Τα Βούρλα ως κρατικό πορνείο
Το σημείο που βρίσκονταν τα Βούρλα αποτελούσε έναν βαλτότοπο γεμάτο βούρλα, εξ ου και το όνομά του. Εκεί χτίστηκε το κτίσμα με τους ψηλούς μαντρότοιχους το οποίο και με τις δύο ιδιότητές του θα αποτελούσε στην πραγματικότητα μια φυλακή, ένα σημείο απομόνωσης και περιθωριοποίησης των στοιχείων που οι κρατικοί φορείς δεν ήθελαν να έρχονται σε επαφή με τον υπόλοιπο πληθυσμό και βοήθησε το κράτος να χτίσει τα αφηγήματά του.
Τα Βούρλα άνοιξαν το 1875 στη Δραπετσώνα. Ήταν ένα δημόσιο κρατικό πορνείο το οποίο φτιάχτηκε από τον Δήμο Πειραιά, στηρίχτηκε από το κράτος και περιφρουρήθηκε από την αστυνομία. Οι άνθρωποι που το περιέβαλλαν ανήκαν στα λούμπεν στρώματα και ήταν χασισέμποροι, προαγωγοί, σωματέμποροι, κλέφτες, τζογαδόροι κ.ο.κ.
Ο Δήμος Πειραιά και ο εργολάβος, ο Ν. Μπόμπολας, εξάλειψαν τον ανταγωνισμό, μιας και με το διάταγμα της 24ης Απριλίου 1873 απαγορευόταν να υπάρχουν αλλού ιερόδουλες, είτε εντός μπορντέλου είτε όχι, στη γύρω περιοχή, κι έτσι τα κέρδη τους ήταν τεράστια. Βέβαια υπήρχαν και οι παράνομες ιερόδουλες στα Λαμαρινάδικα (βιομηχανίες λαμαρινών πίσω από τον ηλεκτρικό σταθμό). Οι γυναίκες αυτές δεν περνούσαν από ιατρικό έλεγχο όπως αυτές των Βούρλων κι έτσι «Γέμισε ο τόπος γαλόνια τότες, γιατί αυτές του δρόμου δεν πέρναγαν από γιατρούς» (Πισιμίσης, 2010), ήτοι αφροδίσια νοσήματα. Την έκταση την παραχώρησε στον Δήμο Πειραιά το ίδιο το κράτος το 1873.
Οι γυναίκες που το κατοικούσαν συνήθως βρίσκονταν εκεί αφού είχαν συλληφθεί από την αστυνομία επειδή δεν είχαν χαρτιά και για να βγουν από το κτίσμα των Βούρλων έπρεπε να πάρουν έγγραφη άδεια. Επρόκειτο για έναν κανονικό εγκλεισμό ανθρώπων. Μια έκθεση της αστυνομίας Πειραιά καταγράφει 250 γυναίκες να είναι πουλημένες από σωματέμπορους, από τις 350 που είχαν πέσει στην πορνεία. Φυσικά η βία προς αυτές τις γυναίκες, αλλά και των ανδρών μεταξύ τους, ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Οι πόρνες πρώτης τάξεως έμεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες. Η ηλικία τους ήταν μεταξύ 14-18 ετών. Οι πόρνες δευτέρας τάξεως έμεναν σε οίκους ασωτίας ηλικίας 18-40 ετών. Οι πόρνες τρίτης τάξεως έμεναν στα χαμαιτυπεία και στα δημοτικά οικήματα των Βούρλων και ήταν 40-50 ετών.
Γύρω από τα Βούρλα υπήρχαν κάποιοι τεκέδες που λειτουργούσαν ως ιδιότυπα πορνεία. Εκεί η συνουσία γινόταν από μία τρύπα στον τοίχο, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή του πελάτη με την πόρνη, η οποία ήταν προσφυγοπούλα και αδήλωτη.
Με τις προσφυγικές ροές μετά το 1922 η περιοχή απέκτησε μια κοινωνική και πολιτική φυσιογνωμία που τάρασσε το καθεστώς. Εφόσον οι άνθρωποι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες στη γνωστή παραγκούπολη χωρίς ρεύμα, αποχετευτικό σύστημα και υδροδότηση, οι αντιπαραθέσεις τους με το κράτος εντείνονταν. Η περιοχή χαρακτηριζόταν «κόκκινη» λόγω των προοδευτικών φρονημάτων των κατοίκων. Η τότε ηγεσία σαφώς ήθελε να απαξιώσει αυτά τα φρονήματα διαβάλλοντάς τα χειραγωγώντας την κοινή γνώμη. Τα Βούρλα βοηθούσαν στο αφήγημα του κοινωνικού περιθωρίου, της ανηθικότητας και της εγκληματικότητας μαζί με τους πρόσφυγες, οι οποίοι, μην έχοντας ιατρική περίθαλψη, έφτασαν να ταυτίζονται με τη χολέρα. Τελικά, παρότι υπερτέρησαν οι προσφυγικοί και εργατικοί πληθυσμοί στην περιοχή, συγχέονταν με τις ιερόδουλες και τις ασθένειες, κι έτσι τα στερεότυπα δεν άλλαξαν. Το κράτος εμφανιζόταν σαν προστάτης της δημόσιας υγείας των γηγενών πληθυσμών, ενώ στην πραγματικότητα είχε ως σκοπό τον στιγματισμό της περιοχής, ώστε να κρατά μαντρωμένους και ανεπιθύμητους αυτούς που θα μπορούσαν να φέρουν αντίσταση στο καθεστώς.
