Στο Ζυγι της Κυπρου, 1943-44, ειχαμε δασκαλο ενα Χιωτη γαλατα. Ηταν ψηλος και ροδομαγουλος γιατι, οπως μας ελεγε, ηπιε πολλες καρδαρες γαλα.
-Κακομοιρουτσικα μου εσεις, θα βγειτε λιγο κιτρινα.
Μετα καναμε αναγνωση απο ενα συναξαρι αγιων κι ενα παλιο αναγνωστικο. Μας εκανε ξεφτερια στην αριθμητικη και μας σηκωνε ν απαγγελλουμε τα κομματια της Οδυσσειας που ‘χε παπαγαλισει
-“Νηα μεν ενθ ελθοντες, εκελσαμεν εν ψαμαθοισιν”
Καταλαβατε, κακομοιρουτσικα; Ετσι ηρθαμε κι εμεις εδω με το καραβι της προσφυγιας κι εκατσαμε στην αμμο.
Στο στρατοπεδο Νουσεϊρατ, στη Γαζα, καναμε μαθημα σε αιθουσες, με θρανια, πινακα και κανονικους δασκαλους. Καθομασταν τρια-τρια στο θρανιο, κι οι δασκαλοι δεν ειχαν βεργα, οχι για αλλο λογο, μονο γιατι τα χερια μας ηταν λιανα της πεινας και φοβοντουσαν μη σπασουνε τα δαχτυλα.
Στα φοιτητικα μου χρονια στην Ακαδημια της Ροδου, λιγο μετα που ενωθηκαμε με τη Μεγαλη Ελλαδα, φαγαμε πολυ σκουληκι στα πιλαφια του οικοτροφειου. Εκει μ ερωτευτηκε ο καθηγητης μου, ο κ. Παγετακης, κι εγω απορουσα πώς γινεται να ερωτευτεις γυναικα με σοσονια.
Στο Δημοτικο του Καστρου, στην Αστυπαλια, ειχαμε 60 παιδια στην ταξη. Σαν τη Νουσειρατ. Τα μισα ειχαν τραχωματα και δεν εβλεπαν καλα. Πολλα ερχοντουσαν αργοπορημενα απο τις μαντρες του Αη Γιαννη και, καθως ειχαν κινησει αξημερωτα, τα επαιρνε ο υπνος στο θρανιο.
– Κανετε ησυχια ελεγα στα διπλανα, να κοιμηθουν λιγακι.
Οταν ειδα, ενα πρωι, τα νυχια της Ζαμπελας, με ξεραμενσ αιματα, “τι εκανες;” τη ρωτησα και “πανε στη βρυση πλυσου”
“Ξεγεννησα τη μανα μου”, μου ειπε. Αφησα την αναγνωση και πηγαμε μαζι στη βρυση, της επλυνα τα παιδικα της χερια και τα φιλησα.
Τη Μαριγουλα την κατεβασα απ το μουλαρι που την ειχαν κατσει αναποδα και την εβαλα στο γραφειο των δασκαλων. “Φτου σας, ξεφτιλες αναντροι”, ειπα σ αυτους που την ξεφτιλιζαν γιατι ειχε αγαπησει.
“Μη μαθεις μονο στα παιδια μας τετοια γραμματα”, ειπε ο ρουφιανος του δημαρχου, και “τα γραμματα που ξερω εγω θα μαθω κι αν σ’ αρεσουν”
Κι οταν επνιξαν, ανοιχτα στη Συρνα, το δικεφαλο κατσικι, με ψαλμωδιες και ξορκια, θυμασαι, μωρη Νινα, που σε ρωτησε ο παπας στην εξομολογηση αν συμφωνεις με την αμαρτια της μανας σου, να μπει μπροστα για να παντηξει το ζωντανο απ τον πνιγμο μες στο τσουβαλι; Κι ειπες εσυ, καλυτερα να κανω τις μετανοιες γιατι το δικιο το χει η μανα μου.
Στο δρομο με τα μουλαρια για τη μαντρα, τοτε που οι βοσκοι, ορμηνεμενοι, δεν εδωκαν ενα πενηνταρακι στον πλειστηριασμο για τα βοσκοτοπια κι ηρθε ο επιθεωρητης και ουρλιαζε πως θα με διωξει, εγω εκεινο που νοιαστηκα ηταν γιατι να κατσεις τοσες ωρες στο μουλαρι με την κακοβολη σελα, μη ξεπαρθενευτεις μικρο παιδι και φοβηθεις τα αιματα.
Το ξερω πως σε κουραζαν ολες εκεινες οι διηγησεις που σ εβαζα να κανεις για το πώς σου φαινονται σημερα τα συννεφα κι η θαλασσα, τι γευση εχει το τσικνισμενο γαλα και πώς μυριζει η κολωνια του πατερα σου στα γραμματα, μα με γλυκαινε να λες παιδιαστικα ολες τις ιστοριες.
Δεν ξερω αν εκαμα λαθος, λαθη εκαμα πολλα, μα δεν ξερω αν ηταν λαθος που σας εστελνα μικρα παιδια να κουβαλατε με την καστανια λιγο φαϊ στους εξοριστους Τοτες, νομιζω, σ επιασε παιδακι εκεινο το μικροβιο για τα πολιτικα και δεν εβαλες λουστρινι γοβα στη ζωη σου, μονο χαντακωσες τα ποδια σου μες στις βαριες αρβυλες.
Θυμασαι εκεινο το κουβαλημα των βιβλιων, ολη νυχτα, απ τη βιβλιοθηκη της Πλατειας στην κατωα της Λαμπινης και πώς γλυτωσαν τη φωτια που αναψε ο δημαρχος και φουρδουκλιασε τα γραμματα , που κακο χρονο να χει, ο χαφιες της χουντας.
Δε μου αρεσε μοναχα, μα τωρα που το σκεφτομαι, μου φερνει μονο γελιο, που κατουρησατε απ’ την υδροροη της Κυραννιως στο πηλικιο του Τρυφωνα.
Μα κι αυτος ειχε το ματι του σε μας οπου και να πηγαιναμε , ο, τι και να γινοταν.
Αυτο το ματι το κακο που μπανιζε τον κοσμο, ειπες σαν σε χαστουκιζα, κλουβι την εκανε μαμα, νομιζω τη ζωη μας κι εμας πουλια πετουμενα, μες στο κλοβι κλεισμενα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr