Κλέφτες καταστημάτων, του Χιροκάζου Κόρε-Έντα

Ιαπωνία – Γαλλία (2018)

Ο Οσάμου, ερ­γάτης του με­ρο­κάμα­του χω­ρίς αντί­κρι­σμα στην (ασύλ­λη­πτης κα­πι­τα­λι­στι­κής βαρ­βα­ρότη­τας) ση­με­ρι­νή Ια­πω­νία, συ­μπλη­ρώνει το πε­νι­χρό του ει­σόδη­μα με μι­κρο­κλο­πές σε σού­περ-μάρ­κετ και κα­τα­στή­μα­τα, υπο­βοη­θού­με­νος από τον μυ­η­μένο στη ‘δρα­στη­ριότη­τα’ 11χρο­νο γιο του Σότα.

Γυρ­νώντας σπί­τι τους από μια τέτοια εξόρ­μη­ση, βρί­σκο­νται για πολ­λο­στή φο­ρά αντι­μέτω­ποι με το θέα­μα ενός μι­κρού κο­ρι­τσιού που ξε­πα­γιάζει στο κρύο. Όταν αντι­λαμ­βάνο­νται ότι το κο­ρι­τσάκι – που φέρει τραύ­μα­τα κα­κο­ποί­η­σης – εί­ναι βάρος για τους γο­νείς της, το παίρ­νουν στο χα­μόσπι­τό τους, όπου μοι­ράζο­νται δυο όλα κι όλα δω­μάτια και λι­γο­στο φαΐ με τη Νο­μπού­γιο, τη γυ­ναί­κα του Οσάμου, τη για­γιά  Χάτσουε (τη μόνη με στα­θε­ρό ει­σόδη­μα) που ει­σπράτ­τει τη σύ­ντα­ξη του νε­κρού άντρα της, και την εγ­γο­νή της Άκι, απα­σχο­λού­με­νης σε επι­χεί­ρη­ση που εμπο­ρεύ­ε­ται ζω­ντα­νό σεξ.

Η μι­κρή Γιού­ρι εί­ναι ένα επι­πλέον στόμα που θέλει τρο­φή, κι ο προ­βλη­μα­τι­σμός για το πόσο συ­νε­τό εί­ναι να την κρα­τή­σουν, έχει βάση.

Πώς ζουν οι φτω­χοί στην Ια­πω­νία των ανυ­πέρ­βλη­των τε­χνο­λο­γι­κών επι­τευγ­μάτων, των υπερ­μο­ντέρ­νων πο­λυώρο­φων κτι­ρί­ων και των αυ­το­κτο­νιών – ως συ­νέπειας της άνευ ορί­ων εντα­τι­κο­ποί­η­σης; Τι προσ­δο­κί­ες έχουν – αν έχουν, τι δε­σμούς σφυ­ρη­λα­τούν, πώς τα βγάζουν πέρα με την αν­θρω­πο­φάγα συν­θή­κη του κα­πι­τα­λι­σμού made in Japan;

Αυ­τά εί­ναι με­ρι­κά μόνο από τα ζη­τή­μα­τα που απα­σχο­λούν τον 56χρο­νο Ιάπω­να σκη­νο­θέτη, που δεί­χνει ν’ ακο­λου­θεί – χω­ρίς μι­μη­τι­σμούς, τα βή­μα­τα του με­γάλου Όζου.

Από το πρώτο 20λε­πτο, ο Κόρε-Έντα δί­νει σα­φή δείγ­μα­τα της μα­τιάς του πάνω στην ‘υπε­ρα­νε­πτυγ­μένη’ πα­τρί­δα του: ο εμ­φα­νί­σι­μος 35άρης με το αλα­ζο­νι­κό ύφος που κάθε­ται δί­πλα στον Οσάμου μέσα στο υπη­ρε­σια­κό λε­ω­φο­ρείο – μι­λώντας στο κι­νη­τό, σπεύ­δει κυ­νι­κά να χα­ρα­κτη­ρί­σει άχρη­στο ένα συ­νάδελ­φό τους που εί­χε μόλις πα­ραι­τη­θεί από την επι­χεί­ρη­ση, μη πα­ρα­λεί­πο­ντας να δη­λώσει πως θα τον πλα­κώσει στο ξύ­λο με την πρώτη ευ­και­ρία.

Φαί­νε­ται όμως πως η οι­κο­γένεια των φτω­χο­δια­βόλω­ν, που πα­ρα­κο­λου­θεί από απόστα­ση ανα­πνο­ής ο Κόρε-Έντα, μ’ όλη την πα­ρα­βα­τι­κότη­τα και την ιδιότυ­πη αντί­λη­ψή της για το κα­λό και το κα­κό, έχει προ­φυ­λα­χτεί από την πώρω­ση και τον κυ­νι­σμό, δια­σώζο­ντας τα κατ’ εξο­χήν σπα­νί­ζο­ντα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ση­με­ρι­νού homo Japonus: την αλ­λη­λεγ­γύη και την αν­θρω­πιά.

Εκ­θέτο­ντας απε­ρί­φρα­στα τη διο­γκού­με­νη τα­ξι­κή ανι­σότη­τα και το τέλ­μα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, απο­κα­θη­λώνο­ντας τη δή­θεν ιε­ρότη­τα των “δε­σμών αί­μα­τος” κι επι­μένο­ντας – πα­λιο­μο­δί­τι­κα και μέχρι τέ­­λους αν­θρω­πο­κε­ντρι­κά, απο­στα­σιο­ποιού­με­νος απ’ όλα τα στε­ρε­ότυ­πα του μο­ντέρ­νου σι­νε­μά, ο σπου­δαί­ος κι­νη­μα­το­γρα­φι­στής κο­νιορ­το­ποιεί κάθε αστι­κή άπο­ψη για την ηθι­κή, ανα­τέμνο­ντας αρ­γά, σί­γου­ρα, με συ­γκι­νη­τι­κή τρυ­φε­ρότη­τα αλ­λά χω­ρίς ίχνος με­λο­δρα­μα­τι­σμού αυ­τό το ξε­χα­σμένο “από Θεό κι αν­θρώπους” κοι­νω­νι­κό σώμα, εκ­πλήσ­σο­ντας ταυ­τόχρο­να με την αι­σιο­δο­ξία του: δύ­σκο­λα εγκα­τα­λεί­πει κα­νείς την αί­θου­σα χω­ρίς να πάρει μα­ζί του την ει­κόνα της για­γιάς Χάτσουε να πα­ρα­κο­λου­θεί την οι­κο­γένειά της στην ακρο­θα­λασ­σιά, επα­να­λαμ­βάνο­ντας ξα­νά και ξα­νά “ευ­χα­ρι­στώ”, ή τη γεν­ναιο­δω­ρία της φυ­λα­κι­σμένης Νο­μπού­γιο προς τον Σότα – λί­γο πριν τους τί­τλους τέλους, πλημ­μυ­ρί­ζο­ντας την οθόνη ελ­πί­δα για το αύ­ριο του κόσμου.

Ο ίδιος ο Κόρε-Έντα, κα­τα­θέτει σχε­τι­κά σε συ­νε­ντεύ­ξεις του:

«Με­γάλω­σα σ’ ένα μι­κρότε­ρο ακόμα σπί­τι απ’ αυ­τό της οι­κο­γένειας της ται­νί­ας. Ήταν ένα μι­κρό δια­μέρι­σμα και το μοι­ρα­ζόμα­σταν 6 άν­θρω­ποι – το δω­μάτιό μου ήταν η ντου­λάπα μου, όπως και του μι­κρού αγο­ριού στην ται­νία. Εκεί διάβα­ζα, εκεί ζω­γράφι­ζα, απ’ το ανοι­χτό φύλ­λο της πα­ρα­τη­ρού­σα την οι­κο­γένειά μου κάθε μέρα­». […]

«Με την έν­νοια της οι­κο­γένειας έχουν να κάνουν και άλ­λα φιλμ μου, όπως το “Κα­νείς δεν Ξέρει”. Νο­μί­ζω πως τε­λι­κά αυ­τή εί­ναι η ται­νία μου με την οποία συγ­γε­νεύ­ουν πε­ρισ­σότε­ρο οι ”Κλέφτες Κα­τα­στη­μάτων”, κα­θώς και οι δύο εστιάζουν έντο­να στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κότη­τα της Ια­πω­νί­α­ς». […]

