Η συζήτηση για τη «θεία κοινωνία» και το ρόλο της στη μεταδοτικότητα του νέου κορονοϊού ανέδειξε εντυπωσιακές αν και ίσως, σε δεύτερη σκέψη, αναμενόμενες αντιπαραθέσεις. Καταρχάς, μόνο και μόνο το γεγονός ότι ένα αυταπόδεικτο ερώτημα, δηλαδή η πιθανότητα μετάδοσης ενός ιού από τη χρήση κοινού κουταλιού και σκευών, στο οποίο ακόμα και οι αδαείς από λοιμωξιολογία θα απαντούσαν άφοβα θετικά -αν φυσικά επρόκειτο για ένα οποιοδήποτε κουτάλι κι ένα οποιοδήποτε σκεύος- τέθηκε υπό συζήτηση, αμφισβητήθηκε και χρειάστηκε να διευκρινιστεί ή αποτέλεσε ταμπού, για το οποίο πολλοί πολιτικοί και επιστήμονες απέφευγαν να μιλήσουν, αποκαλύπτει ότι οι μεσαιωνικές αντιλήψεις καλά κρατούν στη χώρα μας.
Πράγματι, ο ΕΟΔΥ και το Υπουργείο Υγείας ουδέποτε εξέδωσαν σαφείς οδηγίες, ούτε απαγόρευσαν ρητά τη μετάληψη. Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που πήραν ξεκάθαρη θέση. Και αν φυσικά επρόκειτο για απλούς και άσημους πιστούς που αψήφησαν ή υποτίμησαν τον κίνδυνο, το κακό θα ήταν μικρότερο. Επρόκειτο όμως για εκπροσώπους της εκκλησίας, της πολιτικής και της επιστήμης, οπότε τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο επικίνδυνα. Η Ιερά Σύνοδος, ειδικοί λοιμωξιολόγοι, βουλευτές και υπουργοί, αλλά και δημοφιλείς καλλιτέχνες με τη σειρά τους έσπευσαν να δηλώσουν την βεβαιότητά τους για την απόλυτη ασφάλεια της μετάληψης, τονίζοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και την αντιική της δράση στους πιστούς, με δηλώσεις όπως «Ο Χριστός ουδέποτε υπήρξε φορέας μικροβίων», «Εδώ δεν ισχύει η έννοια της επιστήμης. Είναι η έννοια του μυστηρίου» ή «Θα κοινωνούσα ακόμα και μετά από έναν λεπρό».
Κάποιοι, ενδεχομένως πιο ταπεινοί, κατέφυγαν σε επιστημονικοφανείς εξηγήσεις καταλήγοντας ότι η απουσία ερευνών σχετικά με τη μετάληψη (!) δεν μας επιτρέπει να αποφανθούμε για την επικινδυνότητά της. Σαν να λέμε ότι χρειάζονται ειδικές έρευνες για να αποδείξει κανείς ότι δεν είναι ελέφαντας -και είναι ομολογουμένως δύσκολο. Αν αναλογιστούμε ακόμη ότι η εκκλησία είναι ένας κλειστός χώρος και ότι ο μέσος όρος ηλικίας των τακτικών επισκεπτών της είναι μεγάλος και, επομένως, πολλοί από αυτούς ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, ο φόβος της πολιτικής ηγεσίας, αλλά και πολλών επιστημόνων να συγκρουστούν με το εκκλησιαστικό κατεστημένο φαντάζει ακόμα πιο επικίνδυνος.
Γίνεται για μια ακόμη φορά σαφές ότι εκκλησία και επιστήμη δεν μπορούν να βαδίζουν παράλληλα και να συνυπάρχουν χωρίς να συγκρούονται. Όταν η εκκλησία αφήνεται να εισβάλει στο χώρο της επιστήμης και να αποφανθεί για θέματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, υπονομεύεται όχι μόνο η δημόσια υγεία, αλλά και η ίδια η λογική.
Ιφιγένεια Γ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πορεία», Τεύχος 50, που κυκλοφορεί
e-prologos.gr