Τα “πολεμικά ανακοινωθέντα” μπήκαν και επίσημα στην καθημερινότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, ως αποτέλεσμα του εντεινόμενου εμπορικού πολέμου, στο όνομα της “εθνικής ασφαλείας” των ΗΠΑ, που κήρυξε η κυβέρνηση Τραμπ στους κύριους ανταγωνιστές της, οξύνοντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Γεγονός που πιστοποίησε εμφατικά και η αποτυχημένη σύνοδος των G7, στον Καναδά.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εμπορίου, Γουίλμπουρ Ρος, ο οποίος δήλωσε, απευθυνόμενος σε Αμερικανούς βουλευτές που ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις στις εκλογικές τους περιφέρειες:“Όπως λέει συχνά ο Πρόεδρος, πάντα ήμασταν σε εμπορικό πόλεμο. Η διαφορά είναι πως τώρα τα στρατεύματά μας κατεβαίνουν στους προμαχώνες”.
Και του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ: “Όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μας χτυπήσουν αυξάνοντας τους δασμούς, η Ευρώπη αντέδρασε ενωμένη, με μια φωνή. Και αν μας πλήξουν ξανά, με μια αύξηση κατά 20% των τελωνειακών δασμών στα αυτοκίνητα, θα ανταποδώσουμε εκ νέου… εμείς είμαστε αυτοί που δέχονται επίθεση”.
Ενώ και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εμπορίου της Κίνας Γκάο Φενγκ, κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι ασκούν “πολιτική εκφοβισμού και απειλών”, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό “την παγκόσμια τάξη εμπορίου”.
Η επιβολή από την αμερικανική κυβέρνηση προστατευτικών δασμών 25 % στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο που εισάγουν οι ΗΠΑ από Κίνα, ΕΕ, Καναδά, Μεξικό και άλλες χώρες άνοιξε το “κουτί της Πανδώρας” των εκατέρωθεν εμπορικών αντιποίνων.
Στην κίνηση αυτή των ΗΠΑ απάντησε πρώτη η Κίνα επιβάλλοντας δασμούς σε 107 αμερικάνικα προϊόντα ύψους 50 δις δολαρίων, αντίστοιχο με το ποσό που υπολογίζεται ότι θα στοιχίσει στην κινέζική οικονομία η απόφαση Τραμπ.
Την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΕ επέβαλε δασμούς ύψους 2,8 δις δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όπως τα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου, τα αγροτικά προϊόντα (όπως το καλαμπόκι και τα φιστίκια), το ουίσκι μπέρμπον, τα ρούχα από ύφασμα τζιν και οι μοτοσυκλέτες Χάρλεϊ Ντέιβιντσον. Ενώ επιπλέον μέτρα 3,6 δις θα ληφθούν σε βάθος τριών ετών, αφού υπάρξει απόφαση για την προσφυγή της Ε.Ε. στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Το κόστος των πρώτων αμερικανικών δασμών για την οικονομία της ΕΕ υπολογίζεται σε 6,4 δις δολάρια.
Ο Καναδάς ανακοίνωσε αντίποινα ύψους 12,5 δις δολαρίων σε αμερικανικά εισαγόμενα προϊόντα από την 1η Ιούλη, ενώ και το Μεξικό επίσης επέβαλε δασμούς σε σειρά αμερικανικών προϊόντων, όπως χοιρινό κρέας, μπέρμπον και ορισμένα προϊόντα μεταποίησης. Ακόμη και η Τουρκία επέβαλε δασμούς σε πάνω από 20 αμερικανικά προϊόντα (μεταξύ των οποίων αυτοκίνητα, μηχανήματα, καλλυντικά και αντηλιακά) συνολικής αξίας 1,8 δις δολαρίων.
Τα αντίποινα αυτά δημιούργησαν ήδη τριγμούς στην αμερικανική οικονομία, οξύνοντας την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση, με την εταιρεία «σύμβολο», των μοτοσυκλετών Χάρλεϊ Ντέιβιντσον, να ανακοινώνει ότι θα μεταφέρει την παραγωγή που προορίζεται για τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός Αμερικής, ανοίγοντας πεδίο αντιπαράθεσης με τον Αμερικάνο πρόεδρο, ο οποίος την κατηγόρησε για υποκρισία και φυγομαχία: “..από όλες τις εταιρείες, έγινε η πρώτη που κουνάει Λευκή Σημαία. Έδωσα σκληρή μάχη γι’ αυτήν (την εταιρεία) και αυτή δεν θέλει να πληρώνει δασμούς για να πουλάει (μοτοσικλέτες) στην ΕΕ”, έγραψε στο twitter ο Τραμπ.
