Ο ΓΛΥΚΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ
Θα ηττηθουμε, νομιζω, μονο οταν παψουμε να βλεπουμε την ομορφια.
Αν μας κατακλυσει η ασχημια και νοιωσουμε πως ο κοσμος ειναι μονο γεματος πολεμο, καμενη γη, αρουραιους και Μπογδανους, δεν θα βρισκουμε το λογο να επιτεθουμε στη φρικη. Ουτε καν να αμυνθουμε.
Θα γινει η ασχημια κανονικοτητα και το ομορφο θα σφραγιστει στα λεξικα σαν αδοκιμη λεξη.
Στον καιρο των γκριζων, για να φανει, πολλες φορες, η ομορφια χρειαζεται ανασκαφη.
Σαν αυτην που κανει ο αρχαιολογος.
Κατω απο σωρους ερειπιων, σαβουρας και σκουπιδιων κρυβεται ακομα κατι αναπαντεχα ομορφο και επιμονο.
Οπως ενα λουλουδι που φυτρωνει σε μια ρωγμη του οδοστρωματος κι αν δεν πατηθει, μπορει να διαρρηξει ολη την πισσα της ασφαλτου.
Σαν ενα γυμνο αγαλμα που μενει στο χωμα αιωνες, χωρις να κρυωνει και χωρις να πεθαινει.
Αλλες φορες παλι η ομορφια ειναι τοσο πληθωρικη που κυκλωνει και αφοπλιζει.
Προχτες αναρτησε η Τζουλιετ ενα σκιουρο που σκυβει να μυρισει ενα λουλουδι. Ηταν τοσο παρηγορητικη η εικονα, , που σκεφτηκα, πως αξιζει να υποκλιθεις στη φουντωτη ουρα.
Ο Σεπτεμβρης ειναι ο σκιουρος των μηνων.
Εχει μια γλυκα που δεν την εχουν ουτε οι μηνες της ανοιξης.
Ειναι μια πληθωρικη αλλα ησυχη ομορφια που δε χρειαζεται ανασκαφες.
Τα μελτεμια καταλαγιαζουν. Η αυρα εχει τα αρωματα ανασας μικρου παιδιου και μια δυναμη ελαχιστη, ισα για να κουνησει μια ελαφρια, ταφταδενια κουρτινα
Η ζέστη κοπαζει και τα αποβραδα τα μπρατσα παγωνουν. Αν δεν εχεις ζακετα, κανεις αυτο το αγκαλιασμα των δικων σου χεριων και ειναι απο τις σπανιες φορες που αγκαλιαζει κανεις το κορμι του.
Τα νερα των θαλασσων ημερευουν και ειναι τοσο ακινητα, που χανεται η γραμμη τους μεσα στον ουρανο, στο βαθος του οριζοντα.
Ειναι ισως η μοναδικη εποχη που νικιεται η θαλασσα κι εγκαταλειπεται σε ακινησια ή μικρα ρυτιδιασματα.
Το φως μαλακωνει. Φωτιζει, χωρις να τυφλωνει. Τα πρωινα εχει το χρωμα του αποκοσμου γαλαζιου και τα δειλινα γινεται καραμελα.
Ο Σεπτεμβρης το πρωι εχει τη γευση του εφταζυμου που μοσχοβολα γλυκανισο, το αρωμα του βασιλικου που νοτισε τη νυχτα και τα βραδια του λιασμενου χταποδιου ή της μακαροναδας με σιτσιλιανη σαλτσα και φιλους στις αυλες.
Το Σεπτεμβρη τον σγαπουσα παντα.
Οταν ημουν παιδι μυριζε ομορφα χαρτι, τσικνισμενο γαλα και τσιχλοφουσκες.
Καποια στιγμη τον ερωτευτηκα.
Τοτε που, γυρνωντας απ τις διακοπες του αντισκηνου, μπορουσα να ξεπλυθω με αφθονο νερο, να ξαπλωσω ανετα, να συνεχιζω να ερωτευομαι σε μαλακο κρεβατι, να πηγαινω ακομη θερινο σινεμα και να βγαινω, μετα τη ραστωνη του καλοκαιριου, στους δρομους που διαδηλωνε η Αθηνα.
Και τον αφησα να γινει ο Σεπτεμβρης της καρδιας μου.
Ανοιξα σημερα την πορτα, αντικρυσα τη νικημενη θαλασσα, ανατριχιασα στην πρωινη δροσια, αγκαλιαστηκα με τα χερια μου, ταϊσα την πολυτεκνη οικογενεια της Μελανθης και με τα ματια στον ακινητο οριζοντα, βουτηξα μια φετα εφταζυμο με θυμαρισιο μελι στο παχυ καiμακι του καφε. Με σαλιωμενο δαχτυλο μαζεψα τα μικρα σπορια του μαυροσισαμου, πολιορκηθηκα σπ την ομορφια και μονολογησα,
Σεπτεμβρης, καρδια μου.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr