γράφει η Κατερίνα Πετράκη* !

                           Σύντομη   αναδρομή

O Έρανος, με την ονομασία «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδας», ιδρύθηκε υπό την εποπτεία της Φρειδερίκης το 1947. Η πρόνοια δεν είχε να κάνει με το σύνολο των παιδιών της χώρας που πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες, όχι μόνο στη διάρκεια της κατοχής, αλλά και μεταπολεμικά στη ρημαγμένη χώρα και στη διάρκεια του εμφυλίου που προκάλεσαν οι Άγγλοι και Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και οι γερμανοτσολιάδες κρατικοί και παρακρατικοί συνεργάτες τους. Η Πρόνοια της Φρειδερίκης είχε να κάνει κυρίως, όπως ο τίτλος αναφέρει, με τις Βόρειες Επαρχίες, εκεί που διεξάγονταν ο αγώνας για ανεξαρτησία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), αλλά και συνόρευαν με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ο στόχος εμφανής. Η βασίλισσα ανέλαβε να «αναμορφώσει» τους πληθυσμούς της περιοχής, να αντιστρέψει τις συνειδήσεις, να αναποδογυρίσει στις παιδικές ψυχές την πραγματικότητα, να «φυλάξει» τα παιδιά απ’ ότι θύμιζε αγώνες για λευτεριά και ανεξαρτησία. Στα πλαίσια αυτά δεν έφτιαξε μόνο ιδρύματα για παιδιά, αλλά στη συνέχεια και «Ομάδες Βοηθείας Υπαίθρου» (ΟΒΥ), όπου τεχνίτες προσέφεραν δωρεάν υπηρεσίες στα χωριά. «Σπίτια Παιδιού» για όσα παιδιά δεν ήταν στα κλειστά ιδρύματα, επαγγελματικές σχολές κ.α. Με μπόλικο χρήμα του ρημαγμένου λαού έφτιαχνε το προφίλ τής καλής «μάνας» και της «προστάτιδας», κυρίως των Βορείων Επαρχιών.

Τα απομεινάρια μιας άθλιας προπαγάνδας ακούγονταν ακόμα και το 1975, που τα παιδιά έμπαιναν στα ιδρύματα για κοινωνικούς λόγους και τα μάθαιναν να λένε «μάνα μας είναι η Πρόνοια (επί βασιλείας έλεγαν η βασίλισσα) και πατέρας μας ο Διευθυντής». Πολλά, όχι όλα, από τα παιδιά του πολέμου που μεγάλωσαν σ’ αυτά τα ιδρύματα, «αναμορφώθηκαν», «(…) Για να ξεχυθούν στις γωνιές των Βορείων Επαρχιών (…) που θα γίνουν φορείς της Εθνικής Ιδέας (…)», όπως έγραφαν στα ιδρυτικά ντοκουμέντα του Εράνου της Φρειδερίκης. Τόσο εθνικής που λειτουργούσε κάτω από την μπότα και τα προστάγματα των ξένων Αγγλοαμερικάνων «προστατών».

Για το σκοπό αυτό δεν δίσταζαν, μέσα από μια καθημερινή προπαγάνδα, να τα μάθουν να μισούν τους γονείς τους που πολέμησαν ενάντια στη φασιστική και στη συνέχεια αγγλοαμερικανική κατοχή.

Στα Ιδρύματα της Βασιλικής Πρόνοιας, (αργότερα Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας, (ΕΟΠ), σήμερα δημόσια προνοιακά ιδρύματα), το προσωπικό που προσλάμβαναν δεν έπρεπε να έχει καμία σχέση με αριστερές ιδέες ούτε καν το συγγενικό του περιβάλλον, όπως καταγράφονταν σε όσα αρχεία έγινε δυνατόν να αναγνωσθούν πριν (κατά λάθος;) καούν η «χαθούν». Οι γυναίκες που έπιαναν δουλειά εκεί, ήταν εσωτερικές και απαγορευόταν να παντρευτούν! Πολλοί, εργαζόμενοι κάθε ειδικότητας στα ιδρύματα της Φρειδερίκης ήταν παιδιά που μεγάλωσαν μέσα σ’ αυτά.

Στη μεταπολίτευση σε ένα από αυτά τα ιδρύματα στην Αττική, εργάζονταν αρκετές γυναίκες, πολλές από τις οποίες από 16 ετών κι έφαγαν τα νιάτα τους εσώκλειστες, με ό,τι αυτό συνεπάγονταν για τις ίδιες και για τα παιδιά που στο εν λόγω ίδρυμα, μέχρι τη δεκαετία του 1980, ήταν όλα νήπια. Στη μεταπολίτευση «απελευθερώθηκαν» οι γυναίκες των κλειστών ιδρυμάτων. Οι συνθήκες εργασίας στα ιδρύματα ήταν προσπάθεια χειραγώγησης συνειδήσεων και τρόμος απέναντι στο διευθυντικό κατεστημένο. Ήταν κάτι σαν στρατιωτικές μονάδες.

Είναι χαρακτηριστική η εικόνα που παρουσίαζε ίδρυμα στην Αττικής το 1975. Δεκάδες νήπια (60 έως 70), με ίδια πουκαμισάκια και ίδια παντελονάκια, να παίζουν στην αυλή, κάτι σαν ώρα αυλισμού νηπιακής φυλακής.

Οι παιδικοί σταθμοί, τα δημοτικά σχολεία και οι επαγγελματικές σχολές, λειτουργούσαν μέσα στα ιδρύματα και μόνο όσα παιδιά έφταναν μέχρι το Γυμνάσιο πήγαιναν έξω στο δημόσιο σχολείο. Πολύ λίγα έφταναν στο Πανεπιστήμιο. Όσα συνέχιζαν σε τεχνικές και επαγγελματικές σχολές παρέμεναν εσωτερικά.  Οι λόγοι που εκφωνούνταν στις εκδηλώσεις, απόλυτα ελεγχόμενοι, με ανάλογο περιεχόμενο για τη διαμόρφωση «εθνικοφρόνων πολιτών».

Στην αρχή της μεταπολίτευσης, με το αντιφασιστικό δημοκρατικό κίνημα καθημερινά στους δρόμους έγιναν και οι πρώτες αλλαγές στα ιδρύματα που ήταν υπό την εποπτεία του δημοσίου. Προσλήφθηκε επιστημονικό προσωπικό, (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολύ αργότερα και παιδοψυχίατροι). Για τα κλειστά ιδρύματα δεν ενδιέφερε τον ΕΟΠ τι γνώσεις διέθεταν οι νηπιοβρεφοκόμοι, οι ομαδάρχες, όμως δεν προσλάμβαναν πλέον με πολιτικά κριτήρια. Οι συνθήκες στα ιδρύματα είχαν κάπως αλλάξει, παρ’ ότι συνεχιζόταν η λειτουργία τους με ελάχιστο προσωπικό, με τα παιδιά σε μπουλούκια, έτσι που ήταν αδύνατη η ατομική προσέγγιση και στήριξή τους. Όλες τις παθογένειες που δημιουργούσε ο τρόπος λειτουργίας των κλειστών ιδρυμάτων, τις φόρτωναν στο προσωπικό της «πρώτης γραμμής», το οποίο, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούσε, δούλευε σε απαράδεκτες συνθήκες και πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Οι προσλήψεις γινόταν πάνω στην οργάνωση της «φύλαξης» των παιδιών κι όχι της στήριξής τους στις ανάγκες της ζωής τους, για να ενταχθούν στην κοινότητα, για να διαχειριστούν όσο γίνεται καλύτερα τα τραύματά τους. Ο βαπτιστικός όρος «παιδοφύλαγμα» των κλειστών ιδρυμάτων για παιδιά, καθόριζε και μάλλον καθορίζει μέχρι και σήμερα τη λειτουργία τους στο δημόσιο, πόσο μάλλον στις ΜΚΟ.

