Του Θανάση Τσιριγώτη

Μόνιμη, συστηματική και εν τέλει πανίσχυρη επωδός των κρατούντων είναι το «πέρασμα» της ανημπόριας στο λαό και τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τη θεωρία του «δεν μπορείς», τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, ανήκουν στη βούληση του θεού και των κυβερνητών και ο απλός κόσμος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παρακολουθεί άπραγος, ανασφαλής, περίτρομος τα συμβαίνοντα.

Παλιά δοξασία, δοκιμασμένη και αποτελεσματική. Σε όλες τις θρησκείες του κόσμου η μοίρα, τα κισμέτ, οι γραφές των θεών, η βούληση των επουράνιων και των γήινων αρχόντων κανοναρχεί. Οι κάθε λογής από κάτω το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να υποτάσσονται, να σκύβουν το κεφάλι, να βλέπουν το πέταγμα των πουλιών και την πλάτη των αρνιών για να δουν τα… μελλούμενα. Ύστερα κατέφθασαν οι αστρολόγοι, οι γυρολόγοι, οι καφεμάντισσες, οι χαρτορίχτρες, ώστε ο αδαής να ζαλίζεται μπροστά στην ερμηνεία του σύμπαντος από τον… φάντη μπαστούνι!

Για τους υλιστές, τους ρεαλιστές, τους φυσιοκράτες αλλά και για τους σοβαρούς ιδεαλιστές όλα τα παραπάνω φαντάζουν ανοησίες με τις οποίες τρέφονται οι ισχυροί και οι πλανητευτάδες. Ωστόσο, η θεωρία του «δεν μπορείς» καλά κρατεί και μαζί της η υποταγή, η αφομοίωση, το σκύψιμο, η παραίτηση, ο ωχαδερφισμός, δηλαδή ό,τι θα ήθελε η άρχουσα συμμορία που μπορείς να την πεις και άρχουσα τάξη. Διότι το «δεν μπορείς» είναι κάτι παραπάνω από αυτό που ο Κ. Μαρξ όριζε πως η άρχουσα τάξη επιβάλλει, τις ιδέες της σαν ιδέες όλης της κοινωνίας.

Το «δεν μπορώ», το «δεν αλλάζει τίποτα» είναι η έσχατη παράδοση όλων των όπλων που έχει ένας εργαζόμενος και κυρίως πως η δράση και η συμμετοχή του στα κοινά πράγματα (στα δρώμενα που θα ’λεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες) είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για να βελτιώσει τη θέση του. Είναι ο θεμέλιος λίθος για την επόμενη μέρα, είναι η ταπεινή συνεισφορά του στον «μεγάλο έρανο» για την αλλαγή του κόσμου. Μα δεν υπάρχει γωνιά της φυσικής και κοινωνικής υπόστασης που να μην έχει ως καρδιά της την αέναη κίνηση. Από το θρόισμα των φύλλων ως την εξίσωση των δύο φύλων, τα πάντα υπακούουν στην αρχή της κίνησης. Αυτό επεξηγούν οι υλιστές και πολιτικά οι κομμουνιστές για να πουν στον καθένα «δράσε», «μπορείς», «μην παραιτείσαι». Από την εγγραφή του στο σωματείο ως την παρακολούθηση των ειδήσεων και από την απεργία ως την στράτευση στις τάξεις της αριστεράς, όλα συγκλίνουν στο ότι ο εργαζόμενος, ο κάθε εργαζόμενος, έχει μια θέση στη μεγάλη πορεία της αλλαγής των όρων ζωής του.

Όχι μόνος σαν τον Ρομπέν των Δασών, ως Δον Κιχώτης ή Σούπερμαν αλλά με τους «ομοίους» του, τους συνοδοιπόρους, τους συμμαχητές του, μ’ αυτούς που μοιράζεται τη δουλειά και τη γειτονιά. Απέναντι λοιπόν στην αδιέξοδη κραυγή αγωνίας του «δεν μπορώ», έρχονται οι αριστεροί, οι προοδευτικοί και οι κομμουνιστές και κάθε άνθρωπος που σέβεται την πατημασιά του πάνω στη στενή φλούδα της γης και αποδείχνουν με λόγια και έργα ότι «τον κόσμο τον αλλάζουμε εμείς, τα ταπεινά κι εφήμερα όντα της στιγμής».

Για φανταστείτε αν θα υπήρχαν οι θαυμάσιες ιστορικές εποποιίες αν κυριαρχούσε το «δεν μπορώ» και ο καθένας «έπαιρνε το καπέλο του» για άλλους τόπους. Υποστηρικτική παραβολή για όλα τα παραπάνω είναι η συνομιλία μιας σταγόνας με έναν ορμητικό ποταμό.

Όταν η σταγόνα μεμψιμοιρεί, αναστενάζει και είναι έτοιμη να παραιτηθεί «γιατί τι να σου κάνει μια σταγόνα», ο σοφός ποταμός απαντάει: «Δεν θα υπήρχα χωρίς εσάς τις σταγόνες μου».

Αν θέλουν οι κομμουνιστές να ξελασπώσουν το μέλλον πρέπει να πείσουν τον κόσμο «ότι πρέπει κι ότι μπορεί».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το