Παρ’ όλα αυτά οι ΗΠΑ εξήγγειλαν νέους δασμούς, με εφαρμογή από τις 6 Ιούλη σε κινεζικά προϊόντα τεχνολογίας αξίας 50 δις δολαρίων υπό το πρόσχημα της καταπάτησης πνευματικών δικαιωμάτων και υφαρπαγής τεχνολογίας, ενώ ο Τράμπ εξαπέλυσε και νέες απειλές, για την επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων(!), με την κινεζική πλευρά να προετοιμάζεται για την απάντησή της.
Ήδη το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ότι, αν η αμερικανική κυβέρνηση προχωρήσει στις απειλές, θα επιβάλλει ισοδύναμους πρόσθετους δασμούς της τάξης του 25% σε 659 προϊόντα αξίας 50 δις δολαρίων, με τους πρώτους δασμούς, ύψους 34 δις δολαρίων, να τίθενται σε εφαρμογή στις 6 Ιουλίου και να αφορούν μια σειρά αγροτικών προϊόντων, αυτοκινήτων και αλιευμάτων.
Επόμενος διακηρυγμένος στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης, στην εμπορική αντιπαράθεση με την ΕΕ, είναι ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Αμερικανός πρόεδρος άφησε να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ σύντομα θα επιβάλουν νέους δασμούς 20% στις εισαγωγές αυτοκινήτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο επίκεντρο αυτής της νέας επίθεσης της Ουάσιγκτον στην ΕΕ βρίσκονται οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες εξήγαγαν πέρυσι 1,35 εκατ. οχήματα στις ΗΠΑ, που είναι η μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων για την ΕΕ. Οι εξαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ αντιστοιχούν στο 25% των συνολικών εξαγωγών της, η αξία των οποίων πέρυσι ανήλθε στα 48 δις ευρώ. Η Γερμανία καλύπτει λίγο παραπάνω από το 50% των εξαγωγών, με τη Βρετανία να έρχεται δεύτερη, με 13%.
Είναι επόμενο η όξυνση του εμπορικού ανταγωνισμού να αντανακλάται και στους ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και μέχρι σήμερα συμμάχων των ΗΠΑ, που δέχονται τις συνέπειες της εμπορικής επιθετικότητάς της.
Χαρακτηριστικό του κλίματος που έχει διαμορφωθεί στις ευρωατλαντικές σχέσεις είναι τα όσα δήλωσε ο Γερμανός πρόεδρος, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, στο πλαίσιο ομιλίας που εκφώνησε στο Λος Άντζελες: «Η ζημιά από το σημερινό σοκ θα μπορούσε να είναι βαθύτερη, μακροχρόνια και κυρίως ανεπανόρθωτη. Η συζήτηση (στη Γερμανία) για το πώς να προχωρήσουμε είναι αντίστοιχα πολύχρωμη. Υπάρχουν εκείνοι που λένε: “Η Ευρώπη πρέπει τελικά να σταθεί στα πόδια της, η Αμερική ούτε θέλει ούτε μπορεί πλέον να μας προστατεύει”. Μερικοί λένε: “Ας βρούμε νέους εταίρους, με την Κίνα μπορούμε να προστατέψουμε καλύτερα το ελεύθερο εμπόριο και το κλίμα από ό,τι με την κυβέρνηση των ΗΠΑ”. Και άλλοι λένε: “Η Γερμανία πρέπει τώρα να πλησιάσει τη Ρωσία ξανά”».
Ενώ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, προειδοποίησε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προετοιμαστεί για τα “χειρότερα σενάρια” στις διατλαντικές σχέσεις, καθώς οι πολιτικές που εφαρμόζει ο Αμερικανός πρόεδρος έρχονται όλο και περισσότερο σε αντίθεση με τις αξίες της.
“Παρά τις ακούραστες προσπάθειές μας να προασπίσουμε την ενότητα της Δύσης, οι διατλαντικοί δεσμοί δέχονται τεράστια πίεση, εξαιτίας των πολιτικών του προέδρου Τραμπ», ανέφερε χαρακτηριστικά στην επιστολή του, προς τους ηγέτες της ΕΕ, ενόψει της Συνόδου Κορυφής.
e-prologos.gr