Μεταπολίτευση λοιπόν, στα κλειστά ιδρύματα που τα παιδιά δεν ήταν πια του πολέμου, αλλά είχαν καταλήξει εκεί λόγω σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων ή ήταν προσφυγάκια, (τότε ακόμα τα προσφυγάκια τα έπαιρναν στα ιδρύματα, τώρα  πνίγονται στις θάλασσες ή τα «σκοτώνουν» στις στεριές), η ζωή άλλαζε με βασανιστικά αργούς ρυθμούς όλη την πρώτη περίοδο της ΝΔ.  Το ΠΑΣΟΚ στην αρχή, μαζί με την σπέκουλα αριστερής συνθηματολογίας που πάντα συγκινεί, είχε στις αποσκευές του και προνοιακά ανοίγματα. Μιας και ήρθε για να μείνει, κάτι έπρεπε να δείξει. Στη συνέχεια βέβαια, στη δεκαετία του 1990, το ΠΑΣΟΚ τα μάζεψε και έμπασε με νόμους αναβαθμισμένη τη φιλανθρωπία και την ιδιωτικοποίηση της πρόνοιας μέσω των επιδοτούμενων από κρατικά κονδύλια ΜΚΟ. Οι νέοι νόμοι πήραν την Πρόνοια από το Υπουργείο Υγείας και την εντάξανε στο Υπουργείο Εργασίας με τον τίτλο Κοινωνική Αλληλεγγύη, την παρέπεμψαν δηλαδή στην κοινωνία.

Ας σταθούμε στις αλλαγές που έγιναν για ένα τουλάχιστον διάστημα, κυρίως τη δεκαετία του1980, σε ίδρυμα στην Αττική, που προβαλλόταν και ως το πρότυπο του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας. Από μπουλούκια των 60 έως 70 παιδιών, με μία δύο ή τρεις στη βάρδια, (οριακή φύλαξη), έφτασαν στα 50 και σιγά σιγά σε ομάδες των 16 ή 18 παιδιών, από 2 έως 13 χρονών.

Τα παιδιά πήγαιναν στα δημόσια σχολεία όλων των βαθμίδων. Σταμάτησαν να φοράνε τα ίδια ρούχα, τα οποία για δεκαετίες ραβόταν μέσα στο ίδρυμα. Σταμάτησε η «επιδρομή» τις μέρες των εορτών, διαφόρων ομάδων, με δώρα μέσα στο «σπίτι» των παιδιών. Η πρόθεση καλή, το αποτέλεσμα για τα παιδιά καθόλου καλό. Εξασφαλίστηκαν κονδύλια για να παίρνουν τα παιχνίδια τους, να πηγαίνουν δώρα στις γιορτές των συμμαθητών τους, να πηγαίνουν σινεμά κ.α. Καταβαλλόταν

τεράστια προσπάθεια, κυρίως από τις νηπιοβρεφοκόμους, με σοβαρό προσωπικό ρίσκο, να βγαίνουν όσο γινόταν πιο συχνά, (παιδικές χαρές, αθλητικοί χώροι, σινεμά, θέατρο, μπάνια στη θάλασσα κ.α.), όπου δηλαδή πήγαιναν και οι συμμαθητές τους. Το προσωπικό ρίσκο είχε να κάνει με το γεγονός ότι η διοίκηση για να φυλάει τα νώτα της δεν έδινε έγκριση γι’ αυτά, γιατί απαιτούνταν οργάνωση σε πολύ μικρότερες

ομάδες. Πολύ μικρότερες ομάδες από 16 ή 18 παιδιά απαιτούνταν και για τη δυνατότητα σχετικά ισότιμης με τους συμμαθητές τους αφομοίωσης των μαθημάτων τους. Όμως διαχρονικά οι κυβερνήσεις ούτε διέθεταν ούτε διαθέτουν κονδύλια για τέτοια θέματα σ’ ένα σύστημα με σκληρά ταξικά χαρακτηριστικά που με την πολιτική του, συνεχώς παράγει και αναπαράγει το κοινωνικό περιθώριο.

 Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τις τρομακτικές ανάγκες παιδιών, με σοβαρές τραυματικές εμπειρίες από τη ώρα που θα γεννηθούν, παιδιά που έχουν αναγκαστεί να λογαριάζουν για σπίτι τους ένα ίδρυμα στο οποίο το προσωπικό, ειδικά σήμερα, αλλάζει κάθε 8, 5,  μήνες. Ένα ίδρυμα που είναι κέντρο διερχομένων.

Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρχε σχετικά σταθερό προσωπικό, αλλά το γεγονός ότι η πρόνοια ήταν το παραπαίδι του όποιου κοινωνικού τομέα και βασιζόταν σε φιλανθρωπικούς εράνους, καθόριζε και την οργάνωση της λειτουργίας της. Έτσι το προσωπικό με δεκαετίες σ’ αυτή τη δουλειά ένα πράγμα μάθαινε: να «φυλάει» τα παιδιά, να τα κάνει υπάκουα, να τηρούνται αυστηρά οι κανόνες και το ημερήσιο πρόγραμμα, για να μπορεί να σταθεί στις πολυπληθείς ομάδες. Οι νέοι εργαζόμενοι κυριολεκτικά δεν ήξεραν που πάνε και τι πρέπει να κάνουν. Για να προσληφθείς στο ίδρυμα το 1975 σε ρωτούσαν απλά αν αγαπάς τα παιδιά, λες και στην προσπάθεια να βρεις δουλειά υπήρχε πιθανότητα να απαντούσες αρνητικά.

Έπρεπε να πατάς γερά στα πόδια σου για να αντιληφθείς από πού πρέπει ν’ αρχίσεις για να μην γίνεις με τη σειρά σου σάκος του μποξ.  Το πρώτο που αντιλαμβανόσουν ήταν ότι το ίδιο το υπουργείο πρόνοιας σε θέλει ανασφαλή και φοβισμένο, γεμάτο ενοχές, για να μπορεί να πετάει πάνω σου τις δικές του σοβαρές ευθύνες για τις τρομακτικές ελλείψεις των υπηρεσιών του. Μια διαχρονικά προσφιλής μέθοδος για όλο τον κοινωνικό τομέα και όχι μόνο.

Είναι χαρακτηριστικοί οι μέθοδοι και το επίπεδο ορισμένων διευθυντών για την προνοιακή φροντίδα, στα παιδιά των ιδρυμάτων, πχ αναφέρει υπάλληλος, «κ. διευθυντά τα παιδιά, (τότε ήταν περίπου 60), δεν κοιμούνται το μεσημέρι και οι γείτονες διαμαρτύρονται». Απάντηση: «Μα δεν τους δείχνετε στοργή, είδα ένα παιδί που του έλειπε το κουμπί». «Πιο παιδί νοιάζεται για το κουμπί, είναι καλοκαίρι και είναι κλεισμένα μέσα, κι εσάς αν σας έκλειναν θα βγαίνατε από το παράθυρο». Αυτός ο διάλογος έκανε το γύρο της υπηρεσίας για το «θράσος» της υπαλλήλου. Αναφέρεται γιατί αποτυπώνει τον τρόμο που επικρατούσε και με τι είδους γελοιότητες ενοχοποιούσαν το προσωπικό. Δύο μέρες συζήτηση με ειδικούς επιστήμονες με συμμετοχή νηπιοβρεφοκόμων, για το πώς θα υποδεχτούμε το νέο παιδί. Οι εισηγήσεις πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά έξω από την σκληρή πραγματικότητα. Η νηπιοβρεφοκόμος που συμμετείχε, είχε και απογευματινή βάρδια. Μεταφέρει την επομένη την εμπειρία της: «Είμαστε δύο στη βάρδια με 52 παιδιά. Όταν τα βάζαμε για ύπνο συνειδητοποίησα ότι δεν πρόλαβα να ρωτήσω το νέο παιδί το όνομά του. Όπως καταλαβαίνετε μπορούμε για μέρες να αναπτύσσουμε θεωρίες, αλλά αν δεν δούμε την πραγματικότητα αν δεν πάμε σε μικρές ομάδες, αν οι ομάδες δεν οργανωθούν με βάση τις ανάγκες των παιδιών, θα είναι απλά θεωρίες».

Στη συνέχεια έγιναν ξεχωριστές και χωροταξικά ομάδες των 16 έως 18 παιδιών, από 2 έως και 13 χρόνων. Στη βάρδια 1 έως 2 νηπιοβρεφοκόμοι. Το προσωπικό σχετικά σταθερό για ένα μικρό ακόμα διάστημα. Ήταν μάλλον η καλύτερη περίοδος, ειδικά όταν ήρθε στο ίδρυμα και παιδοψυχίατρος, ο οποίος μέσα από ομάδες, κατά ειδικότητες, έδωσε έμφαση στην αναγκαία και αρμονική συνεργασία και την ευαισθητοποίηση όλων των κλάδων.

Στη συνέχεια όμως καταργήθηκαν οι μόνιμες προσλήψεις, άρχισαν τα 8μηνα της ομηρίας, και την περίοδο Σημίτη με νόμους, μπήκε στην ουσία ταφόπλακα στη δημόσια πρόνοια. Νομοθετήθηκε η σε πολλές αμαρτίες περιπεσούσα φιλανθρωπία, με άλλο όνομα και με γερές κρατικές επιδοτήσεις. ΜΚΟ την είπαν και ο γιγαντιαίος σήμερα εκπρόσωπός της σαν έτοιμος από καιρό, το «Χαμόγελο του Παιδιού», που προβάλλεται από τότε νυχθημερόν, δείχνει το δρόμο για όσους, (και εδώ μιλάμε για παιδιά), αυτό το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα τους πετάει στο κοινωνικό περιθώριο. Ο δρόμος είναι τα διάφορα ιδιωτικά μαγαζιά, οι ΜΚΟ που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια. Είναι χαρακτηριστική η, ας πούμε, διαμαρτυρία του ίδιου του Γιαννόπουλου (πρόεδρος του Χαμόγελου του Παιδιού) σε σεμινάριο εδώ και χρόνια. Έλεγε: «Τώρα με μια απλή αφίσα μπορούν να πάρουν πιστοποίηση» για προνοιακές υπηρεσίες. Θυμίζουμε πως με βάση το νόμο, όταν πάρεις πιστοποίηση αρχίζει η χρηματοδότηση. Ο ίδιος φαίνεται τα είχε όλα έτοιμα και κυρίως μια στρατιά εθελοντών, δημόσια αλλά και από δωρεές κτήρια στη διάθεσή του και δυνατότητα να διεξάγει «Μαραθώνιους Εράνους» στην τηλεόραση στους οποίους συχνά πρόβαλλε και τα «καημένα τα παιδιά», για να συγκινήσουν τα πλήθη. Ασθμαίνουσα λίγο πίσω η «Κιβωτός του Κόσμου», όπου μ ένα καλοδουλεμένο προφίλ ο πάτερ Αντώνιος κατάφερε να αποσπάσει την γενική συμπάθεια, να συναγωνιστεί σε περιουσία το «Χαμόγελο του Παιδιού» και να προβεί απ’ ότι φαίνεται σε πολλαπλές «δράσεις».  Η εκκλησία που πάντα λειτουργούσε και πλούτιζε με την φιλανθρωπία όλο και βρίσκει νέα ονόματα για τις ΜΚΟ της, ειδικά αν μαθευτεί κανένα οικονομικό σκάνδαλο που κι αυτό περνάει στα ψιλά των ΜΜΕ.

Δεκαετίες τώρα τα παιδιά που χρειάζονται στήριξη και φροντίδα πηγαίνουν  στα ιδιωτικά ιδρύματα δηλαδή στις ΜΚΟ του χώρου, όπως αυτό του «ευυπόληπτου» πολίτη Λαλαούνη, που παρά τις καταγγελίες για παιδεραστία άργησε πολύ να οδηγηθεί σε δίκη, η οποία πέρασε στα ψιλά των ΜΜΕ. Στις ΜΚΟ επί της ουσίας δεν ασκείται κανένας απολύτως έλεγχος. Για παράδειγμα σ ένα ίδρυμα της εκκλησίας επί 15 χρόνια δεν πάτησε καμία κοινωνική υπηρεσία της περιφέρειας για έλεγχο.

Η κατακερματισμένη πρόνοια με τις εκατοντάδες ΜΚΟ, όπου ο κάθε τυχάρπαστος ανοίγει μια επιχείρηση πάνω  στις ανάγκες χιλιάδων παιδιών και όχι μόνο παιδιών. Αυτού του είδους η πρόνοια μόνο πρόνοια δεν είναι.

Από ένα «δειλό» και «ταπεινό» ξεκίνημα, όπως αυτό του παπά Αντώνη, οι  ΜΚΟ γιγαντώνονται με κρατικές επιδοτήσεις, με παραχώρηση δημόσιων υποδομών, με δωρεές ακινήτων, με ανυπολόγιστες δωρεές σε χρήμα, με αμέτρητες προσφορές σε είδος, με μαραθώνιους εράνους στην τηλεόραση και με στρατιές εθελοντών που πιστεύουν ότι έτσι στηρίζουν τις ευπαθείς ομάδες. Παρά την οικονομική και την κτιριακή γιγάντωση πολλών ΜΚΟ όπως της «κιβωτού του κόσμου» η του «Χαμόγελου του παιδιού», σχεδόν κάθε μέρα ειδικά σε περιόδους γιορτών, θ ακούσουμε στα ΜΜΕ την έκκληση για οικονομική βοήθεια για να μην κλείσουν! Κανονικός εκβιασμός στην ευαισθησία χιλιάδων πολιτών.  

Οι κυβερνήσεις διαχρονικά, τη ίδια ώρα που διαλύουν την δημόσια πρόνοια, μεταφέρουν κονδύλια και χαρίζουν υποδομές σε ιδιώτες και δεν έχουν καμία απολύτως σκοτούρα για το παρών και το μέλλον χιλιάδων παιδιών. Η πορεία προδιαγεγραμμένη: οι Λιγνάδηδες «βρίσκουν» ανυπεράσπιστα παιδιά για σεξουαλική εκμετάλλευση, καταδικάζονται αλλά κυκλοφορούν ελεύθεροι. Το έγκλημα του παιδεραστή Γεωργιάδη έχει παραγραφεί. Ο  παιδεραστής Λαλαούνης που έπαιρνε παιδιά κάθε Παρασκευή  από το ίδρυμα που λειτουργούσε και τα πήγαινε στο εξοχικό του, καταδικάστηκε όταν πια εγκατέλειπε τον κόσμο τούτο. Η « Κιβωτός του κόσμου» φαίνεται να είναι κιβωτός πολλαπλών κακουργημάτων. «Το χαμόγελο του παιδιού» απέκτησε εκατοντάδες ακίνητα (230!) και εκατομμύρια καταθέσεις, σε ντόπιες και ξένες τράπεζες. Πόσα ακόμα κρυμμένα εγκλήματα απέναντι σε ανυπεράσπιστα παιδιά. Η  κορυφή του συστήματος που σχεδιάζει με νόμους αυτή την πρόνοια ξεχειλίζει σαπίλα.  

Σήμερα τα εναπομείναντα δημόσια ιδρύματα, ούτε ακούγονται ούτε προβάλλονται. Συστηματικά απαξιωμένα, με το προσωπικό να αλλάζει κάθε 5 η 8 μήνες, έτσι που σχεδόν να μην προλαβαίνει να γνωρίσει τα παιδιά και τους συναδέλφους, με

διοικητές που προωθούν τις κυβερνητικές πολιτικές στο ακέραιο. Με ελάχιστους μόνιμους εργαζόμενους να θυμούνται και να θυμίζουν την προσπάθεια που γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια για ουσιαστική αναβάθμιση της πρόνοιας, μιας πρόνοιας που θα βοηθούσε τα παιδιά να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και, γιατί όχι, ουσιαστική ερμηνεία των λόγων και των αιτιών που τα έφεραν στο όποιο ίδρυμα. Να αντιληφθούν δηλαδή ότι δε φταίνε οι κακοί γονείς τους, που και οι ίδιοι είναι πεταμένοι στο περιθώριο αλλά το σκληρό απάνθρωπο σύστημα που παράγει την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, το κοινωνικό περιθώριο.

Οι προνοιακές δομές δεν μπορεί να είναι ιδιωτικές  επιχειρήσεις, ούτε να εναποτίθενται στην όποιας μορφής και ονόματος φιλανθρωπία. Είναι απόλυτο δικαίωμα όλων όσων την έχουν ανάγκη και υποχρέωση της πολιτείας. Οι ανάγκες και η αξιοπρέπεια αυτών των κοινωνικών ομάδων, δεν μπορεί να γίνονται μπαλάκι και αντικείμενο για πλουτισμό και για κάθε είδους εκμετάλλευση από ιδιώτες και ρουσφετιών της κεντρικής εξουσίας προς «φιλάνθρωπες» ΜΚΟ. Οι πρόεδροι, τα στελέχη των ΜΚΟ αποδέχτηκαν, στηρίζουν και υλοποιούν όλο αυτό το χάος, μέσα στο οποίο μπορούν να αλωνίζουν από στυγνοί εκμεταλλευτές των ανθρώπινων αναγκών για οικονομικό όφελος, μέχρι παιδεραστές. Το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν και καλές  ΜΚΟ δεν μπορεί να αποκρύψει τον κεντρικό πολιτικό στόχο των κυβερνήσεων που είναι η διάλυση της Κοινωνικής Πρόνοιας και το πέταγμα σοβαρών κοινωνικών αναγκών, στον όποιον τυχόντα να οργανώνει ΜΚΟ όπως νομίζει η όπως θα πλουτίσει η όπως θα διαπράξει ακόμα και εγκλήματα σε παιδιά.

