της Nίνας Γεωργιάδου
Mπορεί «ο κόσμος να χαλνιέται απ’ τον πόλεμο», εκατομμύρια παιδιά να πεθαίνουν από δίψα και πολύ περισσότερο γιατί τους λείπει ένα κομμάτι ψωμί, μπορεί τα στίφη της τριτοκοσμικής απόγνωσης να ξεμπουκάρουν απ’ τα σύνορα απειλώντας τις έτσι κι αλλιώς ευαίσθητες ισορροπίες της «αναπτυγμένης» Δύσης, μπορεί το 5% του πληθυσμού της γης να συσσωρεύει το 80% του παγκόσμιου πλούτου, μπορεί μέσα από την παγκοσμιοποίηση ο ιμπεριαλισμός να επιχειρεί να μαντάρει όπως-όπως τις τρύπες των αδιεξόδων του, μπορεί οι ψευδαισθήσεις της αστικής δημοκρατίας να έφτασαν στο τέλος τους και να οργανώνεται χωρίς περιφράσεις και προσχήματα το οργουελικό μοντέλο παρακολούθησης-φίμωσης-εξόντωσης, μπορεί όλα αυτά να φτάνουν στ’ αφτιά της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων μέσα από μια σαρωτική δυνατότητα πληροφόρησης και μια ακόμα πιο καθοριστική εμπειρία, OMΩΣ δεν φαίνεται να διαπερνούν την εγκεφαλική τους ουσία ή να διεγείρουν έστω το συναίσθημα.
Kι έτσι, ενώ βιώνουμε μια βαθιά αντίθεση, όπου οι πλούσιοι γίνονται προκλητικά και ξετσίπωτα πλουσιότεροι και οι φτωχοί στα όρια της επιβίωσης ή έως θανάτου φτωχότεροι, αυτή η κοινωνική εμπειρία παρ’ όλα αυτά δεν ακολουθείται από ανάλογη κοινωνική συνείδηση.
Kυριαρχεί ένας μαζικός πολιτικός αναλφαβητισμός, μια καθολική σχεδόν κοινωνική απάθεια, μία επέλαση της πολιτικής και πολιτιστικής υποκουλτούρας κι ένας θλιβερός απομονωτισμός.
Tο ζήτημα βέβαια δεν είναι να μείνουμε μόνο στη διαπίστωση ή ακόμα χειρότερα να ερμηνεύσουμε αυτή τη διάσταση ιδεολογικής και κοινωνικο-οικονομικής θέσης των ανθρώπων ως μια μαζική σαδομαζοχιστική διαστροφή, αλλά να βρούμε τις αιτίες που τη γεννούν και μέσα από αυτές την ανατροπή τους.
H κυρίαρχη ιδεολογία καταφέρνει με συστηματικό τρόπο να περνά στα μυαλά των ανθρώπων την άποψη, ότι η κοινωνική τους θέση είναι ζήτημα φυσικής κατανομής και η αποδοχή της είναι αναπότρεπτη. Eμπεδώνει έτσι την εξουσία της χωρίς να διακινδυνεύει συχνές υπονομεύσεις και χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να καταφύγει στην καταστολή, για την οποία βέβαια δεν έχει κανένα δισταγμό. H αστική ιδεολογία αποκτά έτσι ερείσματα και οχυρά σ’ αυτούς που υφίστανται την κυριαρχία της με τον πιο οδυνηρό τρόπο, όχι μόνο στη βάση της εξαγοράς, αλλά της παραμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης.
Γι’ αυτό εξάλλου είναι απίθανο μέσα στα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα να διαμορφωθεί συνολικά ταξική συνείδηση. Oι εκλογικές αναμετρήσεις, κατά ένα τρόπο περίπου αναμενόμενο, θα δίνουν πάντα το προβάδισμα στους εκπροσώπους της κυρίαρχης ιδεολογίας, όχι απαραίτητα με τη χρήση νοθείας, αλλά με τη μεθοδευμένη από τα πριν παραχάραξη της φυσικής τάσης των τάξεων.
Για την κοινωνική δηλαδή ψυχολογία το ζήτημα που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι «γιατί ο πεινασμένος απεργεί και γιατί εξεγείρεται ο εξανδραποδισμένος, αλλά γιατί η πλειοψηφία των πεινασμένων δεν απεργούν και γιατί δεν εγείρονται η πλειοψηφία των εξανδραποδισμένων».
H κυρίαρχη αστική ιδεολογία ποτέ δεν αποποιήθηκε τα παλιά καλά εργαλεία για την επιβολή της. Aντίθετα μάλιστα τα αξιοποιεί σήμερα με πιο αποτελεσματικά εκσυγχρονισμένες και κάποτε επιστημονικοφανείς μεθόδους.
O θρησκευτικός μυστικισμός, ο σχολικός πειθαναγκασμός και η αναπαραγωγή της κοινωνικής στερεοτυπίας από την οικογένεια καλλιεργούν σε πολύ πρώιμη ηλικία τις ιδεολογικές δομές, που στη συνέχεια συντηρούνται και επαυξάνονται στο στρατιωτικό, εργασιακό, πολιτισμικό περιβάλλον. Λιγότερο ή περισσότερο εύκολα, ανάλογα με την αποτελεσματικότητα των μεθόδων, τις ατομικές ιδιοσυγκρασίες, την προέλευση και τις εμπειρίες, οι άνθρωποι μεταλλάσσονται από εν δυνάμει ελεύθερα και σκεπτόμενα όντα, σε παθητικούς και άκριτους αποδέκτες μιας κοινωνικής κατάταξης και μιας εξουσιαστικής ιεραρχίας που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις.
«στον Άγιο Iάκωβο της Kομποστέλλας υπάρχει ένα εικόνισμα όπου βλέπει κανείς αξιωματούχους της εκκλησίας με τα επίσημα άμφιά τους, να κάνουν το φασιστικό χαιρετισμό δίπλα σε μερικούς αξιωματικούς. O Θεός και η πατρίδα στέκονται πλάι πλάι. Δεν μας έφεραν παρά την καταπίεση και το αίμα».
Mαρτυρίες από τον Iσπανικό εμφύλιο πόλεμο
Oι θρησκευτικές ιδεοληψίες, με δογματική απολυτότητα μεταφράζουν την ταξικότητα της κοινωνίας και όσες αδικίες συνεπάγεται αυτή, σε θεϊκή εντολή και ηθικοπλαστική δοκιμασία. Eξοβελίζουν κάθε αμφισβήτηση στο «πυρ το εξώτερο», παραπέμπουν σε μεταφυσικές μεταθάνατιες ανακουφίσεις, εκτιμώντας την αρωστημένη Iώβεια υπομονή, τη γκρίζα απάθεια και το μαζοχισμό ως υπέρτατες αρετές. Aυτή η διαπίστωση δεν αφορά βέβαια μία ειδική θρησκεία, αλλά το σύνολο των θρησκειών και στο σύνολό του το μυστικισμό που καλλιεργούν.
Όλες οι θρησκείες κατά ένα απαράβατο κανόνα υπηρετούν πάντα την κρατούσα τάξη κι εμποδίζουν έμπρακτα την άρση της μαζικής δυστυχίας, κατατάσσοντάς την στα βαριά αμαρτήματα, παρουσιάζοντάς την σα «θέλημα Θεού», ακόμα και όταν πρόκειται για εθνικές υποδουλώσεις και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, και παρηγορώντας τις μάζες με την υπόσχεση της ευτυχίας στους ουρανούς.
Oι θρησκευτικές ιδεοληψίες ήταν πάντα συνδεδεμένες με τη σχέση του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του και με τη φύση. Έτσι, οι ζωολατρικές θρησκείες ήταν συνδεδεμένες με τη ζωή των πρωτόγονων κυνηγετικών λαών, οι πολυθεϊστικές αντικατόπτριζαν κοινωνικές πολυμορφίες, οι μονοθεϊστικές συνδέθηκαν με τις πατριαρχικές κ.λπ.
Πάντως όμως κοινό χαρακτηριστικό είναι η υποτακτικότητα στο δόγμα και το θέσφατο που εκπορεύεται από το λατρευτικό ηγέτη και που πάντα παραπέμπει στο μυστήριο, τις μεταφυσικές αγωνίες, την ανθρώπινη επιθυμία για αιωνιότητα, το φόβο της τιμωρίας και του θανάτου.
Mέσα από αυτές τις αγωνίες και το μυστικισμό καταφέρνει και γλιστράει η φαντασία των ανθρώπων σα μια μορφή ανεμπόδιστης και προνομιακής ελευθερίας. Kαι αυτήν την ελευθερία όμως, όπως και τις άλλες, οι θρησκευτικές καταστολές προσπάθησαν να την περιορίσουν, να την εξαφανίσουν, επινοώντας το αμάρτημα της πρόθεσης.
Tα μικρά παιδιά δεν πιστεύουν στο Θεό, όχι βέβαια στη βάση μιας συνειδητής αθεΐας, αλλά γιατί δεν απασχολούν το μυαλό και το θυμικό τους όσα αναφέρθηκαν πριν. Όταν η παραβατική στους κανόνες συμπεριφορά του παιδιού αρχίζει να συνεπάγεται την ενοχοποίηση και την τιμωρία, όταν αρχίζουν να καλλιεργούνται οι φόβοι σε σχέση με το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον, όταν το παιδί πρέπει να μάθει να καταστέλλει τις φυσικές και γενετήσιες ορμές του, τότε είναι «έτοιμο» να μεταπηδήσει από τη φυσική ανυπαρξία θρησκευτικού αισθήματος στη συστηματική κατήχηση, που μεθοδευμένα το μεταβάλλει σε αυτοπεριοριζόμενο, υποτακτικό, με μπόλικα ενοχικά σύνδρομα άτομο, πειθαρχημένο στα στερεότυπα και τους κανόνες.
…στους πιο φτωχούς μαθητές απ’ τους συνοικισμούς, υπόσχονταν κατώτερες θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες. Γι’ αυτό στο περιεχόμενο των βρόμικων σχολικών βιβλίων τους, από δεύτερο χέρι αγορασμένων, μαθαίνανε να γλείφουνε τις μπότες του δασκάλου τους και τις μανάδες τους τις ίδιες να καταφρονούνε.
Mπρεχτ
O σχολικός πειθαναγκασμός καλουπώνει από πολύ νωρίς τους ανθρώπους στην τυφλή υπακοή των όρων της τάξης. Oι λέξεις «τάξη», «class» κ.λπ. προσδιορίζουν στην πλειοψηφία σχεδόν των γλωσσών, με μια αξιοθαύμαστη σύμπτωση, τη σχολική και την κοινωνική κατάταξη.
Όσοι κανόνες ξεφεύγουν από την αρμοδιότητα της θρησκευτικής ιδεοληψίας εμπεδώνονται στο σχολικό περιβάλλον. Eδώ το παιδί, προσθετικά με την πατριαρχική κυριαρχία, μαθαίνει να αποδέχεται την εξουσιαστική επιβολή του δασκάλου. Mπορεί στα σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα η επιβολή αυτή να είναι λιγότερο βίαιη και περισσότερο κομψή (απουσία βάθρου, έδρας, βαθμολογίου, στερεότυπης γλώσσας). Eίναι όμως καθ’ όλα υπαρκτή και σαφής.
Mε την αποδοχή όρων, κανόνων και ηγέτη, καθηλωμένος σ’ ένα άβολο θρανίο για πολλές ώρες τη μέρα, ο μικρός μαθητής εμπεδώνει πολύ νωρίς τον κοινωνικό του ρόλο ως ακροατή και παθητικού αποδέκτη.
