Δεν τον φώναζαν πάντα έτσι. Στο δημοτικό τον έλεγαν Θανάση Σμυρνιό.
Ή μάλλον Αθάνασιο Σμυρνιό, από τότε που ο διευθυντής μια μέρα κόρωσε κι άρχισε να ουρλιάζει, ” Όλοι ηλίθιοι μ’ αυτό τ’ όνομα. Ακούς να κόβουν το άλφα του αθάνατου και να γίνονται εθελοντικά θνητοί;”
Δεν κατάλαβε τότε και στο συσσίτιο το μεσημέρι, μου επανέλαβε τι είχε πει ο διευθυντής και ρώτησε, “γιατί με είπε ηλίθιο;”
Του εξήγησα. Στο επόμενο διάλειμμα, φώναξε δυνατά στην αυλή, “θέλω να με φωνάζετε όλοι Αθάνασιο”
Κάτι μάγκες της Έκτης, που είχαν μείνει δυο χρονιές στην ίδια τάξη και η φωνή τους είχε χοντρύνει κι είχαν κιόλας βγάλει μαύρο χνούδι στο πάνω χείλος, έλεγαν περιπαιχτικά όταν τον έβλεπαν, “στην πάντα, να περάσει ο Αθανάσιος Διάκος”. Ο Θανάσης που κάποτε είπε πως ήθελε να γίνει παπάς, κατάλαβε το Διάκος αλλιώς.
Όταν πήγε στην Έκτη κι έκανε την Επανάσταση του ’21, η δασκάλα τους μίλησε για τον Αθανάσιο Διάκο.
Ο Θανάσης ταράχτηκε. ” Και πέθανε;” ρώτησε.
Στο επόμενο διάλειμμα είπε, χωρίς να φωνάξει, “να με λέτε πάλι Θανάση”.
Όταν τέλειωσε το δημοτικό, ο Θανάσης έπιασε δουλειά στις οικοδομές. Μια μέρα έπεσε απ’ τη σκαλωσιά και από τότε δεν ήταν πια ο ίδιος. ” Τι έπαθε, γιατρέ;” έκλαιγε η μάνα του. “Χτύπησε στο κεφάλι και κόπηκε το νήμα του μυαλού του”.
Ο Θανάσης δεν μπορούσε να δουλέψει γκαζοτενεκέ με λάσπη στην οικοδομή κι έτσι άρχισε να κουβαλά βαλίτσες στο λιμάνι και αξημέρωτα φορτωνόταν ένα μεγάλο κουβά με τα κατρουλιά της γειτονιάς, απ’ όσα σπίτια δεν είχαν απόπατο και τ’ άδειαζε στην κυλίντρα. Χρέωνε το κάθε καθίκι, ένα πενηνταράκι κι ένα σοκολατάκι μαργαρίτα.
Άλλη σοκολάτα απ’ τα σοκολάτακια μαργαρίτα τότε δεν ξέραμε. Κι αυτά μετρημένα και αυστηρά προορισμένα για τις ονομαστικές γιορτές.
Ο Θανάσης λάτρευε τη σοκολάτα και δεν περιοριζόταν μόνο στο αντίτιμο για κάθε πρωινό καθίκι. Έκανε επίσκεψη σε όσους γιόρταζαν, για να ανταλλάξει τα χρόνια πολλά, μ’ ένα σοκολατάκι μαργαρίτα. Τη μαργαρίτα δεν τη μάσαγε. Του είχα εκμυστηρευτεί το μεγάλο κόλπο της απόλαυσης. “Να μην τη μασάς. Να την αφήνεις να λειώνει μόνη της στο στόμα σου”. Δάγκωνε το λοιπόν ένα μικρό πέταλο και το έγλειφε αργά και περνούσε πάνω από ώρα για να καταπιεί και την τελευταία πηχτή σταγόνα της ηδονής.
Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να ξεχαστεί το επίθετο που κουβάλησε ο παππούς του απ’ το ’22. Όλοι πια τον φωνάζαμε Θανάση Σοκολάτα.
Την πρωτοχρονιά του 1968, το ράδιο έπαιζε, εναλλάξ, εμβατήρια και κάλαντα και ο Θανάσης άδειαζε τα πρωτοχρονιάτικα καθίκια. Τον είδε η μάνα μου απ’ το παράθυρο, “κακόμοιρο” είπε και τον φώναξε. Οι σοκολάτες που κουβάλησε ο πατέρας μου απ’ την Αμερική, μας είχαν κόψει την ανάσα. Εκατό φορές η καθεμιά, ένα σοκολατάκι μαργαρίτα. “Πάρτην” του είπε και του έδωσε εκείνο τον τεράστιο τάκο με το γυαλιστερό πολύχρωμο χαρτί.
– Όλη; είπε σαστισμένος;
– Ναι, όλη. Άντε, καλή χρονιά, Θανάση Σοκολάτα!
“Αν την γλείφεις αργά”, του ψιθύρισα στην πόρτα, ” θα σου κρατήσει όλο το χρόνο”.
Κόντευε Πάσχα όταν τον συνάντησα και μου είπε, “έχω ακόμα τη μισή απ’ την αμερικάνικη σοκολάτα. Θα σου πω κι εγώ ένα κόλπο. Όταν λειώνει στο στόμα σου, πρόσεχε να μην είναι η ώρα που κλαις γιατί γίνεται γλίτσα και χάνει την ομορφιά της. Εγώ, Αγγελινάκι, για να μη χαραμίζεται η σοκολάτα, έπαψα πια να κλαίω”
Ο Θανάσης έφυγε για την Αμερική λίγα χρόνια μετά και δούλεψε χαμάλης στα ντόκα του Σικάγου. Ξέρω με σιγουριά τι κουβαλούσε πάντα στην κωλότσεπη.
Απ’ την πρωτοχρονιά του ’68, πέρασε μισός αιώνας, Δεν ξέρω πια πού βρίσκεται. Κι αν …βρίσκεται. Μα αν ακόμη πατά κάπου πάνω σ’ αυτή τη Γη, ξέρω με ποια γεύση γιόρτασε και φέτος.
Καλή χρονιά, Θανάση Σοκολάτα!
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr