γράφει η Νόρα Ράλλη
Τίποτα, τίποτα. Έχουμε ξεκάθαρα εθιστεί στο παραμύθι. Όχι στον μύθο. Ο μύθος είναι «σπουδαίο πράμα» που ‘λεγε κι η γιαγιά μου. Που αντί για παραμύθια, μας νανούριζε με τις περιπέτειες του Οδυσσέα, που πότε πρόλαβε να τις μάθει στο σχολείο, εκεί πάνω στα βουνά, λίγο πριν από την Κατοχή, μήτε και ξέρω. Αυτή πάντως τις ήξερε. Προφανώς η Πανώρια (έτσι τήνε φώναζαν) ήξερε την αξία τους κι ας μη σκάμπαζε από ανθρωπολογικές ερμηνείες περί «δημιουργίας πολιτιστικών φαινομένων» ή από θεωρητικές αναλύσεις περί «ανυπολόγιστης εκπαιδευτικής αξίας». Τα ‘νιωθε όμως όλα τούτα – είμαι σίγουρη. Γιατί μας έκανε να τα νιώθουμε κι εμείς, η αδερφή μου κι εγώ – γι’ αυτό είμαι σίγουρη.
Έτσι είναι. Δεν πά’ ν’ ακούς βαθυστόχαστα ακαδημαϊκά επιχειρήματα και βαρύγδουπα λογοτεχνικά πομφολογήματα. Το θέμα είναι τι νιώθεις. Εκεί, μέσα στο στομάχι σου, στους σιελογόνους αδένες σου, φορές κι ανάμεσα στα σκέλια σου, γιατί όχι; Εκεί τη νιώθεις και την αξία και την απαξία του όποιου πράματος, ανθρώπου, ιδέας. Άλλο που έχουμε ξεχάσει ν’ ακούμε το μέσα μας ή τελικά ακούμε μόνο το μέσα μας (ειδικά αυτό εκεί το ανάμεσα στα σκέλια που λέγαμε) και ξεχνάμε και αξίες και ιδέες και σεβασμούς και δικαιώματα. Μαζί τον εαυτό μας και τον άλλο.
Ξεχάστηκα κι εγώ. Ξαναπιάνω τον ειρμό, δίνω κλότσο και γυρίζω, παραμύθι αρχινίζω: Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μία χώρα. Ωραία. Με βουνά ψηλά και θάλασσες, πολλές θάλασσες κι ανθρώπους βουνίσιους και στεριανούς, αλλά και από τους άλλους, τους θαλασσινούς. Αυτή η χώρα, ένεκα ο ήλιος ο ηλιάτορας, ένεκα ο υγρός ορίζοντας, όρια στη σκέψη δεν κάτεε. Πολλά κατέβαζε η κούτρα των ανθρώπων της, ήρωες και μύθους κατασκεύαζαν κι επιστήμες τι είναι είπαν και ιδέες και πολιτεύματα και θέατρο έφτιαξαν και έργα «μεγάλα τε και θωμαστά» δημιούργησαν. Και μετά… ξεχάστηκαν.
Οι άνθρωποί της ξεχάστηκαν. Και πήραν τους ήρωες και τους κάναν αφίσα-κάρτα-κορνίζα και τους μύθους σκορποχώρι και τις ιδέες, τις επιστήμες, τα πολιτεύματα και τον πολιτισμό, όλα τα κάναν εξουσία. Και ζήσαν αυτοί κάπως καλά και κάποιοι, πολύ συγκεκριμένοι και πάντα, μα πάντα οι ίδιοι, πολύ καλύτερα.
Δεν ξέρω ποιο παιδί θα κοιμόταν μ’ αυτό το παραμύθι, μα ξέρω πως ελάχιστοι ενήλικες έχουν ξυπνήσει από δαύτο. Πώς αλλιώς να εξηγήσω πως είναι ίδιο μωρέ, ολόιδιο με τότε αυτό που ακούω και τώρα: «Μην ξεχνάτε κύριοι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως, υπάρχει περίπτωσις να τον οδηγήση εις τον θάνατον.
Οι περιορισμοί τους οποίους θα επιβάλλωμεν είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της κλίνης διά να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν» – δικτάτορας Παπαδόπουλος, μια βδομάδα μετά το πραξικόπημα. «Όταν νοσεί ένα τμήμα της κοινωνίας, πρέπει να γιατρευτεί» – πρόεδρος των Ειδικών Φρουρών της ΕΛ.ΑΣ. Ντούμας, σε ακρόαση στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ρε τον αρχισυνδικαλιστή των Ειδικών Φρουρών που θα ‘ρθει «να γιατρέψει» τα Πανεπιστήμια που «νοσούν». Και δεν νοσούν μόνο τα δημόσια Πανεπιστήμια, νοσούν κι όσοι είναι μέσα. Αποτυχημένοι είναι οι πρυτάνεις, είπε ο υπουργός Αστυνομοκρατούμενης Παιδείας, Μ. Χρυσοχοΐδης. Εθισμένοι στην απειλή κακοποίησης! Όσο για τους φοιτητές, δεν το συζητώ. Οργανωμένο έγκλημα! Μόνο ναρκωτικά και ξύλο. Αυτά ξέρουν. Και βάζει τώρα ο Ντούμας τη στολή του και τη σκούφια την καλή του, για να μας «γιατρέψει»… ο αρχίατρος!
Από πότε ρε ξεφτιλισμένοι, σφουγγοκωλάριοι της εξουσίας του Μητσοτάρχα σας (μα τι διάολο; Σοβαροί δεξιοί δεν υπάρχουν; Πού ‘ν’ τοι;), από πότε ρε η γνώση πάει παρεάκι με την μπατσοφροσύνη; Που ούτε οι μεσαιωνικοί που πρωτόκαμαν Πανεπιστήμια δεν ήταν τόσο μεσαιωνικοί όσο του λόγου σας!
Πες μου, σε παρακαλώ όμως: Μπας και σε λεν Μαριάνθη; Μπας και ξεκίνησες μέσα από άγνωστο χωριό κοντά στον Παρνασσό κι αυτούς που σε παιδέψανε σαν άγιο και Χριστό, τους έκοψες τον έναν τους μαστό;
Πες μου, σε παρακαλώ! Γιατί σε ψάχνω.
στο “εξώφυλλο”: Εργο της Ορόρα Ρέγιες Φλόρες (Aurora Reyes Flores), Μεξικανή ζωγράφος, 1953
πηγή: efsyn.gr/
e-prologos.gr