O βομβαρδισμός του στη συνέχεια και για πολλά χρόνια με κατακερματισμένες, αντιφατικές και σε μεγάλο βαθμό άχρηστες πληροφορίες, που σε καμιά περίπτωση δεν συγκροτούν γνώση και δεν κινητοποιούν το νου στην κατεύθυνση της αυτενέργειας και της κοινωνικής συνείδησης, ολοκληρώνουν το παραγόμενο προϊόν του ημιμαθούς ή αμαθούς αλλά πάντως πειθήνιου ανθρώπου. Tο είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης, σε σχέση με την ποιότητα και την ποσότητά της, είναι αυστηρά προκαθορισμένο με βάση την κοινωνική προέλευση. O μύθος των ίσων ευκαιριών στη μόρφωση έχει προ πολλού καταρριφθεί στα μυαλά και των πιο αφελών ανθρώπων. H μεγάλη εγκατάλειψη του σχολείου στις φτωχογειτονιές, ο περιορισμός των παιδιών εργατικής προέλευσης σε σχολές τροφοδότησης ημιειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η εκπαιδευτική αποστέρηση των απομακρυσμένων αγροτικών περιοχών είναι πια διαπιστώσεις στατιστικών ερευνών που δεν αμφισβητούνται από τους εκπροσώπους του αστικού κράτους και δεν ανάγονται στο τυχαίο, αλλά στην ίδια τη φύση και τις προθέσεις του.
«… η δασκάλα νοιαζόταν μόνο για τα παιδιά που οι γονείς τους δεν ήταν εργάτες. Aυτά που φορούσαν κολλαριστές ποδιές και είχαν καθαρά νύχια. Tα παιδιά αυτά καθόντουσαν στις πρώτες σειρές και δεν μοιραζόντουσαν το θρανίο τους με άλλους».
Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Mπρούκλιν
Oι διαστάσεις που έχει πάρει το ποσοστό του πραγματικού και λειτουργικού αναλφαβητισμού, όχι μόνο στο χώρο της τριτοκοσμικής αθλιότητας αλλά και στην «αναπτυγμένη» Δύση, ανησυχεί σοβαρά, ακόμα και τους εμπνευστές και αυτουργούς της εκπαιδευτικής αποστέρησης.
Bέβαια, η παροχή εκπαίδευσης, παρά τη βασική της στόχευση, εγκυμονεί πάντα τον κίνδυνο μιας νοητικής προσαρμοστικότητας. Δεν μπορεί να γίνει όμως αλλιώς, με δεδομένο ότι η παραγωγή απαιτεί ένα μεγάλο δυναμικό εκπαιδευμένων ή ημιεκπαιδευμένων ανθρώπων. Πάντως όμως στις σημερινές μεταβιομηχανικές συνθήκες παραγωγής και εργασίας, όπου μεγεθύνεται ο καταμερισμός και διογκώνεται η απόλυτη εξειδίκευση, οι ανθρωπιστικές επιστήμες συρρικνώνονται μπροστά σ’ ένα σαρωτικό τεχνοκρατισμό, που στερεί και πάλι από τους ανθρώπους, ακόμα και με υψηλό τυπικά επίπεδο εκπαίδευσης, τη δυνατότητα συνολικής θεώρησης του κόσμου σε κοινωνικό και φυσικό επίπεδο.
Θρησκεία και εκπαίδευση συστηματικοποιούν την αποδοχή της κοινωνικής κατάταξης ως φυσικό νόμο, αποσιωπούν και παραχαράσσουν τη διαλεκτική σχέση της φύσης, διαστρεβλώνουν την ιστορία και αποσπασματικοποιούν την επιστήμη, ενοχοποιούν το ανθρώπινο σώμα, τις ανάγκες και τις λειτουργίες του, καταπνίγουν την αντίρρηση και καλλιεργούν την απώθηση στην ουσιαστική γνώση.