Τα Βούρλα ως φυλακές
Κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο τα Βούρλα μεταφέρονται στην Τρούμπα. Το κτίσμα των Βούρλων μετατρέπεται σε φυλακές, τις Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς. Για την ακριβή χρονολογία του κλεισίματος του πορνείου και ίδρυσης των φυλακών δεν είμαστε σίγουροι. Η προγενέστερη κατηγοριοποίηση των γυναικών στους χώρους του κτίσματος χρησιμοποιήθηκε και στους φυλακισμένους. Οι ποινικοί κρατούμενοι διαχωρίζονται σαφώς από τους πολιτικούς κρατούμενους. Οι δύο πτέρυγες ήταν για τους ποινικούς κρατουμένους, ενώ η τρίτη για τους πολιτικούς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι θεωρούνταν ιδιαιτέρως επικίνδυνοι, και ήταν αυτοί που χαρακτηρίζονταν ως δημοκρατικοί, με προοδευτικές ιδέες. Συλλήφθηκαν και φυλακίστηκαν μέλη του ΚΚΕ και οι φυλακές των Βούρλων έχουν χαραχτεί στη μνήμη των ανθρώπων λόγω της μεγάλης απόδρασης των 27 κομμουνιστών το 1955, γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο, αφού επρόκειτο για φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Οι κρατούμενοι αυτοί, που είχαν καταδικαστεί για κατασκοπεία, εργάστηκαν σκληρά για μήνες ώστε να φτιάξουν έναν διάδρομο μήκους 16 μέτρων και ύψους 2 μέτρων. Όταν ο διάδρομος ολοκληρώθηκε στις 17 Ιουλίου του 1955, οι 27 κομμουνιστές από την Γ΄ πτέρυγα πέρασαν από τον διάδρομο κάτω από τον δρόμο στο απέναντι εργοστάσιο, το Ντεστρέ. Η ιδέα της απόδρασης ήταν του Μήτσου Δάλλα. Η ιδέα της υπόγειας σήραγγας ήταν του Χατζηπέτρου. Όλα τα κομματικά στελέχη συμφώνησαν ότι η απόδραση θα γινόταν χωρίς χρήση βίας. Το πρόβλημα για το που θα έκρυβαν τους περίπου 10 τόνους χώμα λύθηκε με υφασμάτινους σωλήνες μέσω των οποίων το μετέφεραν στις τουαλέτες. Το πρόβλημα του θορύβου λύθηκε με τη διοργάνωση αγώνων βόλεϊ στο προαύλιο. Μεγάλη βοήθεια προσέφεραν τρεις γυναίκες, συντρόφισσες τριών κρατουμένων. Οι εργασίες κράτησαν 4,5 μήνες. Το ΚΚΕ είχε φροντίσει για τη φιλοξενία τους μετά την απόδραση.
Η απόδραση αυτή για περισσότερο από έναν χρόνο αποτελούσε κύριο θέμα στις εφημερίδες της εποχής. Οι δραπέτες επικηρύχθηκαν με μεγάλα ποσά με εντολή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου επί πρωθυπουργίας του Παπάγου. Οι περισσότεροι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των φυλακών κατηγορήθηκαν για συνέργεια ή αδιαφορία, παρότι κατά την απόδραση οι 27 κρατούμενοι συνάντησαν μόνο έναν φύλακα και τον συμβούλευσαν να ισχυριστεί ότι τον απείλησαν.
Από τους 27 κομμουνιστές, συνελήφθησαν οι 15, από άνδρες της Αστυνομίας Πόλεων, της Χωροφυλακής και της ΚΥΠ το επόμενο χρονικό διάστημα, ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα ενώ προσπαθούσε να διαφύγει, ενώ οι υπόλοιποι 11 διέφυγαν την σύλληψη και συνέχισαν την ζωή τους ελεύθεροι, σε συνθήκες παρανομίας βέβαια. Τα 27 μέλη τα οποία επιτυχώς κατάφεραν να αποδράσουν, είναι οι: Βαρδής Βαρδινογιάννης, Ανδρέας Βελλής, Γκαστόν Βερναρδής, Γιώργος Γεωργίου, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, Βασίλης Δουκάκης, Χαράλαμπος Καλατζής, Σταύρος Καρράς, Βασίλης Κάτρης, Παντελής Κιουρτζής, Ζήσιμος Κόκλας, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, Κώστας Λιναρδάτος, Αλέκος Λογαράς, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Δημήτριος Πανουσόπουλος, Αλέκος Παπαλεξίου, Αλέξης Παπούλιας, Στέλιος Πάσιος, Περικλής Ροδάκης, Σταύρος Σιδέρης, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, Λεωνίδας Τζεφρώνης, Κυριάκος Τσακίρης, Κώστας Φίλης, και Γεώργιος Χατζηπέτρου.
Οι φυλακές των Βούρλων εξακολουθούσαν να λειτουργούν μέχρι και το 1970, οπότε αποφασίστηκε το οριστικό κλείσιμό τους από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η περιοχή των Βούρλων από τότε βρισκόταν στην ιδιοκτησία του Δήμου Δραπετσώνας, όμως το 2005 ο δήμαρχος του Δήμου, Γ. Αραβιάδης, ξεπούλησε το χώρο στην κατασκευαστική εταιρεία ΡΟΥΣΣΟΥΝΕΛΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ. Παρά τη συμβολή που θα μπορούσε να αποτελέσει ως ιστορικό μνημείο στην ιστορική μνήμη και τη φυσιογνωμία του τόπου, κατεδαφίστηκε. Στην θέση των φυλακών υπάρχουν σήμερα νεόδμητες πολυκατοικίες και μια μικρή πλατεία.
Δήμητρα Κ.
αναδημοσίευση από το περιοδικό “Πορεία”, τ. 54
e-prologos.gr