Ανάρτηση του Δημήτρη Αναστασίου στο FB

Το Εκτελεστικό Διάταγμα της 29ης Ιανουαρίου 2025 προωθεί τα “κουπόνια” και τη λεγόμενη επιλογή σχολείου, επιτρέποντας στους γονείς να χρησιμοποιούν κρατική χρηματοδότηση για να επιλέξουν το σχολείο των παιδιών τους, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών και θρησκευτικών σχολείων, χωρίς να περιορίζονται από τα γεωγραφικά όρια της κατοικίας τους. 

Το Διάταγμα απαιτεί από τις αρμόδιες ομοσπονδιακές υπηρεσίες να εκδώσουν κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση ομοσπονδιακών κεφαλαίων στην υποστήριξη τέτοιων επιλογών, με ιδιαίτερη έμφαση (α) στις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, (β) τις στρατιωτικές οικογένειες και (γ) τους ιθαγενείς Αμερικανούς μαθητές σε περίπου 183 σχολεία που είναι υπό τον έλεγχο των φυλών. 

Το Διάταγμα βασίζεται στην αντίληψη ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων μπορεί να βελτιώσει τη συνολική ποιότητα της εκπαίδευσης.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το Διάταγμα βάλει εναντίον του γεωγραφικού καθορισμού της σχολικής φοίτησης με το επιχείρημα ότι “η γεωγραφικά καθορισμένη κατανομή στα σχολεία αυξάνει το κόστος στέγασης στις περιοχές με τα προτιμώμενα σχολεία”. 

Είναι αλήθεια ότι το Κύρος των σχολείων με βάση ένα βαθμολογικό σύστημα αξιολόγησής τους σε εθνικό επίπεδο οδηγεί και σέρνει το κόστος της στέγασης.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η λύση είναι η πλήρης αποδέσμευση της σχολικής επιλογής από τη γεωγραφία μέσω αγοραίων μηχανισμών.

Αντί να μειώσει τις ανισότητες, ένα σύστημα εκπαιδευτικών κουπονιών θα τις αναπαράγει στο έπακρον. Οι γονείς με υψηλότερα εισοδήματα όχι μόνο θα συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να μετακομίζουν σε περιοχές με καλά σχολεία, αλλά θα μπορούν επίσης να συμπληρώνουν το ποσό των κουπονιών τους για να στείλουν τα παιδιά τους σε ακριβότερα ιδιωτικά σχολεία. Οι οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, από την άλλη, θα εξακολουθούν να περιορίζονται σε σχολεία χαμηλότερης ποιότητας.

Κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις:

1. Η ποιότητα των σχολείων δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την επιλογή των γονέων.

Η υπόθεση ότι η σχολική επιλογή θα οδηγήσει σε βελτίωση των σχολείων μέσω ανταγωνισμού δεν λαμβάνει υπόψη ότι η ποιότητα ενός σχολείου εξαρτάται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μαθητών, η χρηματοδότηση των σχολείων που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή αφού εξαρτάται και από τους εκάστοτε δημοτικούς φόρους και η διαθεσιμότητα εξειδικευμένων και καταρτισμένων εκπαιδευτικών. Εάν οι δημόσιοι πόροι μεταφερθούν σε ιδιωτικά σχολεία, τα δημόσια σχολεία που εξυπηρετούν τους πλέον ευάλωτους μαθητές θα αποδυναμωθούν περαιτέρω.

2. Η αγορά οδηγεί σε αυξημένο μάρκετινγκ και καταναλωτισμό, όχι σε καλύτερη εκπαίδευση.

Η σχολική επιλογή μέσω κουπονιών βασίζεται στη λογική της αγοράς, όπου τα σχολεία ανταγωνίζονται για μαθητές όπως οι εταιρείες ανταγωνίζονται για πελάτες. Ωστόσο, οι γονείς δεν είναι ούτε καν άμεσοι καταναλωτές του εκπαιδευτικού προϊόντος –δεν έχουν προσωπική εμπειρία από τη μαθησιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα στα σχολεία. Ως αποτέλεσμα, η δημοφιλία ενός σχολείου μπορεί να βασίζεται περισσότερο στο μάρκετινγκ, τη διαφήμιση και το κοινωνικό του κύρος παρά στην πραγματική ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει. Επιπλέον, οι γονείς συχνά δεν διαθέτουν την απαραίτητη πληροφόρηση ή εξειδίκευση για να αξιολογήσουν την εκπαιδευτική ποιότητα και τις ειδικές συνθήκες σε κάθε τάξη πέρα από γενικούς δείκτες, όπως ένας βαθμός κατάταξης του σχολείου. Το πρόβλημα αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο στην ειδική εκπαίδευση, όπου η καταλληλότητα του εκπαιδευτικού πλαισίου δεν μπορεί να αποτιμηθεί εύκολα μέσα από γενικούς δείκτες ή διαφημιστικές εικόνες.

3. Η λύση δεν είναι η πλήρης απορρύθμιση.

Εάν το πρόβλημα είναι ότι η ποιότητα των δημόσιων σχολείων ποικίλλει λόγω γεωγραφίας, τότε η λύση δεν είναι να αποσύρουμε κρατικούς πόρους και να μεταφέρουμε την εκπαίδευση στην αγορά, αλλά να ενισχύσουμε τη δημόσια εκπαίδευση παντού, ιδιαίτερα στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, εξασφαλίζοντας ότι όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως γεωγραφίας, έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας σχολεία. Αυτό σημαίνει καλύτερη χρηματοδότηση, εξειδικευμένο προσωπικό, και ενίσχυση των δομών που στηρίζουν τη μάθηση.

4. Η διοχέτευση δημόσιων πόρων προς ιδιωτικά σχολεία στραγγίζει τη χρηματοδότηση των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών, στερώντας τους πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωσή τους ενώ καναλιζάρει χρήμα των φορολογουμένων σε ιδιωτικά σχολεία. Επιπλέον, οι εύπορες οικογένειες μπορούν να συμπληρώνουν τα κουπόνια με δικούς τους πόρους για υψηλότερης ποιότητας εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γεγονός που έχει παρατηρηθεί συστηματικά όπου εφαρμόζονται τα κουπόνια. Ειδικότερα στην ειδική εκπαίδευση, η μετατροπή της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα θα οδηγήσει σε επιλογές που βασίζονται περισσότερο σε στρατηγικές διαφήμισης και μάρκετινγκ και λιγότερο στις πραγματικές ανάγκες των μαθητών με αναπηρίες.

5. Η πολιτική της «επιλογής σχολείου» ενισχύει τη νεοφιλελεύθερη τάση προς την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, προωθώντας παράλληλα τη θρησκευτικοποίησή της, καθώς το 75% των ιδιωτικών σχολείων στις ΗΠΑ είναι θρησκευτικά.

6. Μειώνει την δημόσια συλλογική ευθύνη για τη δημόσια εκπαίδευση (τη Φωνή των γονέων ως Πολίτες), μετατρέποντας το σύστημα κουπονιών σε εργαλείο μάρκετινγκ για ιδιωτικά σχολεία που στοχεύουν στο κέρδος. Αυτό υπονομεύει τη δημόσια παιδεία και την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Για μια παραπέρα ανάλυση για το το ρόλο πολιτικών στην ειδική εκπαίδευση που βασίζονται στην αγορά, με επίκεντρο την υπόθεση των κουπονιών μπορείτε να βρείτε σε ένα άρθρο μας When special education goes to the marketplace: The case of vouchers (Anastasiou & Kauffman, 2009) που είχε δημοσιευτεί το 2009 και μεταφραστεί στα ελληνικά από την Εκπαιδευτική Λέσχη και άλλα sites όπως εδώ το tvxs 

https://tvxs.gr/life-plus/paideia/otan-i-eidiki-ekpaideysi-paei-sto-pazari

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το