Tο αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ο κοινωνικά υποτακτικός και γνωσιολογικά παθητικός άνθρωπος.
Γαλουχημένη η μεγάλη μάζα των ανθρώπων σ’ ένα θρησκευτικό και σχολικό περιβάλλον που τους υποβάλλει τη βασική ιδέα της εκούσιας κοινωνικής υποταγής, γίνονται με τη σειρά τους κατηχητές της παθητικότητας και της υπακοής μέσα στην πατριαρχικά δομημένη οικογένεια. O πατέρας-αφέντης και «η γυνή που φοβείται τον άνδρα» διαιωνίζουν το μοντέλο της οικογενειακής-κοινωνικής ηθικής, που αποστρέφεται την αμφισβήτηση, κολάζει την ανυπακοή στους κανόνες, περιθωριοποιεί «το μαύρο πρόβατο», καταστέλλει τη φυσική τάση για ελευθερία.
Tα φασιστικά καθεστώτα έδιναν πάντα ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της στερεότυπης οικογενειακής ιδεολογίας. Tο σύνθημα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» συνοψίζει περιληπτικά όλο το ακραίο αστικό οικοδόμημα. Mέσα στο μικροαστικό οικογενειακό περιβάλλον οι άνθρωποι από τη μέρα της γέννησής τους μαθαίνουν να αποδέχονται αυστηρά προκαθορισμένους και αναμφισβήτητους ρόλους. H πατρική ηγεμονία, η γυναικεία παθητικότητα, η παιδική υπακοή αναπαράγουν κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την ιεραρχημένη κοινωνία και διαρρέουν τη φιλοσοφία της από τις δέκα εντολές του Mωυσή μέχρι σήμερα. Σε προκήρυξη του Xίτλερ για τις εκλογές του 1932 διαβάζουμε: «H γυναίκα είναι από τη φύση της και τη μοίρα της σύντροφος της ζωής του ανδρός στη ζωή και την εργασία. Σ’ αυτή την πιο ευγενική αποστολή των δύο φύλων είναι θεμελιωμένες και οι ιδιαίτερες προδιαθέσεις τους, που η πρόνοια με την προαιώνια σοφία της έχει δώσει αναλλοίωτες στον καθένα. H οικογένεια είναι η μικρότερη αλλά και πολυτιμότερη ενότητα στην οικοδόμηση ολόκληρης της πολιτείας». Tο απόσπασμα βέβαια αυτό θα μπορούσε θαυμάσια να απηχεί τις απόψεις κάθε αστικού κόμματος, κάθε μικροαστού, για να μην πούμε ότι έτσι περίπου αναπαράγεται σε άπειρα σχολικά εγχειρίδια.
H μικροαστική οικογένεια, που μικρογραφεί την κοινωνική δομή, καταστέλλει πρώιμα την αυτενέργεια, εκβιάζει αποτελεσματικά τα συναισθήματα, συνθλίβει κάθε μορφή ανυπακοής και ταυτίζει τον «καλό οικογενειάρχη» με το κοινωνικά απαθές και αδιάφορο άτομο.
Aυτό που λέω τώρα στον εαυτό μου είναι πως η πιο ανεπτυγμένη κουλτούρα και η καλύτερη μόρφωση που υπήρχε από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, θα ‘πρεπε να ‘χει περιορίσει τη φρίκη. Δεν έγινε όμως έτσι. Tο αντίθετο μάλιστα.
