρωτότοκο Φλάμπιο που υποστηρίζει παραστρατιωτικούς. Κάτω αριστερά ο δευτερότοκος Κάρλος, καταλύτης της νίκης του πατέρα του και δίπλα ο Εντουάρντο, υπέρμαχος της επαναφοράς της θανατικής ποινής.

Ο πρωτότοκος Μπολσονάρο έφερε και το πρώτο σκάνδαλο διαφθοράς της φατρίας, καθώς στο πλαίσιο της έρευνας «Lava Jato», εντοπίστηκαν παράτυπες καταθέσεις ύψους περίπου 305.000 δολαρίων και αδιαφανείς συναλλαγές στους λογαριασμούς του Φαμπρίσιο Ζοζέ ντε Κεϊρόζ, στρατιωτικού αστυνομικού, σοφέρ και συμβούλου του Φλάμπιο. Μία μάλιστα από αυτές τις συναλλαγές ήταν μια κατάθεση 6.100 δολαρίων του Κεϊρόζ στο λογαριασμό της Μισέλ, πρώην γραμματέα και σημερινής συζύγου του Μπολσονάρο.

Ο δευτερότοκος γιος του Μπολσονάρο, Κάρλος, έγινε το 2000 –στα 17 του χρόνια– ο νεότερος δημοτικός σύμβουλος του Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκτοτε δεν έχασε εκλογική αναμέτρηση. Θεωρεί ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα της πόλης είναι η μιζέρια και η βία και για να τα αντιμετωπίσει έχει προτείνει νομοσχέδια για τον έλεγχο των γεννήσεων (των φτωχών και μαύρων, εννοείται) και για μείωση των ορίων ανηλικότητας για την απόδοση ποινικών ευθυνών.

Ο 35χρονος αεροναυπηγός είναι ο εγκέφαλος της στρατηγικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τον Μπολσονάρο, που στάθηκε καταλύτης για τη νίκη του.

Τον Σεπτέμβριο του 2017 σε επίσκεψή του στο Μπουένος Αϊρες παρεισέφρησε σε πορεία υπέρ της άμβλωσης και τράβηξε ένα βίντεο όπου συνέκρινε τη διαμαρτυρία με όσα συμβαίνουν στη χώρα του. «Τα αριστερίστικα κινήματα μπροστά στο προεδρικό μέγαρο της Αργεντινής. Τα ίδια συμβαίνουν και στη Βραζιλία. Νέοι που μοιάζουν απογοητευμένοι για κάποιον λόγο. Χειραγωγούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα που λειτουργεί ιδεολογικά και προσπαθεί να τους προσηλυτίσει».

«Τα όπλα είναι η εγγύηση της ελευθερίας μας», συμφωνεί με τον πατέρα του ο 34χρονος Εντουάρντο, το «πίτμπουλ» του Μπολσονάρο, όπως ο ίδιος τον αποκαλεί για τον εκρηκτικό του χαρακτήρα.

Αστυνομικός που επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία το όπλο του και ομοσπονδιακός βουλευτής από το 2014, στις εκλογές του 2018 έγινε ο βουλευτής που εξελέγη με τις περισσότερες ψήφους: 1,8 εκατομμύρια. Θέλει την επαναφορά της θανατικής ποινής και ανάμεσα στα νομοσχέδια που ετοιμάζεται να καταθέσει είναι ένα για το τέλος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία, ένα για τη δημιουργία περισσότερων φυλακών και ένα για την απαγόρευση κομμάτων της αντιπολίτευσης και κοινωνικών κινημάτων, όπως εκείνων των ακτημόνων και των άστεγων εργαζόμενων, δηλώνοντας πως «δεν θα κάναμε τίποτα παρά να ακολουθήσουμε το παράδειγμα δημοκρατικών χωρών, όπως της Πολωνίας, που ένιωσε κατάσαρκα τι σημαίνει κομμουνισμός».

Ονειρεύεται τη δημιουργία ενός «Φόρουμ του Σάο Πάολο της Δεξιάς», που να περιλαμβάνει προσωπικότητες της διεθνούς Ακροδεξιάς, όπως ο Ιταλός υπουργός Εσωτερικών και ηγέτης της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι και ο πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Μπάνον.

Είναι στον Εντουάρντο που ανέθεσε ο Μπολσονάρο να συσφίξει τους δεσμούς με την κυβέρνηση Τραμπ, ταξιδεύοντας στην Ουάσινγκτον για να προετοιμάσει την επίσκεψη του Αμερικανού συμβούλου εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον στο Ρίο, πριν καν αναλάβει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, και να συζητήσουν, ανάμεσα στα άλλα, και για μια «κοινή στρατηγική» απέναντι στη Βενεζουέλα.

Μπορεί όλοι τους να εμφανίζονται σαν ιδεολόγοι, αλλά δεν αδιαφορούν για το χρήμα, αφού επωφελήθηκαν τα μάλα από την πολιτική καριέρα τους, όπως αποκαλύπτει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου του Ρίο, Ρικάρντο Ισμαέλ: η περιουσία του Ζαΐρ Μπολσονάρο αυξήθηκε κατά 168% από το 2006, του Φλάμπιο κατά 55% από το 2010 και του Εντουάρντο κατά 432% από το 2014.

Πηγή: Χριστίνα Πάντζου – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το