            «Η Ια­πω­νία τα τε­λευ­ταία 20 χρόνια γί­νε­ται όλο και πε­ρισ­σότε­ρο μία τα­ξι­κή κοι­νω­νία. Οι πλού­σιοι εί­ναι πο­λύ πλού­σιοι και οι φτω­χοί πο­λύ φτω­χοί. Το χάσμα εί­ναι τε­ράστιο. Όλο και πε­ρισ­σότε­ρος κόσμος πα­λεύ­ει με την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Υπάρ­χουν λοι­πόν πολ­λά πε­ρι­στα­τι­κά που ακού­με – όπως η απάτη με τις συ­ντάξεις. Η οι­κο­γένεια να μη δη­λώνει το θάνα­το ενός υπε­ρή­λι­κα για να συ­νε­χί­σουν να ει­σπράτ­τουν τη σύ­ντα­ξή του. Για­τί μπο­ρεί αυ­τή η σύ­ντα­ξη να εί­ναι το μόνο ει­σόδη­μά τους. Διάφο­ρες τέτοιες ιστο­ρί­ες με ενέπνευ­σαν να αφη­γη­θώ την κοι­νω­νι­κή κα­μπή στην οποία βρί­σκε­ται η χώρα μου». […]

«Ήθε­λα οι ήρω­ες να εί­ναι συ­μπα­θείς και ταυ­τόχρο­να πα­ρα­βάτες, μι­κρο­ε­γκλη­μα­τί­ες. Μπο­ρού­με άρα­γε να τους κρί­νου­με; Μπο­ρού­με να ταυ­τι­στού­με μα­ζί τους και να βρού­με δι­καιο­λο­γί­ες γι’ ­­αυτούς; Με εν­διέφε­ρε να δω και τις δύο πλευ­ρές του νο­μί­σμα­τος, ενώ η έν­νοια της κλο­πής παίρ­νει διάφο­ρες δια­στάσεις μέσα στην ται­νία, για­τί όλα τα μέλη της ­­οικο­γένειας εί­ναι με έναν τρόπο “κλεμ­μένα”. […]

«Οι οι­κο­γένειες των ται­νιών μου δεν απο­τε­λού­νται μόνο από ορ­φα­νούς αν­θρώπους που βρή­καν ο ένας τον άλ­λον. Δεν πα­ράτη­σαν τους ήρω­ες μου μόνοι οι οι­κο­γένειές τους. Τους εγκα­τα­λεί­ψα­με κι εμείς, η κοι­νω­νία. Κι όταν εκεί­νοι δη­μιούρ­γη­σαν ένα εναλ­λα­κτι­κό σχή­μα οι­κο­γένειας, πάλι τους δια­λύ­σα­με. Εμείς, η κοι­νω­νία». […]

«Νιώθω λί­γο πα­λιο­μο­δί­της και μάλ­λον πιο ανε­ξάρ­τη­τος από τον κύ­ριο κορ­μό της εθνι­κής κι­νη­μα­το­γρα­φί­ας, αφού η βιο­μη­χα­νία μοιάζει να προ­τι­μά πιο μο­ντέρ­να ή πιο επι­κά φιλμ. Εγώ, ο Τα­κέσι Κι­τάνο και με­ρι­κοί άλ­λοι δου­λεύ­ου­με με μι­κρότε­ρους προ­ϋπο­λο­γι­σμούς, γράφου­με τα σε­νάρια και μο­ντάρου­με οι ίδιοι». […]

«Θα ήθε­λα να κοι­τάμε όλοι τη με­γάλη οθόνη χω­ρίς προ­κα­τα­λή­ψεις. Με εν­συ­ναί­σθη­ση, όχι κρι­τι­κή. Να πα­ρα­τη­ρού­με, να ανα­κα­λύ­πτου­με, να νιώθου­με. Αυ­τό το σι­νε­μά θέλω να συ­νε­χί­σω να κάνω. Αυ­τό το σι­νε­μά εί­ναι ση­μα­ντι­κό για μένα». […]

             «Μου λένε συ­χνά πως οι ται­νί­ες μου θυ­μί­ζουν αυ­τές του Όζου, αν και πι­στεύω πως οι “Κλέφτες Κα­τα­στη­μάτων” βρί­σκο­νται πιο κο­ντά στον πρώι­μο Σο­έι Ιμα­μού­ρα. Μι­λούν για πα­ρόμοιες κα­τα­στάσεις, για την Ια­πω­νία του πε­ρι­θω­ρί­ου, στην οποία το σύγ­χρο­νο σι­νε­μά δεν εστιάζει όσο θα έπρε­πε».

Βρα­βείο κα­λύ­τε­ρης ται­νί­ας Ασια­τι­κού κι­νη­μα­το­γράφου, Χρυ­σός Φοί­νι­κας στο τε­λευ­ταίο φε­στι­βάλ των Καν­νών (2018).

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το