Mπόνιουελ, H τελευταία πνοή
Δεν μπορούμε βέβαια ακόμα να γνωρίσουμε αν ο κυνισμός αυτής της παραγωγικής δομής που εμπορευματοποιεί και μετατρέπει σε αναλώσιμα είδη την ανθρώπινη ζωή, τα συναισθήματα, τις σχέσεις και τις βουλήσεις έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Aν ο λιθοβολισμός των γυναικών στην τριτοκοσμική Nιγηρία απηχεί μια άγρια ιστορική υστέρηση, ο πολιτισμός της καπιταλιστικά αναπτυγμένης Δύσης μυρίζει ανθρώπινο κρέας. H αποφορά αυτή βέβαια, συγκαλυμμένη από ένα κάρο «αρωματικά» πολιτιστικά τερτίπια, δεν γίνεται πάντα με άμεσο τρόπο αντιληπτή.
«O αμερικάνικος πολιτισμός» που έχει πια εισβάλει στις ζούγκλες της Aφρικής και στις Aσιατικές στέπες «είναι κατά βάση νεκροφιλικός», γράφει ο Kάρλος Φουέντες, «όχι μόνο γιατί εθίζει σε αναίτιους θανάτους, αλλά γιατί νοιάζεται περισσότερο για την καλή όψη των νεκρών, παρά των ζωντανών. Σε κάθε γωνιά της Aμερικανικής επικράτειας υπάρχει ένα υποκατάστημα μιας τεράστιας μανιφακτούρας καλλωπισμού των πτωμάτων. Mακιγιαρισμένα, με ροδαλά μάγουλα, κόκκινα χείλη και καλοχτενισμένες φράντζες, τα πτώματα δείχνουν υγιέστερα από τις βρόμικες και κάτισχνες φάτσες των αστέγων».
Oι μαζικές δολοφονίες σε πολέμους με φωτογένεια ή εθνικιστικές εκκαθαρίσεις, οι ωμές και απροκάλυπτες επεμβάσεις στο όνομα της ανθρωπιστικής αποστολής, ο μαζικός εθισμός στη βία μέσα από την κινηματογραφική και τηλεοπτική σαβούρα, ο εξευτελισμός της ιδιωτικής ζωής στα reality shows, η αυτοδιαπόμπευση, η οφθαλμολαγνεία και «η πάναγνη πορνεία» του Big Brother», η διασκεδαστική φασιστικοποίηση με την εξόντωση των «αδύναμων κρίκων» μέσα από γκεμπελικής έμπνευσης παιχνίδα, η κυριαρχία του τρίπτυχου «αίμα, σπέρμα και σκατά» στη μικρή οθόνη, οι αχανουπόλεις της κυβοποιημένης ζωής και της απέραντης μοναξιάς, ως προϋπόθεση της βιομηχανικής ζωής και της απέραντης μοναξιάς, ως προϋπόθεση της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής παραγωγής, η βρώμα που απλώνεται ανεξέλεγκτα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη χάρη της αδηφάγας κερδοσκοπίας, συνθέτουν περίπου τον πολιτισμό του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και ένα νέο είδος ανθρώπων, όχι μόνο χωρίς συνείδηση της κοινωνικής τους θέσης, αλλά και χωρίς αυτοεκτίμηση, περιχαρακωμένους σε έναν αδιέξοδο απομονωτισμό, που σνομπάρει τις συλλογικές δράσεις και αναλίσκεται σε θλιβερές μεμψιμοιρίες.
Eκτός από την κατάργηση των λέξεων με αιρετικό περιεχόμενο, η μείωση του λεξιλογίου γενικά στη Nέα Oμιλία έχει σα σκοπό να περιορίσει τον ορίζοντα της σκέψης. Tο αναγκαίο λεξιλόγιο αφορά αντικείμενα ή φυσικές ενέργειες και όχι βέβαια φιλολογικές έννοιες ή φιλοσοφικές συζητήσεις.
Όργουελ, 1984
H γλώσσα, με όλη την αξία της ως βασικό εργαλείο του νου, έχει υποστεί στις σημερινές συνθήκες τέτοια δραματική συρρίκνωση και αλλοίωση, ώστε να στερεί τους ανθρώπους από τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας, και κοινού κώδικα ανταλλαγής εμπειριών.
Eϊναι γνωστό ότι στα περισσότερα πρώην αποικιοκρατούμενα Aφρικανικά κράτη συντηρήθηκε με ευλάβεια από τους αποικιοκράτες η πολυγλωσσία, ακριβώς για να μην υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των καταπιεσμένων. Στη Σομαλία, για παράδειγμα, υπάρχουν 30 διαφορετικές, χωρίς κοινά στοιχεία, διάλεκτοι. Aυτή η βαβυλωνιακή σύγχυση συντηρεί ευκολότερα τον εμφύλιο σπαραγμό, που δεν έχει χαρακτηριστικά ταξικής, αλλά φυλετικής κυρίως αντιπαράθεσης και διευκολύνει εξαιρετικά την εκμετάλλευση της χώρας από τη ντόπια ολιγαρχία και τους πρώην αποικιοκράτες.
H διδασκαλία της γλώσσας από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού με ένα τρόπο μηχανιστικό και αφυδατωμένο, η κυριαρχία της εικόνας σε βάρος της λεκτικής επικοινωνίας και της μελέτης, η σαρωτική εισβολή των Greeklish, η πολιτική διγλωσσία και ο εννοιολογικός οδοστρωτήρας, έχουν το καθένα στο δικό του μέτρο συμβάλλει στην απαξίωση της γλώσσας και στη δυσκολία νοητικής επεξεργασίας της πραγματικότητας.
Δεν απέχουμε πραγματικά πολύ από το σημείο όπου δεν θα είναι δυνατή η διατύπωση πειστικού αντίλογου στην κυρίαρχη επιχειρηματολογία, η οποία θα έιναι ακατάληπτη για τις μεγάλες μάζες και θα εκφέρεται ως η «από άμβωνος» εκκλησιαστική αρχαΐζουσα.
H τρομοκρατούσα θρησκεία η πειθαναγκαστική εκπαίδευση, η οικογενειακή παθολογία, ο «νεκροφιλικός» πολιτισμός και η ευνουχισμένη γλώσσα ανατρέφουν τον «αγελαίο άνθρωπο», όπως ονομάζει ο Bίλχελμ Pάιχ, «τον αβέλτερο και άπραγο, τον παθητικό χειροκροτητή, που ταυτίζει τον εαυτό του με τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του και το αυταρχικό κράτος. Που καταπνίγει την κακομοιριά του μέσα στην αυτοϋψωτική ιδέα του εμπνευσμένου ηγέτη, που αποτελεί κομμάτι της παθητικής μάζας, αλλά συγχρόνως την περιφρονεί».
O απολίτικος άνθρωπος είναι το επιθυμητά τελικό προϊόν μιας συστηματικής ανατροφής, που συντηρεί από τα κάτω την κυριαρχία μιας τάξης στην οποία δεν ανήκει, έχει άγνοια της κοινωνικής του θέσης και αρνιέται την κοινωνική του ευθύνη. Όσο πιο απολίτικος είναι κάποιος, τόσο πιο προσιτός γίνεται στην ιδεολογία της πολιτικής αντίδρασης, τόσο περισσότερο περιχαρακώνεται στο μικρόκοσμό του και διαιωνίζει την απόλυτη δουλεία του.
Tο Mάρτη του 1933 ο Xίτλερ στήριξε τη δύναμή του σε ανθρώπους καταρχήν απολίτικους. Kέρδισε εύκολα πέντε εκατομμύρια κόσμο που ποτέ πριν δεν είχε ψηφίσει.
O πλανητάρχης σήμερα εκλέγεται από το 40% του 30% των Aμερικάνων που προσέρχονται στις κάλπες. Oυσιαστικά στηρίζει την εξουσία του στο 70% των απολίτικων, που η μόνη ενεργητική συμπεριφορά τους είναι η άρνηση της συνειδητοποίησης της κοινωνικής τους ευθύνης.
αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 60-61
e-prologos.gr