Στον τομέα της Πρόνοιας, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι φανερή η απουσία συνδικαλιστικού κινήματος. Τα προηγούμενα χρόνια και στη διάρκεια που περνούσαν οι νόμοι που την διέλυαν, είχαν γίνει σοβαρές κινητοποιήσεις. Από τότε βέβαια οι διαφωνίες για το πως προχωράμε, φωτογράφιζαν τους πολιτικούς χώρους που δρούσαν μέσα στους συλλόγους. Οι ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ σταθερά στήριζαν τις κυβερνητικές πολιτικές παρ’ ότι η δυναμική που αναπτύχθηκε στις συχνές συνελεύσεις έβγαλε εκατοντάδες κόσμο στους δρόμους.  Οι δυνάμεις του Σύριζα ετοιμαζόταν για την διαχείριση της εξουσίας και πρόβαλλαν τον εξ ορθολογισμό των οικονομικών δαπανών, προσπαθώντας να πείσουν τους εργαζόμενους, γ αυτά που έλεγαν οι κυβερνώντες ότι δηλαδή η σπατάλη είναι στον κοινωνικό τομέα. Οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ εκεί που για πρώτη φορά έβγαιναν οι εργαζόμενοι ενωμένοι μαζικά στους δρόμους, πρότειναν τις χωριστές πλατείες, διασπώντας την ενότητα και την αποτελεσματικότητα των αγώνων. Σήμερα με ένα χαοτικό κατακερματισμό, με την πλειονότητα των υπηρεσιών πρόνοιας να είναι στις ΜΚΟ που κατά βάση λειτουργούν με εθελοντές, και με ελάχιστο μόνιμο προσωπικό με άθλιες συμβάσεις. Με ελάχιστα δημόσια ιδρύματα με τους εργαζόμενους ν αλλάζουν συνεχώς. Με τις βασικές δυνάμεις στις συνδικαλιστικές ηγεσίες να αγνοούν τελείως τον τομέα της Πρόνοιας. Με αυτή την εικόνα η ζωή και η ασφάλεια των παιδιών καθώς και οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, έχουν αφεθεί στις σκληρές ταξικές πολιτικές όλων των κυβερνήσεων, που κυριολεκτικά πετάνε τις ανάγκες για προστασία παιδιών, ΑΜΕΑ, ηλικιωμένων, στα κοράκια των ΜΚΟ και στην ευαισθησία χιλιάδων πολιτών που πιστεύουν ότι με δωρεές σε είδος, σε χρήμα, σε ακίνητα, σε εθελοντική εργασία, βοηθούν όσους έχουν ανάγκη.

Έτσι κατάφεραν οι κυβερνήσεις, κατ’ αρχήν με την διάλυση και απαξίωση της δημόσιας Πρόνοιας και με την καθημερινή προβολή των ΜΚΟ, να στήνουν οι ίδιες τις «Κιβωτούς του Κόσμου» και κάθε φορά, με μια απίστευτη υποκρισία να παριστάνουν τους έκπληκτους για όσα τραγικά συμβαίνουν με θύματα παιδιά.

Είναι αναγκαίο όσο ποτέ οι εργαζόμενοι όλων των κλάδων στο χώρο της Πρόνοιας,   ένας χώρος με κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, θεραπευτές, παιδαγωγούς αλλά και όσοι έχουν ανάγκη προνοιακών υπηρεσιών, όλοι μαζί, να πάρουν πρωτοβουλία, να λειτουργήσουν συλλογικά, να απαιτήσουν τα αυτονόητα, αυτά που είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.

ΔΗΜΟΣΙΟΣ  ΕΝΙΑΙΟΣ  ΦΟΡΕΑΣ  ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Η  ΠΡΟΝΟΙΑ  ΔΕΝ  ΕΙΝΑΙ  ΕΠΑΙΤΕΙΑ – ΕΙΝΑΙ  ΔΙΚΑΙΩΜΑ  ΚΑΘΕ  ΠΟΛΙΤΗ  ΚΑΙ  ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ  ΤΗΣ  ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

* Η Κατερίνα Πετράκη ήταν εργαζόμενη 35 χρόνια σε κλειστό Ίδρυμα, με συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το