Η ΡΑΝΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Η Ράνα δεν είναι “παιδί των λουλουδιών”.
Δεν έζησε στην όμορφη δεκαετία του ΄60, που μέσα στη φτώχεια, τη μετανάστευση και το πυρπολημένο ρύζι στο Βιετνάμ, οι άνθρωποι ήταν κάθε μέρα στους δρόμους, πάλευαν, διεκδικούσαν, ερωτευόντουσαν ολόσωμα κι ολόψυχα, έκαναν τους Μάηδες να εξεγείρονται και είχαν βάσιμες ελπίδες για έναν κόσμο όμορφο.
Η Ράνα ζει σ’ αυτά τα δίσεκτα χρόνια, της βομβαρδισμένης της πόλης, των αγαπημένων που χάθηκαν στα ερείπια, των κυνηγημένων ανθρώπων που σέρνονται με την κοιλιά κάτω από αγκαθωτά σύρματα, που πνίγονται στη θάλασσα ή στη λάσπη της Μόρια και τώρα, τώρα κάτι ακόμα πιο βαρύ, που στοιβάζονται αβοήθητοι και παρατημένοι μέσα στα λοιμοκαθαρτήρια των βρώμικων αντίσκηνων.
Όμως η Ράνα, με το τσακίρικο βλέμμα, το δέρμα στο χρώμα της ελιάς, το γλυκό χαμόγελο, τη γόνιμη μήτρα, τη ζεστή καρδιά, η Ράνα, η μάνα, η γυναίκα, η προσφύγισσα, η μερακλού, κατάφερε να κάνει το αντίσκηνό της σπίτι και σπιτικό και καταφύγιο και παραμυθώνα των παιδιών της και νυχτερινή αγκαλιά του έρωτα.
Κατεβαίνει κάθε μέρα το λόφο του Ελαιώνα στη Μόρια και μαζεύει αγκαλιές λουλούδια. Και τα στολίζει στα πιο κρυστάλλινα, στα πιο αλαβάστρινα πλαστικά μπουκάλια, να βλέπουν τα μάτια όσων αγαπά και τα τσακίρικα δικά της, πώς είναι η ομορφιά, μην την ξεχάσουν και μαζί ξεχάσουν να παλεύουν για ζωή.
Η Ράνα, που στη γλώσσα της σημαίνει όμορφη, δίπλα στη γειτόνισσά της Ρούγια, που σημαίνει όνειρο και κοντά στο αντίσκηνο της Περιχαν, που στη γλώσσα τους είναι η βασίλισσα των νεράιδων, ξέρουν και θα τον κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr